Προσκυνηματική ολονύκτια πνευματική πεζοπορία εις ανάμνηση και ταπεινή προσέγγιση του άλματος και υποδείγματος Ζωής του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου – Περπατάμε και προσευχόμαστε για το Καλό, για όλον τον Κόσμο, με την Κίνηση Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ
Έχουμε τον άφθαρτο πλούτο μέσα στην αυλή μας – Ας τον αξιοποιήσουμε όσο μπορούμε!
Κάθε φυσική δραστηριότητα που δοκιμάζει τα όρια του καθενός, αποκτά άλλη διάσταση, όταν συνδέεται με πνευματικές αναφορές και ανησυχίες !
Την Παρασκευή το βράδυ, 26/5/2023, παραμονή της εορτής του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, θα μεταβούμε, όπως κάθε χρόνο, στα Ψαχνά Ευβοίας, απ’ όπου θα ξεκινήσουμε μία πνευματική ημιμαραθώνια πεζοπορία, 20 περίπου χιλιομέτρων, μέχρι το Ν. Προκόπι Ευβοίας, όπου βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου, που γιορτάζει το Σάββατο, 27/5/2023.
Η πεζοπορία αυτή αποτελεί πνευματικό άθλημα με σωματική κίνηση, ψυχική αγαλλίαση και πνευματική ανάταση, που διενεργείται κάθε χρόνο από εκατοντάδες προσκυνητές, που επιθυμούν να αφιερώσουν χρόνο και ψυχοπνευματικό δυναμικό στην αναζήτηση του Κυρίου των Δυνάμεων και τελείται εν σιωπή και προσευχή.
Μαζί με πολλούς άλλους αδελφούς, κυριολεκτικά εκατοντάδες, ακόμη και παιδιά, θα βαδίσουμε μέσα στη νύχτα, μια δύσκολη και πανέμορφη διαδρομή, που διασχίζει τις κεντρικές οροσειρές της Εύβοιας, μέσα από ένα τοπίο εκπληκτικής φυσικής ομορφιάς, με δάση, νερά, σε πολλά σημεία δίπλα από το ποτάμι του Κηρέα, μέσα από το κατάφυτο φαράγγι του, μέσα από το Καταφύγιο Άγριας Ζωής του Δαφνώντα, παρέα με το σκοτάδι, το λαμπερό γαλαξία και τους μαγευτικούς ήχους της φύσης.
Μία πορεία νήψης, προσευχής και διαρκούς «διαλογισμού», ενός ιδιαίτερου διαλόγου, που αναπτύσσει φυσικά ο άνθρωπος με τον εαυτό του και το Δημιουργό του, τις ώρες εκείνες, που η ψυχή του κενώνεται από το εγώ της και ξεχειλίζει από την απροϋπόθετη χαρά του δώρου της Ζωής και την όλα συνέχουσα Αγάπη, συμβαδίζοντας με το ΠΑΝ, στην εξελικτική πορεία του Σύμπαντος Κόσμου προς την των Πάντων Ενότητα!
Βγαίνοντας νικητές από μια μεγάλη δοκιμασία για όλη την ανθρωπότητα, μετά από μνημονιακές καταρρεύσεις, υγειονομικούς εφιάλτες, πολέμους και διαρκή εξωτερική ανασφάλεια, είναι μία ευκαιρία να αναλογιστούμε από πού απορρέει η ΑΣΦΑΛΕΙΑ και η ΖΩΗ και να αναπέμψουμε Ευχαριστία προς Τον τα Πάντα Ζωοδοτούντα και Συνέχοντα Κύριο για τις σπουδαίες δωρεές της Ζωής και των αγαθών της!
Εφέτος θα πορευθούμε μέσα από το παλιό δασικό μονοπάτι, που ξεκινά από τη θέση Άγιος και μέσω του βουνού φθάνει στο Προκόπι.
Στο Προκόπι θα φθάσουμε ξημερώματα, για να παρακολουθήσουμε την πανηγυρική θεία Λειτουργία και τη Λιτάνευση του άφθαρτου λειψάνου του Αγίου.
