Στις 12 Αυγούστου, τρεις μέρες πριν το Δεκαπενταύγουστο, πριν δηλαδή τη μεγάλη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, η εκκλησία εορτάζει τον Ευαγγελισμό της Μεταστάσεως της Θεοτόκου. Την αναγγελία δηλαδή από τον αρχάγγελο Γαβριήλ στην Παναγία του «θανάτου» της και της Μεταστάσεώς της στους ουρανούς.
Η εκφραστική αγιογραφία που ακολουθεί καθώς και η επεξηγηματική της λεξάντα αναφέρονται στο γεγονός.

Μετάσταση
Ο Ευαγγελισμός της Μεταστάσεως:
Μια σπάνια αγιογραφία που βρίσκεται στο Όρος των Ελαιών στην ομώνυμη εκκλησία. Είναι το σημείο όπου ο Αρχάγγελος Γαβριήλ ανακοίνωσε στην Παναγία τη Μετάστασή της στους ουρανούς. Διακρίνουμε το Χριστό που πλησιάζει και τους Αγγέλους που ειδοποιούν τους Αποστόλους στα πέρατα του κόσμου. Τα ελαιόδεντρα γέρνουν προσκυνώντας την Παναγία. Δυστυχώς δεν είναι γνωστό προσκύνημα και πολλοί λίγοι Χριστιανοί το επισκέπτονται.Μετάστασις: η μετάβαση σε άλλη θέση, μετάβαση σε άλλον τόπο, η αναχώρηση από τη ζωή, ο θάνατος.
Εδώ: Η μετάστασις της Θεοτόκου= η κοίμησις της Θεοτόκου. «ἀντὶ γὰρ θανάτου λοιπὸν κοίμησις καὶ ὕπνος λέγεται ἡ ἐντεῦθεν μετάστασις…» (Joannes Chrysostomus Scr.Eccl.,Insanctumpascha Vol 52, pg 767, ln 26).
Στις γραμμές που ακολουθούν θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμεω ιστορικά στοιχεία γύρω από την Παναγία και τον τρόπο και χρόνο που «εκοιμήθη» για ένα και μόνο σκοπό: για να μάθουν όσοι δεν γνωρίζουν λίγα σχετικά με τη ζωή και την πορεία έως τη μετάσταση, της Παναγίας. Το κείμενο σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ολοκληρωμένη μελέτη για το θέμα και γι’ αυτό άλλωστε περιέχει τμήματα ολόκληρα άλλων ειδικών συγγραφέων.
Η 15η Αυγούστου ως εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, καταγράφεται στις αρχές του 11ου αιώνα στο Ελληνικό μηνολόγιο του Βασιλείου του Πορφυρογέννητου, ο συγγραφέας του οποίου στηρίχθηκε κατά βάση στις απόκρυφες πηγές. Διαμορφώθηκε όμως σταδιακά μετά τον 5ο αιώνα και ίσχυσε καθολικά και επίσημα μετά τον 6ο αιώνα. «Από τα αρχαιότερα κείμενα (αν όχι το αρχαιότερο)[1], τα οποία αναφέρονται στο εορτολογικό περιεχόμενο της Κοιμήσεως είναι το Εγκώμιον εις την Κοίμησιν της υπεραγίας δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας του Μοδέστου, πατριάρχου Ιεροσολύμων (631-634)[2]»[3].
Αλλά γιατί αναφέρεται «κοίμησις» και όχι «θάνατος»;Ο Ευσέβιος[4] αναφέρει: «…αντί δε του· <έγερθήσονται, έξυπνισθήσονται> οι λοιποί ηρμήνευσαν ως κοιμηθέντων αυτών, ουχί δε τεθνεώτων· διό των αγίων ο θάνατος κοίμησις ανομάζεται, ακολούθως δε τη κοιμήσει η ανάστασις έξυπνισμός αν λεχθείη…». Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος[5] αναφέρει επίσης: «…Καί ότι κοίμησις καλείται, δήλον εξ ων φησιν ο Χριστός· Λάζαρος ο φίλος ημων κεκοίμηται. Ου γαρ είπεν, Απέθανε, καίτοι γε τεθνηκώς ην…». Ο δε Προκόπιος[6] αναφέρει: «…Νεκροί δε Κυρίου, οι πάντα δι’ αυτόν υπομείναντες (περί ων ου τεθνηκότων, αλλ’ ως κοιμηθέντων έξέδωκαν οι λοιποί) κατά μεν το πρωτον, έξυπνίσεσθε οι εν τοις μνημείοις· κατά δε το δεύτερον, Αγαλλιάσονται, ή αινέσουσιν κατά τον Ακύλαν, ή αλαλάξουσι, κατά τον Θεοδοτίωνα. Κοίμησις γαρ ανομάζεται των αγίων ο θάνατος…».Ποια ήταν η Παναγία.Γονείς της ήσαν οι Ιωακείμ γιός του Ελιακείμ από τη φυλή του Ιούδα και απόγονος του Δαυίδ και η Άννα από τη Ναζαρέτ και γονείς της Άννας, ήσαν ο ιερέας[7] Ματθάν που ιεράτευσε την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας και η Μαριάμ. Ο Ματθάν ήταν απόγονος του Δαυίδ και έτσι επαληθευόταν και αυτό που έλεγαν οι προφήτες ότι ο Χριστός θα είναι «υιός του Δαυίδ». Ο Ματθάν από τη φυλή Λευί και η Μαριάμ απέκτησαν τρεις κόρες. Τη Μαρία που παντρεύτηκε στη Βηθλεέμ και ήταν μητέρα της μαίας Σαλώμης, τη Σωβή, που παντρεύτηκε και αυτή στη Βηθλεέμ και απέκτησε την Ελισάβετ η οποία ήταν μάνα του Ιωάννη του Προδρόμου και την Άννα, την μητέρα της Παναγίας (wikipedia). Άρα η Παναγία και η Ελισάβετ ήσαν πρώτες ξαδέρφες και ο Χριστός και ο Ιωάννης δεύτερα ξαδέρφια, αλλά δεν είχαν συναντηθεί ποτέ πριν τη βάφτιση του Χριστού από τον Ιωάννη, γιατί ο Ιωάννης είχε φύγει στην έρημο από παιδί[8]. Οι συγγραφείς αναφέρουν περί της συγγενείας της Παναγίας με την Ελισάβετ αλλά δεν αναφέρουν λεπτομέρειες. Ο Θεοφάνης (Κεραμεύς) [Ομιλίαι εις Ευαγγέλια Κυριακά και εορτάς του όλου ενιαυσίου: Θεοφάνους του επίκλην Κεραμέως, αρχιεπισκόπου Ταυρομένων Σικελίας. Εν Ιεροσολύμοις 1860, α΄ έκδ. Παρίσι 1664], αναφέρει επί λέξει τα εξής: «Προσήκει ούν ειδέναι, ως αναμέμεικτο η Λευιτική φυλή τη βασιλική. Έμελλε γαρ εκ της Ιούδα φυλής ανατείλαι Χριστός, ός ην και βασιλεύς και αρχιερεύς. Πόθεν δε αυταίς η συγγένεια, φέρε είπωμεν, εκ των πατρικών παραδόσεων υφάναντες το διήγημα. Ματθάν ο Βηθλεεμίτης και ιερεύς, θυγατέρας εγέννησε τρεις, την Μαρίαν, και την Άνναν, και την Σωβήν. Της μεν ουν Σωβήν θυγάτηρ ήν η Ελισάβετ, της δε Άννης η υπέραγνος Δέσποινα. Δυοίν ουν αδελφοίν ήστην η Ελισάβετ και η Παρθένος…». Ο Ιωακείμ και η Άννα δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά. Ο Θεός άκουσε τις προσευχές τους και την υπόσχεσή τους ότι αν αποκτήσουν παιδί και αυτό γίνει 3 ετών θα το αφιερώσουν στο Θεό, πηγαίνοντάς στο ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα, και τους «έδωσε» σε μεγάλη ηλικία, τη Μαριάμ δηλαδή την Μαρία. Δεν απέκτησαν άλλο παιδί[9]. Όταν η Μαρία έγινε 3 ετών την πήγαν στον εν λόγω ναό (Εισόδια της Θεοτόκου) και την παρέδωσαν στον ιερέα Ζαχαρία που ήταν σύζυγος της Ελισάβετ και μετά έγινε πατέρας του Ιωάννη του Προδρόμου[10]. Όταν η Μαρία έγινε 13 ετών και ενώ οι γονείς της είχαν πεθάνει, έφυγε από το ναό και οι ιερείς του ναού την αρραβώνιασαν με τον Ιωσήφ[11], που ήταν μεγαλύτερός της στην ηλικία και με την προηγούμενη γυναίκα του, που είχε πεθάνει, είχε αποκτήσει 7 παιδιά, 4 αγόρια (Ιάκωβο, Ιούδα-όχι τον προδότη, Σίμωνα και Ιωσή) και 3 κόρες (Εσθήρ, Θάμαρ ή Μάρθα και Σαλώμη). Στη συνέχεια ακλούθησε ο Ευαγγελισμός της Παναγίας και εκείνη έμεινε έγκυος. Ο Ιωσήφ, μη ελθών σε σαρκική επαφή με την Παναγία και θεωρώντας ότι κάποιος άλλος άντρας την κατέστησε έγκυο, σκέφτηκε να τη διώξει κρυφά για να μη γίνει γνωστό το γεγονός και καταδικαστεί για μοιχεία, σε θάνατο[12]. Τότε άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε στον ύπνο του και του είπε: «…Ιωσήφ υιέ Δαυΐδ, μη φοβηθείς παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου· το γαρ εν αυτή γεννηθέν εκ πνεύματος εστιν Αγίου˙ τέξεται δε υιόν και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν˙ αυτός γαρ σώσει τον λαόν αυτού από των αμαρτιών αυτών…»[13]. Οι φράσεις του ευαγγελίου: «Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής» και «μη φοβηθείς παραλαβείν Μαριάμ την γυναίκα σου» (στ. 20), όπως και το «παρέλαβε την γυναίκα αυτού» (στ. 24), είναι συμβατές με την συνήθεια των Εβραίων να θεωρούν γυναίκα τους τη μνηστή τους και να την ονομάζουν έτσι. Ο νόμος επέβαλλε λιθοβολισμό στην περίπτωση που η μνηστή «εφωράτο» παρεκτραπείσα εις απιστίαν προς τον μνηστήρα της[14]. Η Παναγία έγκυος πήγε στην ξαδέρφη της την Ελισάβετ που και εκείνη κυοφορούσε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο[15]. Τα της γέννησης του Χριστού είναι γνωστά και δεν θα τα αναφέρω εδώ. Όταν σταυρώθηκε ο Χριστός, η Παναγία θρηνούσε κάτω από το σταυρό του, μαζί με τον Ιωάννη[16], όταν ο Ιησούς της είπε: «…γύναι, ίδε ο υιός σου. Είτα λέγει τω μαθητή [Ιωάννη]˙ ιδού η μήτηρ σου…»[17].Πώς και πού «εκοιμήθη» η Παναγία;Οι πληροφορίες για να απαντηθεί το παραπάνω ερώτημα, προέρχονται από τις ιερές παραδόσεις οι οποίες έχουν καταγραφεί και από την εκκλησιατική Γραμματεία.Α. Τα γεγονότα τα οποία περιγράφονται στο Εγκώμιο του Μοδέστου, παραπέμπουν στην απόκρυφη διήγηση περί της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Άλλες πηγές των γεγονότων της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι οι ομιλίες του Ανδρέου Κρήτης (+675), οι διηγήσεις του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη και η επιστολή του προς τον Τιμόθεο, οι πληροφορίες του Ιωάννη Θεσσαλονίκης (7ος αι.) κ. ά.[18].«Σύμφωνα με τη διήγηση του Ιωάννου Θεσσαλονίκης: α) Η Θεοτόκος μετά το «πάθος του Υιού της» παρέμεινε «για αρκετό χρόνο» (χρόνον ου βραχύν) στην Ιουδαία και τα Ιεροσόλυμα μαζύ με τους αποστόλους και τον «ηγαπημένο μαθητή», τον Ιωάννη[19], β) Ολίγο χρόνο αφού οι απόστολοι εξόρμησαν εις το κηρύττειν το ευαγγέλιον εν ολω τω κόσμω, η Θεοτόκος την γην φυσικώ τέλει κατέλιπεν[20]. Στο σημείο αυτό διαπιστώνουμε ότι ο Ιωάννης προαναγγέλλει το γεγονός της Κοιμήσεως, στο οποίο πρόκειται να αναφερθεί διεξοδικώς, γ) Όταν επρόκειτο να αποθάνει, ήλθε ο άγγελος και την παρότρυνε «να λάβει το βραβείο, το όποιο έδωσε ο Θεός» και να το παραδώσει στους αποστόλους, ώστε κρατώντας το να την υμνήσουν διότι σε τρεις ημέρες «θα απέθετε το σώμα». Προσέθεσε, επίσης, ότι ο Θεός θα της απέστελλε τους αποστόλους για να την κηδεύσουν και να «θεωρήσουν τη δόξα της»[21], δ) Η Θεοτόκος παραπονείται διότι ο άγγελος δεν προσεκόμισε ένα «βραβείο» για τον κάθε απόστολο, αλλά μόνο ένα και μοναδικό, ώστε να φοβείται η Θεοτόκος μήπως λυπηθούν οι απόστολοι οι οποίοι δεν θα κρατούσαν το «βραβείο»[22]. Η Θεοτόκος ερωτά, επίσης, περί του ονόματος του αγγέλου[23] και του ζητά να της υποδείξει το πρακταίο[24]. ε) Ο άγγελος δεν αποκαλύπτει το όνομά του (θαυμαστόν γαρ ακούσαι), την προτρέπει να παραλάβει το «βραβείο» διότι με αυτό «θα θεραπευθούν πολλοί» και να «μεταβεί στο όρος»[25]. στ) Η Θεοτόκος μεταβαίνει στο όρος των Ελαιών, καθοδηγούμενη από το «φως του αγγέλου»[26] και κρατώντας στο χέρι το «βραβείο». Κατά την είσοδό της στην περιοχή του όρους των Ελαιών, τα δένδρα και τα φυτά «υποκλίνονται» ως να την προσκυνούν. Η Θεοτόκος διερωτάται μήπως είναι παρών αοράτως ο Χριστός, σκεπτόμενη ότι προς εκείνον απευθυνόταν ο σεβασμός της φύσεως[27]. Στο σημείο αυτό η διήγηση εξαίρει την ταπεινοφροσύνη της Θεοτόκου, η οποία δεν θεωρεί την ίδια αλλά το Θεό ως άξιο τιμής. ζ) Η ταπείνωση της Θεοτόκου γίνεται αντιληπτή από τον άγγελο, ο οποίος της επιβεβαιώνει ότι τα «σημεία» αυτά προέρχονται από το Θεό, προσθέτει δε ότι ο ίδιος είναι ο τας ψυχάς των ταπεινούντων εαυτούς τω Θεώ παραλαμβάνων και μεταφέρων εις τον τόπον των δικαίων εν εκείνη τη ημέρα, εν η εξέρχονται από του σώματος.Ο άγγελος καταλήγει απευθυνόμενος προς τη Θεοτόκο: Και συ ουν εάν αποτιθή το σώμα, εγώ αυτός έρχομαι επί σε[28]. Στο σημείο αυτό η διήγηση εξαίρει εκ νέου την ταπείνωση της Θεοτόκου, κυρίως όμως προαναγγέλλει την Κοίμησή της, χωρίς να επιτρέπει υπονοούμενα περί μη μετοχής της Θεοτόκου στο γεγονός του θανάτου. η) Προέκταση των προηγουμένων διαπιστώσεων αποτελεί το ερώτημα της Παναγίας προς τον άγγελο περί του υπ’αυτής πρακταίου, ώστε εκείνος να παραλάβει την ψυχή της. Ο άγγελος, όμως, της γνωστοποιεί ότι κατά την ώρα της Κοιμήσεώς της δεν θα παρίσταται μόνος για να συνοδεύσει την ψυχή της, αλλά θα περιβάλλεται από «στρατιές αγγέλων». Την προτρέπει να διαφυλάξει το «βραβείο» και χάνεται «ως φως στον ουρανό»[29]. θ) H Θεοτόκος επιστρέφει στην οικία της, η οποία «σείεται» λόγω «της δόξας του βραβείου» το οποίο κρατούσε. Εισέρχεται στο «ταμείο» της (στο ιδιαίτερο δωμάτιό της και χώρο προσευχής) και τοποθετεί το «βραβείο» σε σινδόνη[30]. (ι) Τότε απευθύνει θερμή προσευχή προς τον Κύριο να εισακούσει την προσευχή της μητέρας του, ώστε κατά την ώρα του θανάτου να αποφύγει «τας εξουσίας, τας ερχομένας εναντίον της ψυχής της». Ο Κύριος απαντά, υποσχόμενος ότι την ψυχή της δεν θα παραλάβουν άγγελοι αλλά ο ίδιος. Η Θεοτόκος δοξολογεί τον Υιό της για την απάντηση αυτή[31]. Στο σημείο αυτό καταγράφεται μία εκ των πλέον αξιομνημόνευτων ιδιαιτεροτήτων της διηγήσεως του Ιωάννου: ο φόβος της Θεοτόκου μήπως η ψυχή της παραληφθεί από αγγέλους, προφανώς δε όχι από τους αγγέλους του Θεού (περί αυτού δεν θα υπήρχε φόβος), αλλά από τους αγγέλους του Διαβόλου. Ο ίδιος φόβος θα εκφρασθεί από τη Θεοτόκο στη συνέχεια της διηγήσεως. Η αιτία του συγκεκριμένου φόβου δεν ευρίσκεται, σίγουρα, σε κάποια αίσθηση αμαρτωλότητας της Θεοτόκου, αλλά στην αρετή της ταπεινοφροσύνης η οποία δεν της επέτρεπε να θεωρεί δεδομένη και αυτονόητη την παραλαβή της ψυχής της από τον ίδιο τον Κύριο. ια) Ακολούθως, η Θεοτόκος εξέρχεται από το «ταμείο» της και παραγγέλλει στην «παιδίσκη» να ειδοποιήσει συγγενείς και γνωστούς ότι επιθυμούσε να τους συναντήσει. Όταν εκείνοι προσέρχονται, η Θεοτόκος αναγγέλλει τα