Η συμμετοχή στην πεζοπορία και στην εορτή αποτελεί μία μυσταγωγία, που αξίζει να ζήσετε τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σας!
Όσοι θέλετε να έρθετε μαζί μας, στείλτε μας έγκσιρα μήνυμα, για να προγραμματίσουμε τα αυτοκίνητα.
Πρέπει να είστε ελαφρά ντυμένοι για πεζοπορία, με ελαφρύ μπουφάν γιατί έχει υγρασία το βράδυ, άνετα παπούτσια πεζοπορίας, που να προστατεύουν ή δυνατόν τον αστράγαλο, να έχετε μαζί σας νερό, κολατσιό και -όσοι έχετε – το κομποσχοίνι σας.
Από Αθήνα θα φύγουμε στις 22.00′ και από τον Άγιο θα ξεκινήσουμε την πεζοπορία μας στις 11.30′.
Το σημείο που θα αφήσουμε τα αυτοκίνητα και θα ξεκινήσουμε στο μονοπάτι είναι ΕΔΩ:
Λίγα λόγια για το βίο του Αγίου:
Άγιος Ιωάννης ο Ρώσος:
Γέννηση – στράτευση – αιχμαλωσία
Ο Όσιος Ιωάννης γεννήθηκε σ’ ένα χωριό τής Μικράς Ρωσίας, γύρω στο 1690, από γονείς ενάρετους και πιστούς και από την παιδική ηλικία έμαθε τα ιερά γράμματα.
Όταν έφθασε σε νόμιμη ηλικία στρατεύθηκε, ενώ βασίλευε στη Ρωσία ο Μ. Πέτρος. Έλαβε μέρος στο μεγάλο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1710-1711), ο όποιος ήταν ατυχής για την πατρίδα του, και μαζί με χιλιάδες άλλους Ρώσους αιχμαλωτίστηκε από τους Τατάρους. Αυτοί τον πούλησαν στη συνέχεια σ’ έναν ‘Οθωμανό Αξιωματικό Ίππαρχο, καταγόμενο από το Προκόπιο της Μικράς Ασίας, κωμόπολη της Καππαδοκίας, η οποία ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της Καισαρείας.
Πολλοί από τους αιχμαλώτους συμπατριώτες του αρνήθηκαν την αγία πίστη του Χριστού και ασπάσθηκαν το Ισλάμ, είτε γιατί δελεάσθηκαν από υποσχέσεις και προσφορές υλικών αγαθών είτε γιατί κάμφθηκαν από τούς φόβους των απειλών και τούς πόνους των βασάνων και των μαρτυρίων στα οποία τους υπέβαλαν.
Ο Ιωάννης, όμως, παρέμεινε αφοσιωμένος και ατρόμητος αθλητής του Ιησού Χριστού και της πίστεώς του.
Ως «ελεύθερος πολιορκημένος» περιγράφεται στο παρακάτω τροπάριο:
«Ως απήχθης αιχμάλωτος και το σώμα δεδούλωσαι, την ψυχήν αδούλωτον διετήρησας, ερηρεισμένος τοις δόγμασι, της πίστεως όσιε, και ηγώνισαι στερρώς, τα ονείδη και σκώμματα, γνώμη κρείττονι, των απίστων ως θείας αναβάσεις, υπομένων Ιωάννη· όθεν αξίως δεδόξασαι».