της επικείμενης Κοιμήσεώς της και τους προτρέπει να «ποιήσουν μετ’αυτής μεγάλην φιλανθρωπίαν». Εξηγεί ότι δεν εννοεί τη φιλανθρωπία των χρημάτων, αλλά το να παραμείνουν κοντά της για τις δύο επόμενες νύχτες και έκαστος να κρατήσει αναμμένο ένα λυχνάρι, ώστε να τους ευλογήσει προ της Κοιμήσεως[32]. Η συγκεκριμένη προτροπή της Θεοτόκου υποδηλώνει την επιτέλεση κάποιας «προσευχητικής αγρυπνίας», στοιχεία της οποίας παρέχονται στη συνέχεια της διηγήσεως. ιβ) Όλοι συμμορφώνονται με τις υποδείξεις της Θεοτόκου, ενώ διαδίδεται ήδη η φήμη περί του επικείμενου θανάτου της. H Θεοτόκος τους προτρέπει να ανάψουν τις λυχνίες τους και να «γρηγορήσουν», διότι -όπως επεξηγεί- υπάρχουν κάποιοι άγγελοι οι οποίοι «περιγίγνονται» (υπερισχύουν) των αμαρτωλών, ενώ στους δικαίους δεν έχουν εξουσία. Αναφέρεται, μάλιστα, στον τρόπο με τον οποίο ο «άγγελος της δικαιοσύνης» παραλαμβάνει τις ψυχές των δικαίων, ενώ ο «άγγελος της πονηρίας» τις ψυχές των αδίκων[33]. Στο σημείο αυτό της διηγήσεως διαφαίνεται ο σκοπός της προμνημονευθείσας «προσευχητικής αγρυπνίας», δηλαδή η προσπάθεια κατατάξεως των παρισταμένων μεταξύ των δικαίων. Αντιλαμβανόμαστε ότι η Θεοτόκος διδάσκει τους παρισταμένους περί θεμάτων σχετικών με τη σωτηρία. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει τη σημαντική θέση της Θεοτόκου στην πρώτη Εκκλησία, ως διδασκάλου των πιστών, ιγ) Οι παριστάμενες γυναίκες απαντούν προς τη Θεοτόκο ότι αυτή είναι η μητέρα τους και δεν πρέπει να φοβείται. Οι ίδιες, όμως, εκφράζουν το φόβο τους ενώπιον της κρίσεως του θανάτου. Η Θεοτόκος τις παρηγορεί και τις προτρέπει να ψάλλουν και να μην θρηνούν. Προσκαλεί, επίσης, όλους να προσευχηθούν η προτροπή της πραγματοποιείται και οι παριστάμενοι κάθονται, προσεύχονται και διηγούνται «τα μεγαλεία του Θεού»[34]. ιδ) Τη στιγμή εκείνη προσέρχεται ο ευαγγελιστής Ιωάννης, πρώτος από όλους τους αποστόλους εφόσον -όπως επισημαίνεται στη συνέχεια- οι υπόλοιποι φθάνουν όλοι μαζύ αργότερα. Η Παρθένος με δάκρυα τον παρακαλεί να μην ξεχάσει τους λόγους του Κυρίου στο Σταυρό και την εκφρασθείσα επιθυμία του ώστε ο Ιωάννης να προστατεύει τη Θεοτόκο. Του υπενθυμίζει, επίσης, ότι ο Κύριος τον αγάπησε περισσότερο από κάθε άλλον και τον παρακαλεί να μην την εγκαταλείψει. Ο Ιωάννης, ο οποίος δεν γνωρίζει τα της επικείμενης Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ταράσσεται από τους λόγους και έρωτα μήπως στενοχώρησε ο ίδιος τη Θεοτόκο ή μήπως έχει κάποια ανάγκη[35], ιε) Η Θεοτόκος τότε του αναγγέλλει τα περί της Κοιμήσεώς της, τον παρακαλεί να φροντίσει τα της ταφής της και τα της διαφυλάξεως του σκηνώματός της από τους εβραίους αρχιερείς. Στο άκουσμα της επικείμενης Κοιμήσεως της Θεοτόκου ο Ιωάννης θρηνεί και εύχεται να απέθνησκε εκείνος και όχι η Θεοτόκος[36]. ιστ) Η Θεοτόκος παρηγορεί τον Ιωάννη, τον εισάγει στο «ταμείο» της και του επιδεικνύει τα προετοιμασμένα για την κηδεία της. Του επιδεικνύει, επίσης, δύο χιτώνες παραγγέλοντας να δοθούν σε δύο χήρες, καθώς και το «βραβείο», προσθέτοντας ότι έχει προσταγή να το κρατήσει ο ίδιος μπροστά από τη νεκρική κλίνη. Ο Ιωάννης, όμως, διστάζει φοβούμενος μήπως θιγούν οι απόντες απόστολοι[37]. ιζ) Τη στιγμή εκείνη «εγένετο βροντή» και έφθασαν στη θύρα της οικίας οι απόστολοι, καθήμενοι έκαστος επί μιας νεφέλης. Η διήγηση αναφέρει ότι ήσαν συνολικώς ένδεκα, με πρώτο τον Πέτρο και δεύτερο τον Παύλο. Οι απόστολοι ασπάζονται αλλήλους και διερωτώνται περί του τρόπου και της αιτίας ένεκα της οποίας ευρέθησαν όλοι μαζύ[38]. Παρατηρούμε, εν προκειμένω, ότι διασώζεται η παράδοση περί «βροντής» και «νεφελών» ως τρόπου μεταφοράς των αποστόλων στην οικία της Θεοτόκου, ιη) Ο Πέτρος προτρέπει τους υπολοίπους αποστόλους να προσευχηθούν ώστε ο Θεός να τους αποκαλύψει την αιτία για την οποία τους συγκέντρωσε. Ο Πέτρος και ο Παύλος προτρέπουν αλλήλους να προηγηθούν στην προσευχή. Οι υπόλοιποι απόστολοι χαίρονται για την ταπείνωση των δύο κορυφαίων και παρακαλούν, τελικώς, τον Πέτρο να προστεί της προσευχής. Ο Πέτρος απευθύνει ευχή δοξολογίας προς το Θεό[39]. ιθ) Μόλις ολοκληρώνεται η προσευχή του Πέτρου εξέρχεται της οικίας ο Ιωάννης και εξηγεί στους υπολοίπους αποστόλους ότι, ενώ ευρίσκετο στις Σάρδεις τον ήρπασε νεφέλη μεταφέροντας τον στην Ιερουσαλήμ. Ενημερώνει τους αποστόλους για τον επικείμενο θάνατο της Θεοτόκου και τους προτρέπει να μην θρηνήσουν ενώπιον της[40], κ) Οι απόστολοι εισέρχονται στην οικία και μακαρίζουν τη Θεοτόκο, η οποία τους ερωτά περί του ποιος ανήγγειλε σ’ αυτούς την επικείμενη Κοίμησή της και περί της χώρας στην οποία ευρίσκοντο πριν από την αιφνίδια μεταφορά τους στα Ιεροσόλυμα. Η Θεοτόκος δοξολογεί το Θεό διότι επέτρεψε να παρίστανται κατά την Κοίμησή της οι απόστολοι[41]. κα) Ακολούθως, τους εισάγει στο «ταμείο» της και τους επιδεικνύει τα της ταφής της. Ο Πέτρος προτείνει στους αποστόλους -καθώς δύει ο ήλιος της δεύτερης από τις τρεις ημέρες προ της Κοιμήσεως- να αγρυπνήσουν και να απευθύνουν παραινετικούς λόγους καθ’όλη τη διάρκεια της τελευταίας επίγειας νύχτας της Θεοτόκου. Οι απόστολοι του απαντούν ότι εκείνος πρέπει να απευθύνει τους παραινετικούς λόγους[42]. κβ) Ο Πέτρος απευθύνεται στους παριστάμενους και τους προτρέπει να έχουν πάντοτε αναμμένες τις λαμπάδες τους, έτοιμοι για το θάνατο και την αιωνιότητα. Την ώρα της ομιλίας του, η οικία της Θεοτόκου «λαμπρύνεται από φως» και ακούγεται φωνή η οποία προτρέπει τον Πέτρο να «λαλήσει την αλήθεια». Ο Πέτρος δοξολογεί το Θεό για την αποκάλυψη αυτή[43]. κγ) Συνεχίζονται οι προτροπές του Πέτρου προς τους παριστάμενους. Ο λόγος του είναι εκτενής: τους συνιστά να αγωνίζονται για την παρθενία και την αρετή, αναφέρει παραδείγματα, ενώ απευθύνεται και στον «όχλο» (προφανώς σε κάποιους συγκεντρωμένους εκτός της οικίας) προτρέποντας προς αρετή και μετάνοια[44]. κδ) Ξημερώνει η τρίτη ημέρα, η της Κοιμήσεως. Η Θεοτόκος εξέρχεται της οικίας της, δοξολογεί το Θεό, εισέρχεται πάλι στην οικία και κατακλίνεται, ενώ οι απόστολοι περιβάλλουν την κλίνη της. Περί την τρίτη ώρα της ημέρας ακούγεται «βροντή μεγάλη από τον ουρανό» και όλοι αισθάνονται «οσμή ευωδίας». Ο Κύριος «παραγίνεται επί νεφελών, συνοδευόμενος από πλήθος αγγέλων». Ο Χριστός εισέρχεται στο «ταμείο» της Θεοτόκου, ενώ οι άγγελοι παραμένουν έξω από την οικία και υμνούν. Συναντά τους αποστόλους και τους ασπάζεται, όπως ασπάζεται και τη μητέρα του. Η Θεοτόκος τον ευλογεί και τον παρακαλεί να παραλλάβει ο ίδιος την ψυχή της και όχι οι άγγελοι[45]. Ο Κύριος παραλαμβάνει την ψυχή της μητέρας του[46], κε) Οι απόστολοι παρατηρούν ότι η ψυχή της Θεοτόκου είναι «επτά φορές λευκότερη από τον ήλιο». Ο Πέτρος, μάλιστα, «περιχαρής» διερωτάται εάν υπάρχει άνθρωπος, του οποίου η ψυχή να είναι τόσο καθαρή όσο της Θεοτόκου. Στο συλλογισμό του Πέτρου απαντά ο ίδιος ο Κύριος, επισημαίνοντας ότι οι ψυχές των ανθρώπων έρχονται στον κόσμο λευκές, αλλά ακολούθως αλλοιώνονται από την αμαρτία. Του υποδεικνύει, επίσης, να ασφαλίσει το σώμα της Θεοτόκου, εξερχόμενος της πόλεως και ενταφιάζοντάς το σε μνημείο το οποίο έχει ήδη ετοιμασθεί. Ο Κύριος, τέλος, παραγγέλλει στους αποστόλους να παραμείνουν κοντά στο μνημείο[47]. κστ) Το σώμα της Θεοτόκου «βοά» προς τον Κύριο (Μνήσθητί μου βασιλεύ της δόξης), ο οποίος υπόσχεται ότι δεν θα το εγκαταλείψει και εξαφανίζεται[48], κζ) Οι απόστολοι κηδεύουν το σώμα. Ο Πέτρος επιδίδει το «βραβείο» στον Ιωάννη και τον προτρέπει να υμνήσει τη Θεοτόκο, ενώ ο Ιωάννης παραιτείται υπέρ του Πέτρου. Τελικώς θέτουν το «βραβείο» επί της κλίνης, την οποία βαστάζουν ενώ ο Πέτρος υμνεί. Παραλλήλως, υμνούν από τον ουρανό ο Κύριος και οι άγγελοι, ενώ δημιουργείται θόρυβος και στην πόλη των Ιεροσολύμων καθώς διέρχεται από τους δρόμους το σκήνωμα της Θεοτόκου. Οι εβραίοι αρχιερείς ανησυχούν για τις εξελίξεις αυτές και αποφασίζουν να φονεύσουν τους αποστόλους και να καύσουν το σώμα της Θεοτόκου. Οiί άγγελοι, όμως, πατάσσουν όλους όσοι εκινούντο απειλητικώς εναντίον της εξόδιας πομπής, πλην ενός ο οποίος επιτίθεται εναντίον της νεκρικής κλίνης αλλά αποκόπτονται τα χέρια του[49], κη) Ο επιτεθείς εβραίος μετανοεί, θεραπεύεται και κηρύσσει το Χριστό στους ομοεθνείς του. Οι απόστολοι εναπέθεσαν το σώμα στο μνημείο και το εφύλαξαν επί τριήμερον. Ακολούθως άνοιξαν το μνήμα, αλλά το σώμα δεν ευρίσκετο πλέον εκεί, διότι είχε «μετατεθεί από τον Κύριο της δόξης»[50].Όπως επισημάνθηκε προ της καταγραφής της διηγήσεως, ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης απηχεί παράδοση περί των γεγονότων της Κοιμήσεως με πολλές ιδιαιτερότητες σε σχέση με αντίστοιχες της εκκλησιαστικής γραμματείας. Η προαναφερθείσα βεβαιότητά του περί της ορθότητας των πληροφοριών του προβληματίζει αρκετά την έρευνα, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατόν να εντοπισθούν οι πηγές της διηγήσεώς του. Ελάχιστα στοιχεία είναι κοινά με τις αντίστοιχες διηγήσεις της υπόλοιπης εκκλησιαστικής γραμματείας. Κατ’ουσίαν η διήγηση του Ιωάννη αποτελεί μία σχεδόν εξ ολοκλήρου νέα διήγηση, οι επιμέρους πτυχές της οποίας θα απαιτούσαν αυτοτελή μελέτη, ενόσω υπάρχουν ενδιαφέροντα κείμενα προσευχών, αξιοσημείωτες μαρτυρίες περί δογματικών θεμάτων καθώς και πτυχές περί του έργου των αποστόλων και της ζωής της πρώτης Εκκλησίας. Το συγκεκριμένο, επομένως, Εγκώμιο του Ιωάννου Θεσσαλονίκης αναμένει την ενδελεχή διερεύνησή του, τα αποτελέσματα της οποίας θα εμπλουτίσουν τις γνώσεις μας τόσο ως προς τις θεομητορικές εορτές, όσο και ως προς την παλαιοχριστιανική ιστορία…»[51].Η Εκκλησία μέσα από τις παραδόσεις δέχεται ότι η Παναγία, μετά την ανάληψη του Ιησού, διέμενε στη Σιών στο σπίτι του Ευαγγελιστή Ιωάννη και εκεί «εκοιμήθη» και στη συνέχεια κηδευθείσα ετάφη σε τάφο στο χωριό Γεσθημανή, όπου και έχει ανεγερθεί ναός προς τιμήν της.Κάποιοι αμφισβήτησαν τον τόπο όπου «εκοιμήθη» η Παναγία: Ο Tillemont[52] διατύπωσε τη γνώμη ότι η Θεοτόκος μετέστη εις Κύριον στην Έφεσο και εκεί ετάφη. Μάλιστα αναφέρεται ότι εκεί κάποιος αββάς Ευστάθιος στην Παλαιά Έφεσο ανεκάλυψε τον τάφο της Παναγίας. Αυτό είναι μύθευμα των παπικών και σκοπό είχε την αύξηση του γοήτρου τους στην Ανατολή και τον προσηλυτισμό του εκεί πληθυσμού. Όταν ο Ιουβενάλιος, επίσκοπος Ιεροσολύμων, παρέστη στην Δ΄ Οικουμενική σύνοδο στην Χαλκηδόνα, ρωτήθηκε από τον Μαρκιανό και την Πουλχερία που ήσαν οι αυτοκράτορες, περί του τρόπου κοιμήσεως της Θεοτόκου και έδωσε σχετικές πληροφορίες: «Πολλάς εν Κωνσταντινουπόλει ανήγειρε τω Χριστώ εκκλησίας η εν αγίοις Πουλχερία. Μία δε τούτων εστι και η εν Βλαχέρναις οικοδομηθείσα εν αρχή της βασιλείας… του Μαρκιανού. Ούτοι τοιχαρούν κείσε σεβάσμιον οίκον τη μανυμνήτω και παναγία Θεοτόκω και αειπαρθένω Μαρία οικοδομήσαντες το ταύτης πανάγιον σκήνος και Θεοδόχον ανζήτουν σώμα και μετακαλεσάμενοι Ιουβενάλιον των Ιεροσολύμων Αρχιεπίσκοπον και τους από Παλαιστίνης Επισκόπους, τότε εν τη βασιλευούση ενδημούντας πόλει δια την το τινικαύτα γενομένην Σύνοδον, λέγουσιν αυτοίς: Ακούομεν είναι εν Ιεροσολύμοις την πρώτην και εξαίρετον της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας Εκκλησίαν εν χωρίω καλουμένω Γεσθημανή, ένθα το ζωηρόν αυτής σώμα κατετέθη εν σορώ. Βουλόμεθα τοίνοιν τούτο το λείψανον αναγαγείν ενταύθα εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως. Υπολαβών δε ο Ιουβενάλιος» αφηγήθη αυτοίς εν πάσει λεπτομερεία τα κατά την κοίμησιν της Θεοτόκου, την κηδείαν και την κατάθεσιν του ιερού αυτής σκήνους «…εν σορώ τη εν Γεσθημανή..»[53]. Δεν πέρασε πολύς χρόνος και η Πουλχερία, ενώ ζούσε ακόμα ο Ιουβενάλιος, μετακόμισε από τη Γεσθημανή την ιερά ζώνη της Θεοτόκου, στην εκκλησία των Βλαχερνών[54].Όμως αποδεικνύεται[55] ότι α) Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος είχε υπό την προστασία του την Παναγία σύμφωνα με την υπόδειξη του Ιησού, δεν μετέβη στην Έφεσο πριν από το έτος 64 μ. Χ. β) Η Παναγία η οποία ήταν πάνω από 80 ετών τότε, δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει τον Ιωάννη σε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Ο Ιωάννης πήγε στην Έφεσο αλλά μετά την μετάσταση της Παναγίας. γ) Η Παναγία δεν μετέβη στην Έφεσο.