Ομολογία ενώπιον του Ιππάρχου αφέντη του
Μιμούμενος το θάρρος των αγίων μαρτύρων της πίστεώς μας, απαντούσε στις εκβιαστικές προσκλήσεις του Ιππάρχου αφέντη του: “ουδέν με χωρίσει της αγάπης του Χριστού μου, ούτε αι απατηλαί υποσχέσεις των επιγείων και πρόσκαιρων αγαθών, ούτε οι αικισμοί, οι ραβδισμοί και αι σκληρότεραι τούτων βάσανοι έχων προ οφθαλμών τον σωτήρα μου, όστις ως βασιλικήν κοιτίδα έσχε την φάτνην της Βηθλεέμ, ευχαρίστως αναπαύομαι εις την σκοτεινήν γωνίαν του σταύλου σου, ένθα με κατεδίκασας να διαμείνω, και αύτη μοι φαίνεται παράδεισος, εν όσω πρεσβεύω το σωτήριον θρήσκευμα του Ίησού μου, έχων δ’ υπ’ όψιν τον κάλαμον, δι’ ου την κεφαλήν του σωτήρος μου έτυψαν, ευχαρίστως δέχομαι τους υπέρ αυτού ραβδισμούς”, ενθυμούμενος δε τον ακάνθινον στέφανον, ον επί την κεφαλήν αυτού επέθηκαν, έτοιμος είμι μετά χαράς να υπομείνω την αρύταιναν, ην πεπυρακτωμένην συνηθίζετε να φορήτε στους ανθισταμένους εις τας θελήσεις υμών, τέλος τα μεγαλύτερα δεινά πρόθυμος είμι να υποστώ χάριν του Χριστού μου, όστις, διά του επί του Σταυρού μαρτυρικού θανάτου αυτού, εδίδαξεν ημάς την καρτερίαν, το θάρρος και την υπομονήν και αυτού του σκληροτέρου θανάτου, ως αρχής νέας υπάρξεως και αιωνίου μακαριότητος” εγώ είμι Ρώσσος, πιστός τοσούτον εις τον επίγειον βασιλέα μου όσον και εις τον ουράνιον, ουδέποτε θα αρνηθώ την αληθή θρησκείαν των γονέων μου” και εν όσω με αφήνεις ελεύθερον να εκτελώ όσα απαιτεί παρ’ εμού η θρησκεία μου, πρόθυμος ειμί εις τας προσταγάς σου να πράξω οιανδήποτε εργασίαν και αν δύνωμαι υπέρ σου οπόταν όμως πειραθής να μ’ αποσπάσης εκ των φιλόστοργων κόλπων της φιλανθρώπου θρησκείας του Ιησού μου, είτε δι’ απειλών, είτε δια των απατηλών υποσχέσεων του πλούτου, της δόξης και παντός επιγείου αγαθού, α τινά εισίν άστατα και αβέβαια, γίνωσκε καλώς ότι ουδέν τούτων δύναται ποτέ να με δελεάση και την πίστιν μου να κλονίση. Χριστιανός εγεννήθην και χριστιανός θέλω αποθάνη…”
Αυτή του η πιστότητα και η μετά παρρησίας ομολογία του Χριστού, ενώπιον των ανθρώπων, του χάρισε τον πολύ τιμητικό και ευαγγελικό τίτλο του νέου ομολογητού.
Στη δήλωση του αγίου Ιωάννου «Χριστιανός εγεννήθην και Χριστιανός θέλω αποθάνη…» έχουν εφαρμογή και οι λόγοι του Μεγάλου Βασιλείου, στο εγκώμιο του προς τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες: «Ω μακάριαι γλώσσαι, όσαι την ιεράν εκείνην αφήκαν φωνήν (χριστιανός είμι) ην ο αήρ μεν δεξάμενος ηγιάσθη, άγγελοι δε ακούσαντες επεκρότησαν, ο διάβολος μετά των δαιμόνων ετραυματίσθη, ο Κύριος δε εν ουρανοίς απεγράφετο».
Μαρτυρικός καί όσιακός βίος
Η ακλόνητη πίστη του και η στέρεη προς το Θεό αγάπη του εκφράστηκε ακόμη με τη μεγάλη του ταπείνωση και την εργατικότητά του και κυρίως με την υπομονή του στην κακομεταχείριση του αφέντη του και στις ύβρεις και τα πειράγματα των Οθωμανών, οι οποίοι τον φώναζαν «κιαφίρη», δηλαδή άπιστο.
Με επιμέλεια και πολλή στοργή φρόντιζε τα ζώα, μέσα στο σκοτεινό σταύλο, κι εκεί ξάπλωνε το κουρασμένο του σώμα για να αναπαυθεί, προσευχόμενος και δοξάζων, ως άλλος Ιώβ, το Θεό.