Β. Σε ότι αφορά στα κείμενα της εκκλησιαστικής γραμματείας, η μαρτυρία μέσω των τριών λόγων του Ιωάννη Δαμασκηνού (+756), παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αναφερόμενη σε παράδοση η οποία ανάγεται ίσως και στους αποστολικούς χρόνους. Εκεί αναφέρεται το γεγονός με τους Μαρκιανό και Πουλχερία που σε προηγούμενο σημείο του παρόντος αναφέρω, αλλά προστίθενται τα εξής: «…Οι αυτοκράτορες Μαρκιανός και Πουλχερία αναζητούσαν επιμόνως το «πανάγιον και θεοδόχον» σώμα της Θεοτόκου για να το εναποθέσουν στο Ναό (σσ.168-170). Για το σκοπό αυτό εκάλεσαν στην Κωνσταντινούπολη τον Ιουβενάλιο, αρχιεπίσκοπο Ιεροσολύμων, καθώς και τους ενδημούντες στην Κωνσταντινούπολη Επισκόπους, οι οποίοι παροικούσαν στην πόλη ενόψη της Συνόδου της Χαλκηδόνας (σσ.170). Σε όλους αυτούς οι αυτοράτορες ανέφεραν ότι είχαν σκοπό να μεταφέρουν στο ναό των Βλαχερνών το σώμα της Θεοτόκου, «εις φυλακτήριον της βασιλευούσης ταύτης πόλεως» (σ. 170). Ο Ιουβενάλιος αποκρίθηκε ότι η Γραφή δεν αναφέρεται στα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά «εξ αρχαίας και αληθεστάτης παραδόσεως παρειλήφαμεν» ότι, όταν έφθασε η ώρα της Κοιμήσεως οι απόστολοι μετεφέρθησαν «μετάρσιοι» στα Ιεροσόλυμα, προέφθασαν έτι ζώσα τη Θεοτόκο και εκήδευσαν το σώμα στη Γεθσημανή, «εν ω τόπω επί τρεις ημέρας διέμεινεν άπαυστος». Μετά την τρίτη ημέρα, έφθασε στα Ιεροσόλυμα ο απόστολος Θωμάς, ο οποίος απουσίαζε κατά την Κοίμηση της Θεοτόκου και εζήτησε να προσκυνήσει το σώμα. «Η σορός ανοίχθηκε», άλλα το σώμα δεν ευρέθη, ει μη μόνον τα «εντάφια κείμενα» τα οποία ευωδίαζαν, με αποτέλεσμα να ξανακλείσουν τη σορό (σ. 170). Οι απόστολοι συνεπέραναν εξ αυτού ότι, ο Κύριος «ηυδόκησε και μετά την εντεύθεν αποβίωσιν το ταύτης άχραντον σώμα τη αφθαρσία τιμήσαι, και μεταθέσει προ της κοινής και καθολικής αναστάσεως (σ. 172). Σε όλα τα παραπάνω γεγονότα ήσαν παρόντες -πλήν των αποστόλων- ο Τιμόθεος (πρώτος επίσκοπος Εφέσου) και ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο οποίος περιγράφει λεπτομερώς πώς οι απόστολοι «ύμνησαν πρεπόντως» τη Θεοτόκο (σ. 172). Όταν άκουσαν τη διήγηση του Ιουβεναλίου, οι αυτοκράτορες τον παρεκάλεσαν να τους αποστείλει ό,τι είχε απομείνει από τα ιμάτια της σορού της Θεοτόκου (σ. 174)…»[56]. Ο Δαμασκηνός παρέχει την εξής μαρτυρία περί της κοιμήσεως της Θεοτόκου: «…Η Θεοτόκος ευρίσκεται -περί το τέλος της ζωής της- ανακεκλιμένη επί τινος σκίμποδος εν τη θεία και περιωννμω πόλει Δαβίδ, την Ιερουσαλήμ[57]. Ο Δαμασκηνός εξυμνεί την Ιερουσαλήμ, εκεί όπου ο Κύριος ετέλεσε το Μυστικό Δείπνο, εκεί όπου εμφανίστηκε ο αναστημένος στους Αποστόλους και το Θωμά, εκεί όπου επισυνέβη η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος• και προσθέτει: εv ταύτη ο θεολόγος την Θεοτόκον παρειληφώς, ελειτούργει τα δέοντα• αύτη η μήτηρ των ανά πάσαν την οικουμένην εκκλησιών, της του Θεού μητρός ενδιαίτημα πέφηνε, μετά γε την του υιού εκ νεκρών αναφοίτησιν. Εν ταύτη τοίνυν η μακαρία παρθένος επί τινος τρισολβίου κλίνης κατέκειτο[58]. Η συγκίνηση του ιερού συγγραφέως είναι τόσο μεγάλη, ώστε θεωρεί ότι ευρίσκεται νοερώς πλησίον της κλίνης της Θεοτόκου και την «περιπτύσσεται»[59]. Στο σημείο αυτό αναφέρεται το πώς οι απόστολοι, ευρισκόμενοι «απανταχού της γης» για να κηρύξουν, μετεφέρθησαν στα Ιεροσόλυμα: ώσπερ τις σαγήνη η νεφέλη κατήπειγεν, εκ των τερμάτων της γης οία τινας αετούς συνωθούσα και συναθροίζουσα[60]. Οι απόστολοι παρήσαν… κατ’οφειλήν και τη τούτου (του Χριστού) μητρί λειτουργήσοντες, και κλήρον ώσπερ τινά πολυτελή και υπέρτιμον την ευλογίαν εξ αυτής αρυσόμενοι[61]. Πλησίον των αποστόλων παρευρίσκονταν οι διάδοχοίι τους, αλλά και όλο το «θεόλεκτο σύστημα» της Ιερουσαλήμ, ώστε όλοι μαζύ ν’ αποτελέσουν μία «ιερή δορυφορία» της Θεοτόκου. Αλλά και οι Άγγελοι παρειστήκεισαν άπαντες[62].Μπροστά στην κλίνη της Θεοτόκου αναπέμπονταν «λόγοι θεόπνευστοι και θεόφθεγγτοι», «ύμνοι θεοπρεπείς και εξόδιοι» (ο Δαμασκηνός, μάλιστα, επεξηγεί το περιεχόμενο των ύμνων αυτών, δηλαδή για ποιο λόγο ετιμάτο η Θεοτόκος)[63]. Στους ύμνους αυτούς προστίθενται ο του Αδάμ και της Εύας[64], ο του «χορού των αγίων» και ο του πλήθους[65]. Επίλογος όλων των ύμνων είναι ο «εξόδιος» των αποστόλων[66]. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη έρχεται ο Κύριος για να παραλάβει την ψυχή της Μητέρας του• εκείνη του απευθύνει αιτήματα για να «δεχθεί την ψυχή της», για να «παρηγορήσει και να ευλογήσει» τους παριστάμενους[67]. Τότε, ο Κύριος «προσκαλεί» προς αυτόν τη μητέρα του, η οποία «παραθέτει το πνεύμα της στα χέρια του υιού της»[68]. Τη στιγμή της Κοιμήσεως ακούστηκαν «φωναί, ψόφοι και πάταγοι», οι δε άγγελοι άρχισαν να συνοδεύουν το σώμα και την ψυχή της Θεοτόκου. Οι παριστάμενοι «περιεπτύσσοντο» το σώμα και «επληρούντο ευλογίας και αγιασμού». Τότε επισυνέβησαν και πολλά θαύματα[69]. Στο σημείο αυτό αρχίζει η κήδευση της Θεοτόκου: το σώμα τυλίγεται με «καθαρό σενδόνι», αναπέμπονται ύμνοι και ανάβονται λαμπάδες[70]. Οι απόστολοι κρατούν «επ’ ώμων» το σκήνωμα και το οδηγούν προς τον τάφο• ξεκινούν από το «όρος Σιών» και προχωρούν δια μέσου της πόλεως προς τη Γεθσημανή[71]. Με αφορμή την ιερή αυτή πομπή, ο Δαμασκηνός παραλληλίζει το γεγονός του «εκκλησιασμού» των πρεσβυτέρων του Ισραήλ επί Σολομώντος (με αφορμή την «κατάπαυση της κιβωτού») με τον «εκκλησιασμό» του λαού από τον Κύριο, εξ αφορμής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου[72]. Κατά τη διάρκεια της πορείας προς το μνήμα, περιγράφεται το γεγονός της επιθέσεως ενός Εβραίου, με σκοπό να βεβηλώσει το σκήνωμα της Θεοτόκου[73]. Το σώμα της Θεοτόκου αποτίθεται στη Γεθσημανή, καντεύθεν τριταίον προς ουρανίους δόμους μετεωρίζεται[74]… Η όλη μαρτυρία του Δαμασκηνού περί των γεγονότων της Κοιμήσεως αποτελεί, προφανώς, το πληρέστερο και ασφαλέστερο κείμενο που μας παρέσχε η παράδοση της περί του θέματος της Κοιμήσεως εκκλησιαστικής γραμματείας…»[75].Άλλος σύγχρονος του Δαμασκηνού, ο Γερμανός Α΄ Κωνσταντινουπόλεως (+715) με τρεις λόγους του και ένα εγκώμιο, αναφέρεται στην κοίμηση της Θεοτόκου.