Ένα προσόμοιο του Μεγάλου Εσπερινού λέγει σχετικά: «Του Ιώβ την ανένδοτον, καρτερίαν μιμούμενος, ακλινής και άσειστος θείω πνεύματι, ταις επελθούσαις κακώσεσι, και θλίψεσιν έμεινας, και εν κόπρω την ζωήν, διανύων πεπλήρωσαι, οσμής κρείττονος και πολλής ευωδίας ουρανόθεν, Ιωάννη θεοφόρε, της χορηγίας της χάριτος».
Σιγά-σιγά κέρδισε, μ’ αυτόν του τον τρόπο, τη συμπάθεια του Οθωμανού αφέντη και της συζύγου του, οι οποίοι του παρεχώρησαν, μάλιστα, ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στον αχυρώνα, για να μένει εκεί. Εκείνος, όμως, δε δέχθηκε και εξακολούθησε να κοιμάται στον αγαπημένο του σταύλο, καταπονώντας το σώμα του με κακοπέραση και άσκηση, η οποία του εξασφάλιζε την ευωδία του αγίου Πνεύματος.
Έχοντας, όπως λέγει ένα τροπάριό του, «κοιτώνα το ιπποστάσιο, τροφήν τας ύβρεις και τα λακτίσματα» και υπομένοντας το ψύχος και τη γυμνότητα για χάρη του Χριστού «καθαρός τω σώματι και ψυχή όλος γέγονε».
Χαρά του και λαχτάρα του η προσευχή.
Η αδιάλειπτη επικοινωνία με τον Κύριό του, τον Ιησού Χριστό, στα χέρια του οποίου άφηνε όχι μόνο τους πόνους και τα βάσανά του, αλλά τη ζωή του ολόκληρη. Εφήρμοζε το «προσευχής καιρός έστω άπας ο βίος». Ή εμπιστοσύνη του ελπιδοφόρα. Η καρδιά του «καιομένη». Ο σταύλος ήταν ο τόπος πού συναντούσε καθημερινά Τον λατρευτό του, ενώ τις νύκτες τον αναζητούσε στο νάρθηκα της Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, η οποία ήταν δίπλα στην οικία του αφέντη του λαξευμένη σ’ ένα βράχο. Εκεί έκαμε όρθιος τις αγρυπνίες του και αποδιώχνοντας το νυσταγμό των βλεφάρων του εκοίμιζε τα άτακτα πάθη του σώματος. Η διάνοιά του δια της αγρυπνίας «ως διά πτερύγων επέτετο και υψώνετο προς τερπνότητα του Θεού». Η τέλεια ένωση, όμως, με το ζωοδότη Χριστό γινόταν κάθε Σάββατο, όταν ο υπόδουλος Ιωάννης «μετείχε ξενίας δεσποτικής και αθανάτου τραπέζης», γενόμενος κοινωνός του αχράντου Σώματος και του τιμίου Αίματος του Σωτήρος Ιησού Χριστού. Ανταποκρινόταν ως δούλος ευγνώμων στην πρόσκληση και προτροπή του Κυρίου του δείπνου «Λάβετε φάγετε τούτο μου έστι το σώμα…» και «Πίετε εξ αυτού πάντες τούτο έστι το αίμα μου…»,γιατί έπίστευε πλήρως τη διαβεβαίωση του Ζωοδότου «ο τρώγων μου την σάρκα καί πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Στο πρόσωπό του είχε εφαρμογή το ψαλμικό: «Ήτοίμασας ενώπιόν μου τράπεζαν, εξεναντίας των θλιβόντων με. Ελίπανας εν ελαίω την κεφαλήν μου, και το ποτήριον σου μεθύσκον με ωσεί κράτιστον». Η συμμετοχή στο ποτήριον της ζωής του χάριζε εκείνη την κατάσταση της οικειότητος μετά του Θεού που ονομάζεται «παρρησία». Πραγματικά συμβαίνει με το Χριστό αυτό που διδάσκουν οι κατ’ έξοχήν ευχαριστιακοί Πατέρες: [ «…ους εγέννησεν οικείω τρέφει διηνεκώς αίματι». Μας τρέφει ο Χριστός για να ζούμε στη χαρά και την ευφροσύνη της δικής του αναστάσεως. Για να συνειδητοποιούμε πώς η μυστηριακή ζωή δίνει νόημα στη ζωή μας και η εκκλησία είναι η πατρίδα μας (ιερός Χρυσόστομος). Για να πορευόμαστε με το όραμα της δικής Του Βασιλείας καταρτιζόμενοι «προς τον εξ αναστάσεως βίον» (Μ. Βασίλειος) βιώνοντάς τον από τώρα στο τραπέζι της ευχαριστίας, στο πασχάλιο δείπνο της ζωής. Ο βίος αυτός συμβαδίζει με τη συσταύρωση, τη μίμηση της μέχρι θανάτου υπακοής του Χριστού.
Λέγει πάλι ο Μ. Βασίλειος : «Ποίω λόγω δει εσθίειν το σώμα και πίνειν το αίμα του Κυρίου; εις ανάμνησιν της του Κυρίου μέχρι θανάτου υπακοής, ίνα οι ζώντες μηκέτι εαυτοίς ζώσιν, αλλά τω υπέρ αυτών αποθανόντι και εγερθέντι». Ο άγιος Ιωάννης είχε στη ζωή του αυτή τη σταυρώσιμη διάθεση και το αναστάσιμο ήθος, γιατί συναντούσε το Θεό και «τον κόσμον εν τω Θεώ». Συναντούσε τον κόσμον σ’ όλη τη θλιβερή του κατάσταση και τον υπηρετούσε, όπως ο σαρκωμένος Υιός του Θεού υπηρέτησε τον άνθρωπο. Τα πάντα τα έβλεπε και τα αντιμετώπιζε μ’ αυτήν την εκκλησιαστική, την όντως ελεύθερη προοπτική. Αναδείχθηκε έτσι ένα καλλιτέχνημα του αγίου Πνεύματος, μια «θεοφάνεια», όπως καθίστανται όλοι οι επιτυχώς προσευχόμενοι άνθρωποι.
H θαυματοποιός προσευχή του
Η παρουσία του Ιωάννη ήταν αληθινή ευλογία για τον τόπο του και αιτία πολλών αγαθών για τον αφέντη του. Η προσευχή του δυνατή, έκαμε θαύματα. «Πάντα όσα εάν αιτήσητε εν τη προσευχή πιστεύοντες, λήψεσθε» είχε υποσχεθεί στους μαθητές του ο Χριστός. Κι’ ο Ιωάννης «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία» του.
Το αποδεικνύει περίτρανα το παρακάτω γεγονός: Κάποτε ο αφέντης του αποφάσισε να μεταβεί για προσκύνημα στη Μέκκα. Η σύζυγός του, μετά την παρέλευση αρκετών ημερών, παρέθεσε τράπεζα σε συγγενείς και αξιωματούχους φίλους του, για να ευφρανθούν και να ευχηθούν να επιστρέψει ο άνδρας της υγιής στον τόπο του από την αποδημία. Ο Ιωάννης, ως συνήθως, υπηρετούσε στο τραπέζι.
Μεταξύ των εδεσμάτων που παρατέθηκαν σ’ αυτό ήταν και το πιλάφι, το πολύ αρεστό στον αγά. Τότε η οικοδέσποινα θυμήθηκε το σύζυγό της και είπε στον Ιωάννη: «Πόση ευχαρίστηση θα ελάμβανε Γιουβάν ο αφέντης σου, αν ήταν εδώ και έτρωγε μαζί μας από τούτο το φαγητό !» Ό Ιωάννης, με προθυμία και απλότητα, ζήτησε αμέσως ένα πιάτο γεμάτο πιλάφι και είπε ότι θα το έστελνε στον αφέντη του στη Μέκκα.