«Στη συντομότερη διήγηση καταγράφεται, εν πρώτοις, το γεγονός της ελεύσεως στα Ιεροσόλυμα των αποστόλων «εκ περάτων», οι οποίοι προσεκύνησαν τη Θεοτόκο και έλαβαν αγιασμό και ευλογία. Μετά την άφιξη των αποστόλων, η Θεοτόκος παραδίδει την ψυχή της στον Υιό της, ο οποίος αφικνείται συνοδευόμενος από τις επουράνιες δυνάμεις για να παραλάβει τη Μητέρα του[76]. Οι απόστολοι, ακολούθως, κηδεύουν το σώμα με ύμνους και εγκωμιαστικές αναφορές προς τη Θεοτόκο[77]. Κατά τη διάρκεια της κηδεύσεως επισυμβαίνει το γεγονός της επιθέσεως ενός Εβραίου, με σκοπό να βεβηλώσει το σώμα της Θεοτόκου• τα χέρια του, όμως, αποκόπτονται κατά τη στιγμή που αγγίζει τη νεκρική κλίνη και αποκαθίστανται θαυματουργικώς όταν αντιλαμβάνεται το σφάλμα του και μετανοεί[78]. Τρεις ημέρες μετά τον ενταφιασμό του σώματος της Θεοτόκου, οι απόστολοι «χρησμοδοτούνται» να ανοίξουν τον τάφο• τότε, όμως, δεν ανευρίσκουν το ενταφιασμένο σώμα[79]. Η σύντομη αυτή έκθεση των γεγονότων αντανακλά προφανώς την ουσία της αποκρύφου παραδόσεως. Απαλλαγμένη από ποικίλες λεπτομέρειες, η παράδοση διασώζει το «θαύμα» της μεταστάσεως εφόσον τούτο εκτίθεται ως αντικείμενο απόκαλύψεως εκ Θεού (οι απόστολοι «χρησμοδοτούνται») και όχι ως τυχαίο εύρημα κατόπιν κάποιων συγκυριών. Ο Γερμανός, όμως. διασώζει και μία εκτενέστερη παράδοση των γεγονότων. Σύμφωνα με αυτήν, ολίγον προ της Κοιμήσεως ο Κύριος «προμηνύει» δι’άγγέλου στη Θεοτόκο το γεγονός, ώστε εκείνη να προετοιμαστεί καταλλήλως[80]. Στό σημείο αυτό καταγράφεται η τιμητική προσλαλιά του αγγέλου προς τη Θεοτόκο• πρόκειται περί ωραιοτάτου κειμένου, το οποίο ίσως εδράζεται επί κάποιας παραδόσεως, αλλά προφανώς οφείλει το ενδιαφέρον και πλούσιο σε έννοιες περιεχόμενό του στο συγγραφικό κάλαμο του Γερμανού[81]. Στο άκουσμα της προαναγγελίας, η Θεοτόκος χαίρεται βαθύτατα, φωταγωγεί την οικία της σε ένδειξη αναμονής μεγάλου γεγονότος, προσκαλεί τις φίλες, τους συγγενείς και τους γείτονές της, ευπρεπίζει την οικία της και «ανθηφορεί» την κλίνη της «ως επί παστάδος παρθενεύοντος γάμου», ανακοινώνει στους παρισταμένους την επικείμενη κοίμησή της και τους επιδεικνύει το «βραβείο», το οποίο της παρέδωκε ο άγγελος: ένα κλάδο φοίνικος, «πληροφόρημα νίκης» της κατά του θανάτου[82]. Στο άκουσμα των εξαγγελιών, οι παριστάμενοι θρηνούν και η Θεοτόκος τους παρηγορεί[83].Τη στιγμή ακριβώς εκείνη επισυμβαίνει «βροντή» και μεταφέρονται στην οικία της Θεοτόκου «δια νεφέλης» οι απόστολοι, οι οποίοι προσκυνούν τη Θεοτόκο και με δάκρυα της απευθύνουν λόγους πόνου και θλίψεως επί τη επικειμένη Κοιμήσει της[84]. Η Θεοτόκος παρηγορεί και τους αποστόλους, ενώ φθάνει και ο απόστολος Παύλος: κρούει την πόρτα του δώματος, του ανοίγει ο Ιωάννης και οι απόστολοι τιμούν τον Παύλο. Εκείνος πίπτει στους πόδας της Θεοτόκου και της απευθύνει εγκωμιαστικό χαιρετισμό[85]. Μετά την έλευση του Παύλου, η Παρθένος κατακλίνεται και «παραδίδει το πνεύμα» της. Οι απόστολοι ετοιμάζονται να αναπέμψουν τη «συνήθη ευχή στο λείψανο». Πέτρος και Παύλος αλληλοπαραιτούνται από ταπεινοφροσύνη και, τελικώς, ο Πέτρος αναγινώσκει την ευχή. Ακολούθως, αρχίζει η μεταφορά του λειψάνου «με ύμνους και φώτα» προς το μνήμα[86]. Στο κείμενο επισημαίνεται ότι «ακαταμέτρητος λαός» παρίσταται στην κηδεία, ενώ παρατίθεται και το γεγονός της απόπειρας βεβηλώσεως του σώματος από ένα Εβραίο[87]. Η αναλυτική αυτή παράθεση των γεγονότων καταλήγει στην εξιστόρηση των περί τη μετάσταση: οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος λαμβάνουν «τη σινδόνα» με το σώμα της Θεοτόκου και αρχίζουν την εναπόθεσή του στο μνήμα. Ο ενταφιασμός όμως αυτός -σύμφωνα με το κείμενο- δεν πραγματοποιήθηκε, επειδή το σώμα της Θεοτόκου «ανηρπάγη» δια νεφέλης στον ουρανό μαζύ με τη σινδόνα[88]. Μετά από το θαυμαστό αυτό γεγονός οι απόστολοι δοξολογούν το Θεό και απευθύνουν λόγο παρακλήσεως προς το λαό, επεξηγούντες τα «θαυμάσια» τα διαδραματισθέντα ενώπιόν τους[89]»[90].Άλλοι που έχουν αναφερθεί στην κοίμηση της Θεοτόκου είναι:Ο Θεόδωρος Στουδίτης (+826) με το εγκώμιο προς την Παναγία, ο μοναχός Θεόγνωστος της ίδιας του Στουδίτου εποχής, με το Εγκώμιο προς την Θεοτόκο όπου «…αναφέρεται η μεταφορά των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα «δια ροπής μιας ημέρας». Η έννοια της «ροπής» δεν είναι άγνωστη στην εκκλησιαστική γραμματεία, ο δε Θεόγνωστος την επεξηγεί ακολούθως όταν σημειώνει ότι ο των μαθητών χορός νεφελασία αρπαγείς, και τη αεροδρόμω ταχύτητι συν ήχω βροντής προς την κατοικίαν της Θεοτόκου καταχυθείς…[91]. Το γεγονός των «νεφελών», επομένως, μνημονεύεται και από το Θεόγνωστο, ο οποίος είναι ο μόνος που αναφέρεται στη χρονική διάρκεια της μεταφοράς των αποστόλων στα Ιεροσόλυμα (μία ημέρα), αλλά και στα δεδομένα της ταχύτητας (με «αεροδρόμο ταχύτητα») και του τρόπου αφίξεως στην οικία της Θεοτόκου (με «ηχηρή βροντή»). Το δεύτερο στοιχείο αποτελεί μία, ακόμα, καινοτομία σε σχέση προς παράλληλες διηγήσεις της εκκλησιαστικής γραμματείας: οι απόστολοι συνάζονται στα Ιεροσόλυμα για την «επιμέλεια της κηδείας», δηλαδή για να φροντίσουν τα της κηδεύσεως. Επομένως, σύμφωνα με τη διήγηση του Θεογνώστου, οι απόστολοι δεν προέφθασαν ζωντανή τη Θεοτόκο, ούτε προφανώς μετεφέρθησαν για το σκοπό αυτό στα Ιεροσόλυμα. Η όλη αποστολή τους εξηντλείτο στην μέριμνα των της κηδεύσεως, ίσως δε μόνο στην απλή παρουσία κατά την κήδευση, εφόσον ο Θεόγνωστος επισημαίνει οτι έφθασαν στην οικία της Θεοτόκου «την ώρα της κηδείας» [II, σ. 458]…»[92], Ο Ισίδωρος Θεσσαλονίκης (+ l200) είναι ένας ακόμα εκκλησιαστικός συγγραφέας, ο οποίος εκθέτει αναλυτικώς τα γεγονότα τη Κοιμήσεως και η διήγησή του είναι η πληρέστερη σχετικά με αντίστοιχες άλλων συγγραφέων. Ο Νικηφόρος Χούμνος (+1270), στο έργο του Θέσπισμα, αναφέρεται στην κοίμηση, όπου αναφέρεται επίσης ότι: «…η εορτή της Κοιμήσεως επεκράτησε σύμφωνα με παλαιά παράδοση, τονίζει δε ότι η εορτή τελείται «στο μέσο του μηνός» (επομένως στις 15 Αυγούστου), ότι προηγείται της εορτής η νηστεία και ότι ο εορτασμός επιτελείται από την αρχή του μηνός, κορυφούμενος την τελευταία αυτή ημέρα[93]…»[94].Πότε «εκοιμήθη» η Παναγία;Δεν έχει καθοριστεί με ακρίβεια πότε έγινε αυτό. Ο Βaronius δέχεται ότι η Θεοτόκος μετέστη προς Κύριον το 48 έτος[95], αλλά στηρίζεται σε ανύπαρκτη αναφορά του Ευσεβίου[96]. Πριν από αυτόν ο Νικηφόρος ο Κάλλιστος αποδέχεται ως έτος κοιμήσεως της Θεοτόκου το 45ο έτος δηλ το 5ο έτος της βασιλείας του Κλαυδίου, όπως αναφέρει, και καθορίζει τα έτη ζωής της Παναγίας ως εξής: Τριετής εισέρχεται στον Ναό, ενδεκαετής παραδίδεται στον Ιωσήφ, μετά 4 μήνες στην οικία του Ιωσήφ, ευαγγελίζεται υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ και «τίκτει το φως του κόσμου χρόνων υπάρχουσα 15, τη 25η του Δεκεμβρίου μηνός είτα έτερα λγ΄[33] έτη ζεί… και μετά την σταύρωσιν εν τη του Ιωάννου διετέλεσε ιά [11], ως ομού τα έτη ταύτης ν΄[50] και θ΄ [9] συνάγεσθαι…»[97].Ο Ανδρέας Κρήτης ο Ιεροσολυμίτης αναφέρει ότι η Παναγία μετέστη προς Κύριον σε βαθειά γεράματα[98]. Κατά τον 11ο αιώνα ο Κεδρηνός αναφέρει ότι: «…Μετά την του Κυρίου ανάληψιν η Θεοτόκος εν Σιών διέτριβε έως της τελευτής αυτής… παρέδωκε δε την ψυχήν αυτής ετών ούσα 72…»[99].———————————————————————————————–