Στο άκουσμα των λόγων αυτών, οι παρευρισκόμενοι γέλασαν, νομίζοντας ότι ο Ιωάννης ήθελε να φάει το φαγητό ή να το δώσει σε κάποια πτωχή οικογένεια. Εκείνος όμως το πήρε, πήγε στο σταύλο κι εκεί γονυπετής έκαμε προσευχή κι ανέθεσε στο Θεό την ικανοποίηση του αιτήματός του. Και όντως το πιάτο χάθηκε από τα μάτια του, ο δε Ιωάννης επέστρεψε στην τράπεζα και είπε στην οικοδέσποινα ότι έστειλε το φαγητό στη Μέκκα. Δέχθηκε, όμως, και πάλι τα σκωπτικά σχόλια και τα γέλια των συνδαιτημόνων. Η έκπληξή τους βέβαια ήταν μεγάλη, όταν, μετά άπό λίγες ημέρες, επέστρεψε ο Αγάς από το ταξίδι του και έφερε στις αποσκευές του το πιάτο με το χαρακτηριστικό οικόσημό του.
Διηγήθηκε μάλιστα πως βρήκε το φαγητό, και μάλιστα ζεστό, στό δωμάτιό του στη Μέκκα, χωρίς να γνωρίζει τον τρόπο της μεταφοράς. Ακούγοντας τη διήγηση οι οικείοι του έμειναν άφωνοι, ενώ η σύζυγός του εξιστόρησε τα διαδραματισθέντα.
Αυτό το θαύμα διαφημίσθηκε σ’ όλο το χωριό και τα πέριξ και όλοι πλέον θεωρούσαν τον Ιωάννη ως άνθρωπο δίκαιο και αγαπητό στο Θεό και τον εσέβοντο.
Κοίμηση, ταφή και ανακομιδή του Ιερού Λειψάνου του
Ύστερα από λίγα έτη ο άγιος Ιωάννης αρρώστησε και προαισθανόμενος το τέλος του βίου του, επεθύμησε να κοινωνήσει για τελευταία φορά τον ουράνιο άρτο για να τον έχει συνοδοιπόρο του και την ώρα της εξόδου του από τη ζωή αυτή και για το σκοπό αυτό ειδοποίησε τον ιερέα. Ο παπα-Θεόδωρος Παπαδόπουλος φοβήθηκε, λόγω του φανατισμού των Τούρκων, να μεταφέρει τα άγια στο σταύλο. Κατά θεία φώτιση όμως, πήρε ένα μήλο, το έσκαψε, έβαλε μέσα σ’ αυτό τη θεία Κοινωνία και αφού πήγε στο σταύλο κοινώνησε το μακάριο Ιωάννη. Μετά από λίγο ο πιστός δούλος του Θεού παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του πλάστου του, τον οποίο τόσο πολύ αγάπησε και για χάρη του θανατωνόταν κάθε μέρα, λογιζόμενος «ως πρόβατο σφαγής».
Οι ιερείς και οι πρόκριτοι χριστιανοί του Προκοπίου ειδοποιήθηκαν από τον Αγά και κήδευσαν το σώμα του αγίου, ενώ ο ίδιος ο Οθωμανός τοποθέτησε στο φέρετρο του πολύτιμο τάπητα, φανερώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την υπόληψη που του είχε.
Η ομολογία του υπήρξε ισόβια και μόνιμη. Ο βίος του άξιος της ομολογίας, τέτοιος που προκάλεσε την τιμή του Θεού και των ανθρώπων και μάλιστα του αλλοπίστου αφέντη του. Θυμίζει τη ρήση του ιερού Χρυσοστόμου: «Μετά παρρησίας την πίστιν ομολογώμεν… μη διά ρημάτων δε μόνον, αλλά και των διά πραγμάτων αυτών τούτο ποιώμεν και βίον άξιον της ομολογίας διά πάντων επιδεικνύμενοι, διά πάντων τον Δεσπότην ημών δοξάζοντες απολαύσωμεν και της ενταύθα και της εκεί τιμής…».
Για τον Ιωάννη, ο οποίος διήλθε «διά πυρός και ύδατος» είχε εφαρμογή ο λόγος του Κυρίου «ο μάρτυς μου ο πιστός». Υπήρξε μάρτυρας Εκείνου, που ήλθε στον κόσμο, για να «μαρτυρήση τη αληθεία». Και γι’ αυτό βρήκε «αναψυχή». Έλαβε «τον στέφανον της ζωής», δηλαδή αυτόν τον Κύριο, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, ο οποίος, ερμηνεύοντας το μακαρισμό των δεδιωγμένων, λέγει: «Ιδού το πέρας των κατά Θεόν αγώνων, το των πόνων γέρας, το των ιδρώτων έπαθλον, το της εν ουρανοίς βασιλείας αξιωθήναι…διωχθώμεν ίνα δράμωμεν…προς το βραβείον ημών της άνω κλήσεως ο δρόμος έστω. Τι το βραβείον; τις ο στέφανος; ου μοι δοκεί άλλο τι είναι παρ’ αυτόν τον Κύριον…Αυτός γαρ εστί και αγωνοθέτης των άθλουμένων και στέφανος των νικώντων».
Μετά την παρέλευση τριετίας από την εκδημία του προς τον Κύριο και την ταφή του στο χριστιανικό κοιμητήριο, αποκαλύφθηκε με τρόπο ουράνιο το άφθαρτο και ευωδιάζον σώμα του. Από το 1733 αυτό το ιερό λείψανο εισήλθε στη λειτουργική ζωή της ‘Εκκλησίας, προάγγελος της Αναστάσεως, εγγύηση της «επηγγελμένης ημίν Βασιλείας».
Ο Θαυματουργός πολύπαθος άνθρωπος του Θεού
Του Λάμπρου Κ. Σκόντζου Θεολόγου – Καθηγητού | Romfea.gr
Η εμφάνιση αγίων στην Εκκλησία μας σε κάθε εποχή είναι το μόνιμο θαύμα. Ουδέποτε υπήρξε εποχή στη δισχιλιόχρονη πορεία της Εκκλησίας μας που να μην έχει εμφανιστεί άγιος.
Όπως σε κάθε εποχή, έτσι και στους νεώτερους και σύγχρονους καιρούς αναδεικνύει ο Θεός αγίους για τη δόξα τη δική Του και τον αγιασμό και την αρωγή των πιστών.
Ένας από τους νέους λαοφιλείς αγίους της Εκκλησίας μας είναι και ο άγιος Ιωάννης ο Ρώσος.
Ήταν Ρώσσος στην καταγωγή και είχε γεννηθεί στη Ν. Ρωσία, τη σημερινή Ουκρανία, στα 1690 από ευσεβή οικογένεια. Κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, όταν η πατρίδα του βρισκόταν σε πόλεμο με την Τουρκία (1711-1718).
Ο νεαρός Ιωάννης πολεμούσε με ηρωισμό στον αυτοκρατορικό στρατό, ο οποίος είχε υποστεί ταπεινωτικές ήττες από τα ακατάβλητα τουρκικά στρατεύματα.
Στη μάχη ανακατάληψης του Αζώφ πιάστηκε αιχμάλωτος, μαζί με χιλιάδες άλλους συμμαχητές του και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, εν μέσω εξευτελισμών.
Από εκεί προωθήθηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στο χωριό Προκόπιο, όπου δόθηκε στην κατοχή ενός Αγά, ο οποίος ηγείτο στρατοπέδου Γενιτσάρων.
Εν μέσω πρωτοφανών εξευτελισμών και σκληρών βασανιστηρίων του ανατέθηκε να περιποιείται τα ζώα και να μένει μαζί τους στους βρώμικους από τις κοπριές στάβλους.
Ο ίδιος, έχοντας ακράδαντη πίστη στο Χριστό, θεωρούσε την παραμονή του στο στάβλο ως ευλογία, θυμίζοντάς του ότι και ο Λυτρωτής μας γεννήθηκε σε στάβλο.