[1] «Εν Σπουρλάκου-Ευτυχιάδου, Παναγία Θεοτόκος, σ. 67, σημ. 2, σημειώνεται ότι το Εγκώμιο του Μοδέστου είναι το πρώτο θεολογικό κείμενο περί της Κοιμήσεως. Εν Χρήστου, όμως, Πατρολογία, Ε’, σ .496, σημ. 39 αμφισβητείται η θέση ότι πρόκειται περί του αρχαιοτέρου κειμένου».[2] PG 86,3227B-3312C.[3] Γ.Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.[4] Eusebius Scr. Eccl., Theol., Commentarius in IsaiamBook 1, section 88, line 42.[5] Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., De coemeterio et de cruceVol 49, pg 394, ln 15.[6] Procopius Rhet., Scr. Eccl., Commentarii in IsaiamPage 2224, line 32.[7] Ανήκε δηλαδή στη «θρησκεία» των 10 εντολών και των προφητών που διακήρυσσαν την έλευση του Χριστού.[8] Κατά Λουκά ευαγγέλιο, α΄ 80: «…το δε παιδίον ηύξανε και εκραταιούτο πνεύματι, και ην εν ταις ερήμοις έως ημέρας αναδείξεως αυτού προς το Ισραήλ…».[9] Για την Μαρία η οποία αναφέρεται ως «αδελφή» της Παναγίας και ότι ήταν γυναίκα του Κλεώπα, αδελφού του Ιωσήφ, παραθέτω το εξής κείμενο: «Τις έστιν η αδελφή της μητρός του Κυρίου; του Κλεώπα μεν εστί γυνή, συγγενής δε της Θεοτόκου, κατά λόγον καί ου κατά φύσιν, δια το τον Ιωσήφ τον της Παρθένου μνηστήρα αδελφόν είναι του Κλεώπα, καθώς φησίν Επιφάνιος ο της Κύπρου, καί Ιώσηππος ιστορεί. Ει γάρ και αδελφήν είπεν ο Ευαγγελιστής της Θεομήτορος την του Κλεώπα Μαρίαν, αλλά δια την συγγένειαν τούτο είρηκεν. Έθος γαρ τούτο τοις παλαιοίς το τους αγχιστεύοντας αδελφούς καλείν, καθώς φησίν Ισαάκ προς Αβιμέλεχ τόν βασιλέα περί της Ρεββέκκας, ότι “αδελφή μου έστι,” καίτοι γυνή αυτού ήν· και ο Κύριος δια του προφήτου προς τον εαυτού Πατέρα, “αναγγέλλω το όνομά σου τοις αδελφοίς μου,” “ότι προάγω υμάς εις την Γαλιλαίαν·” ουδαμού γαρ εύρηται παρά τη θεία γραφή εμφερόμενον τούτο, ότι γεγέννηται έτερον τέκνον τοις δικαίοις Ιωακείμ και Άννα πλην της θεόπαιδος. Ότι τέσσαρες Μαρίαι έμφέρονται διαφόρως έν τοίς θείοις Ευαγγελισταίς, καί πρώτη Μαρία η Θεοτόκος, η παρά τω Ματθαίω καί Μάρκω λεγομένη Μαρία, η του Ιακώβ του μικρού και Ιωσή μήτηρ. Λέγεται δε μήτηρ αυτών θέσει και ου φύσει δια το είναι τον μνηστήρα Ιωσήφ πατέρα αυτών. Δευτέρα Μαρία η Μαγδαλινή, αφ’ ης εκβεβλήκει ο Κύριος επτά δαιμόνια. Τρίτη Μαρία η του Κλεώπα γυνή, αδελφή δε λεγομένη παρά τω Ευαγγελιστή Ιωάννη της Θεοτόκου δια την συγγένειαν, και δια τον μνηστήρα Ιωσήφ ως είρηται είναι αδελφόν του Κλεώπα. Τετάρτη Μαρία η σώφρων, η του Λαζάρου αδελφή». (Catenae (Novum Testamentum), Catena in Joannem (catena integra) (e codd. Paris. Coislin. 23 + Oxon. Bodl. Auct. T.1.4) Page 393, line 9). Σε άλλο όμως κείμενο (Georgius Cedrenus Chronogr., Compendium historiarum Volume 1, page 328, line 23), αναφέρεται ότι: « … Μετά δε πενταετή χρόνον υπέστρεψεν Ιωσήφ εις Ναζαρέτ εξ Αιγύπτου, και έλαβε την θυγατέραν αυτού Μαρίαν Κλεόπας ο αδελφός αυτού ομοπάτριος και ομομήτριος, και εξ αυτής εγέννησε τον Συμεών…».[10] «…είπεν δε προς αυτόν ο άγγελος: Μη φοβού Ζαχαρία, διότι εισηκούσθη η δέησίς σου, και η γυνή σου Ελισάβετ γεννήσει υιόν σοι, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιωάννην…» (Novum Testamentum, Evangelium secundum Lucam Chapter 1, section 13, line 3).[11] Για την γενεαλογική προέλευση του Ιωσήφ υπάρχει μεγάλη και συγκεχυμένη ιστορία που δεν είναι της παρούσης στιγμής η διερεύνησή της. Παραθέτω εδώ μέρος της αναφοράς στο θέμα του Ιωάννη του Δαμασκηνού (Scr. Eccl. Theol., Expositio fidei Section 87,line 36): «…Ότι μεν ούν ο Ιωσήφ εκ Δαυιδικού φύλου κατάγεται, ο Ματθαίος και Λουκάς, οι ιερώτατοι Ευαγγελισταί, διαρρήδην υπέδειξαν, αλλ’ ο μεν Ματθαίος εκ Δαυίδ δια Σολομώντος κατάγει τον Ιωσήφ, ο δε Λουκάς δια Νάθαν. Της δε αγίας αειπαρθένου την γέννησιν και αμφότεροι παρεσιώπησαν. Χρή ούν ειδέναι, ως ουκ ην έθος Εβραίοις ουδέ τη θεία γραφή γενεαλογείσθαι γυναίκας. Νόμος δε ην μη μνηστεύεσθαι φυλήν εξ ετέρας φυλής. Ο δε Ιωσήφ εκ Δαυιδικού καταγόμενος φύλου, δίκαιος υπάρχων (τούτο γαρ αυτώ μαρτυρεί το θείον ευαγγέλιον), ου αν παρανόμως την αγίαν παρθένον προς μνηστείαν ηγάγετο, ει μη του αυτού σκήπτρου κατήγετο. Δείξας τοίνυν το του Ιωσήφ καταγώγιον ηρκέσθη. Χρη δε και τούτο ειδέναι, ως νόμος ην αγόνου ανδρός τελευτώντος τον τούτου αδελφόν την του τελευτηκότος γαμετήν προς γάμον άγεσθαι και εγείρειν σπέρμα τω αδελφώ. Το ουν τικτόμενον κατά φύσιν μεν του δευτέρου ήτοι του γεγεννηκότος ην, κατά δε νόμον του τελευτήσαντος. Εκ της σειράς τοίνυν του Νάθαν του υιού Δαυίδ Λευί εγέννησεν τον Μελχί και τον Πάνθηρα. Ο Πάνθηρ εγέννησε τον Βαρπάνθηρα ούτως επικληθέντα. Ούτος ο Βαρπάνθηρ εγέννησε τον Ιωακείμ, Ιωακείμ εγέννησε την αγίαν Θεοτόκον. Εκ δε της σειράς Σολομώντος του υιού Δαυίδ Ματθαν έσχε γυναίκα, εξ ής εγέννησε τον Ιακώβ. Τελευτήσαντος δε του Ματθάν Μελχί εκ της φυλής του Νάθαν, ο υιός Λευί, αδελφός δε του Πάνθηρος, έγημε την γυναίκα του Ματθάν, μητέρα δε του Ιακώβ, και εξ αυτής έσχε τον Ηλί. Εγένοντο ούν αδελφοί ομομήτριοι Ιακώβ και Ηλί, ο μεν Ιακώβ εκ της φυλής Σολομώντος, ο δε Ηλί εκ της φυλής Νάθαν. Ετελεύτησε δε ο Ηλί, ο εκ της φυλής του Νάθαν άπαις, και έλαβε Ιακώβ, ο αδελφός αυτού ο εκ της φυλής Σολομώντος την γυναίκαν αυτού και εγέννησε τον Ιωσήφ. Ο ούν Ιωσήφ φύσει μεν εστιν υιός Ιακώβ εκ του καταγωγίου του Σολομώντος, κατά δε νόμον Ηλί του εκ Νάθαν. Ιωακείμ τοίνυν την σεμνή ντε και αξιέπαινον Άνναν προς γάμον ηγάγετο. Αλλ’ ώσπερ η πάλαι Άννα στειρεύσασα δι ευχής και επαγγελίας τον Σαμουήλ εγέννησεν, ούτω και αύτη δια λιτής και επαγγελίας προς θεού την θεοτόκον κομίζεται…».[12] Κατά Ματθαίον β΄ 19: «Ιωσήφ δε ο ανήρ αυτής, δίκαιος ών και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν…».[13] Κατά Ματθαίον β΄ 20-21.[14] Τιμοθέου Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας: Η ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΙΑ ΤΗΣ ΘΟΤΟΚΟΥ ΜΑΡΙΑΣ, Εν Αθήναις 1922.[15] «…η δε Θεοτόκος, ηνίκα απεχώρησεν ο άγγελος, ήλθεν εις την ορεινήν ήτοι την Βηθλεέμ (υψηλότερος γαρ της Ναζαρέτ ούτος ο τόπος) και ησπάσατο την Ελισαβέτ, εξαδέλφην αυτής ούσαν, και εγνώρισεν αυτή την οπτασίαν του αγγέλου, και ότι άρρεν έσχε…» (Georgius Cedrenus Chronogr. Compendium historiarum Volume 1, p. 327,l. 9.).[16] Αυτός ο Ιωάννης είναι ο Θεολόγος, συγγραφέας του κατά Ιωάννην ευαγγελίου, της Αποκάληψης και τριών επιστολών. Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είχε πεθάνει. Ο Ιωάννης ο Θεολόγος, συγγενής του, ήταν από τους πρώτους που πίστευσαν τον Ιησού, ήταν πλούσιος και κατείχε ανώτατη θέση στην κοινωνία της Ιερουσαλήμ, όπου και μόνος εκ των μαθητών του Χριστού, είχε οικία στην Ιερουσαλήμ (Χρυσ. Παπαδ., ως άνω σ. 1).[17] Κατά Ιωάννην ιθ΄ 26-27.[18] Γ. Ν. Φίλια: «Οι Θεομητορικές Εορτές στη Λατρεία της Εκκλησίας.» Εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ, Αθήνα 2002.[19] 1, σ. 375 (13-22).[20] 1, σσ. 375 (2)-376 (2).[21] 3, σσ.378(21)-379(3).[22] « Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι παραμένει -ακόμα και κατά τις συγκεκριμένες δύσκολες στιγμές- η αγωνία της Θεοτόκου για την ενότητα των μαθητών. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει την ιδιότητα της Θεοτόκου ως μητέρας των πιστών.»[23] «Στο σημείο αυτό η διήγηση ανακαλεί στη μνήμη μας αντίστοιχη του Ευαγγελισμού, σύμφωνα με την οποία η Θεοτόκος αμφισβητώντας τα υπό του αγγέλου εξαγγελόμενα, ζητά να μάθει το όνομά του. Στην περί Κοιμήσεως διήγηση, βεβαίως, το αίτημα της Θεοτόκου να μάθει το όνομα του αγγέλου δεν συνδέεται με κάποια αμφισβήτηση του αγγελικού μηνύματος.».[24] 3, σ.379 (4-9).[25] 3, σ.379 (9-15).[26] «Ακόμα μία ιδιαιτερότητα της διηγήσεως του Ιωάννη είναι το περί παρουσίας του αγγέλου πλησίον της Θεοτόκου μετά από την αναγγελία της επικείμενης Κοιμήσεως».[27] 3, σ.379 (16-27).[28] 3, σσ. 379 (28)-380 (5).[29] 3, σ. 380 (6-15).[30] 4, σ. 380 (16-20).[31] 4, σσ. 380 (20)-381 (5).[32] 5, σ. 381 (6-21).[33] 5, σσ. 381 (22)-382 (26).[34] 5, σσ. 382 (27-383 (20).[35] 6, σσ. 383 (20)-384 (25).[36] 6, σ. 384 (26)-385 (12).[37] 6, σσ. 385 (12)-386 (3).[38] 7, σ. 386 (4-16).[39] 7, σσ. 386 (16)-387 (24).[40] 8, σσ. 387 (25)-388 (18).[41] 8, σσ.388 (19)-389 (19).[42] 8, σ. 389 (20-33).[43] 9, σσ. 390 (1)-391 (2).[44] 10,11, σσ. 391 (3)-395 (24).[45] «Στο σημείο αυτό μαρτυρείται και πάλι ο φόβος της Θεοτόκου μήπως η ψυχή της παραληφθεί από αγγέλους, προφανώς «του σκότους».»[46] 12, σσ, 395 (25)-396 (25).[47] 12, σσ. 396 (26)-397 (17).[48] 12, σ. 397 (18-31).[49] 13, σσ. 398 (1)-399 (12).[50] 13, σσ. 399 (13)-401 (26).[51] Φίλιας, ως άνω.[52] Tillemont: Memoires pour server á l’ histoire Ecclesiastique t I pp. 73 491-493 Note XIII.[53] Ιωάν. Δαμασκηνού λόγ. Β΄. εις την κοίμησιν της Θεοτόκου. Patrolog. Mignet. 96 p. 748. Νικηφόρ. Καλ. Εκκλης. Ιστορία ΙΙ. 23.[54] Νικηφ. Καλ. Εκκλ. Ιστορία XV. 14.[55] Χρυσοστόμου Α. Παπαδοπούλου: Περί του τόπου της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, Εν Ιεροσολύμοις 1896, σ. 10 κ. ε.[56] Φίλιας, ως άνω.[57] Λόγος Β’, 4, σ. 136.[58] Λόγος Β’, 4, σσ.136-137.[59] Λόγος Β’, 5, σ.138.[60] Λόγος Β’, 6, σ. 138.[61] Λόγος Β’, 6, σ. 140.[62] Λόγος Β’,6, σ.140.[63] Λόγος Β’,7, σ.142.[64] «Υμνούν τη Θεοτόκο, η οποία «έλυσε τα επιτίμια της παραβάσεώς τους» (Λόγος Β’, 8, σ. 144).»[65] Λόγος Β’, 8, σσ. 144-146.[66] Λόγος Β’, 9, σ. 146.[67] Λόγος Β’ 10, σ.148.[68] Λόγος Β’ 10, σσ. 148-150.[69] Λόγος Β’,11, σ. 150.[70] Λόγος Β’,11, σσ. 150-152.[71] Λόγος Β’, 12, σ.152.[72] Λόγος Β’, 12, σσ. 152-154.[73] Λόγος Β’, 13, σσ. 154-156.[74] Λόγος Β’, 14, σ. 156.[75] Φίλιας, ως άνω.[76] §9, σ. 50.[77] §13-15, σσ. 51-52.[78] §16, σ. 52.[79] §17, σ. 52.[80] 360B-C.[81] 360C-364B.[82] 364C-D. «Ας σημειωθεί ότι, το γεγονός της επιδόσεως «βραβείου» δεν αναφέρεται στην εκτενή περιγραφή της επισκέψεως του αγγέλου, αλλά εκ των υστέρων, κατά τη συγκέντρωση συγγενών και φίλων στην οικία της Θεοτόκου.»[83] 365Α-Β.[84] 365B-C.[85] 365C-368B. «Το κείμενο δεν διευκρινίζει το γιατί ο απόστολος Παύλος δεν ήλθε μαζύ με τους υπόλοιπους αποστόλους. Τρεις αιώνες αργότερον του Γερμανού, ο μοναχός Επιφάνιος (+1015) επισημαίνει ότι ο Παύλος ευρίσκετο στην Έφεσο όταν «ηρπάγη» για να παρευρεθεί στην κήδευση τη Θεοτόκου (Περί του βίου της υπεραγίας Θεοτόκου, κγ’, PG 120, 212D-213A). Ασχέτως προς την ιστορικότητα, το γεγονός υποκρύπτει προφανώς ένα συμβολισμό: ο απόστολος Παύλος δεν ανήκε στον αρχικό πυρήνα των δώδεκα αποστόλων και, ως εκ τούτου, δεν συγκαταλέγεται στην ομαδική μετακίνηση των αποστόλων προς τα Ιεροσόλυμα. Η ιδιαίτερη έλευσή του, όμως, καθώς και η ιδιαίτερη τιμή την οποία του επεφύλαξαν οι απόστολοι αποσκοπεί να καταδείξει ότι όχι μόνο είχε συγκαταριθμηθεί στη χορεία των αποστόλων, αλλά και ότι στη συνείδηση των περί τη νεκρική κλίνη παρευρισκομένων, το έργο του Παύλου περιεποιείτο ιδιαίτερης τιμής και αναγνωρίσεως.»[86] 368B-C.[87] 368D-369B.[88] «Ων εκ χειρών (των αποστόλων Πέτρου και Παύλου), πάντων αποσκοπούντων το άχραντον αφηρπάγη της Παρθένου σώμα. Και ο μεν αρπάσας αυτό, πάσιν αβλεπτος• Θεός γαρ ην αθεώρητος• η δε σινδών εν νεφέλη κούφη εν τη σαρκικώς προφητευομένη κoύφη νεφέλη, ταις χερσί τότε των αποστόλων, κούφως ανεμιζομένη κατεφάνη (369C).»[89] 369C-372A.[90] Φίλιας, ως άνω.[91] II, σ. 458 (36-39).[92] Φίλιας, ως άνω.[93] «Την της Κοιμήσεως εορτήν, ην κατ’έθος πάλαι κρατήσαν, εν μιά δη τινι των ημερών, μέση του μηνός, πανηγυρίζομεν, νηστεία τας προ αυτής πρότερον αγνισθέντες… Αλλά τοι μίαν είναι την εορτήν, εφ’όλας μεριζομένην τας απ’αρχής του μηνός μέχρι της νυν διαφερόντως γε τιμωμένης, και δη της τελευταίας, τούτο δειν οίμαι, καν τω παρόντι βούλομαι νομοθετήσαι (1571B-C).»[94] Φίλιας ως άνω.[95] Baron. Annales Eccles. Ad Ann. 48 §19.[96] Tillemont Memoires t. I. p. 491.[97] Νικηφ. Εκκλ. Ιστορ. 11, 3.[98] Ανδρ. Κρήτης Λογ. Α΄. εις την Κοίμησιν της Θεοτόκου. Patrog. Migue. t. 97 p. 1060.[99] Κεδρην. Σύνοψ. Ιστορική 1. p. 329. 330 edit. Bonn.