Επίσης δεχόταν με πλήρη ανεξικακία τις ταπεινώσεις και τα βασανιστήρια των βαρβάρων αλλοθρήσκων. Πρότυπό του ο Χριστός, ο οποίος συγχώρησε τους σταυρωτές Του!
Όταν τον ξυλοκοπούσαν, τον άφηναν νηστικό για μέρες και τον ταπείνωναν, ψιθύριζε τον λόγο του αποστόλου Παύλου: «ποιος μπορεί να με χωρίσει από την αγάπη του Χριστού μου; Θλίψις ή στενοχώρια ή διωγμός ή γυμνότης ή αιχμαλωσία;» (Ρωμ.8,35).
Εκτελούσε με πρωτοφανή προθυμία τις αγγαρείες που τον υπέβαλλαν οι απάνθρωποι άνθρωποι του Αγά. Απορούσαν με την υπομονή, την καλοσύνη και την ανεξικακία του και γι’ αυτό άρχισαν να μαλακώνουν την θηριωδία τους, να του δείχνουν μια κάποια συμπάθεια και να τον αποκαλούν «βελή», δηλαδή άγιο!
Μάλιστα επέτρεψε ο Θεός να δείξει την εύνοιά Του προς τον ευσεβή Ιωάννη με ένα ασυνήθιστο θαύμα.
Κάποτε ο Αγάς αφέντης του είχε ταξιδέψει στην Μέκκα της Αραβίας για προσκύνημα. Εκεί έλαβε ανεξήγητα ένα πιάτο ζεστό φαγητό, σε πιάτο που έφερε το οικόσημό του.
Όταν επέστρεψε στο Προκόπιο εξέτασε την υπόθεση και αποκαλύφτηκε ότι του το έστειλε θαυματουργικά ο Ιωάννης! Από τότε σταμάτησαν τα βασανιστήρια.
Του προτάθηκε να φύγει από το στάβλο, αλλά εκείνος αρνήθηκε και παρέμεινε εκεί προσευχόμενος μέρα και νύχτα. Ζητούσε κρυφά και κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων.
Στις 27 Μαΐου του 1730 έστειλε μήνυμα στον ιερέα του χωριού να τον κοινωνήσει. Ο ιερέας του έστειλε τη Θεία Κοινωνία κρυμμένη σε ένα μήλο, που είχε κουφώσει, φοβούμενος τους Τούρκους.
Κοινώνησε και παρέδωσε ήρεμα το πνεύμα του στο Χριστό, που τόσο είχε αγαπήσει και μιμηθεί στη σύντομη ζωή του.
Οι Χριστιανοί του Προκοπίου ζήτησαν το σώμα του αγίου και το έθαψαν με μεγάλες τιμές. Στην κηδεία του έλαβαν μέρος και πολλοί Αρμένιοι και Τούρκοι, οι οποίοι είχαν μάθει για την αγία ζωή του.
Το 1733 ο ευλαβής ιερέας που κοινωνούσε τον άγιο Ιωάννη και ήξερε για τα μαρτύριά του, τον είδε στον ύπνο του, ο οποίος του αποκάλυψε πως το σώμα του δεν υπέστη φθορά και του ζήτησε να κάνουν εκταφή και να το έχουν μαζί τους στους αιώνες για ευλογία και προστασία.
Ο ιερέας δίστασε και τότε ένα ουράνιο φως είχε καλύψει τον τάφο και μια πύρινη στήλη ανέβαινε στον ουρανό.
Οι πιστοί άνοιξαν τον τάφο και βρήκαν όντως απόλυτα άφθορο το σώμα του Ιωάννη, αν και είχαν περάσει τριάμισι χρόνια από την ταφή του, να ευωδιάζει!
Το μετέφεραν με ευλάβεια και τιμές στο ναό τους χωριού, όπου άρχισαν νε επιτελούνται θαύματα σε Χριστιανούς και αλλοθρήσκους.
Λίγο αργότερα σε σύρραξη του σουλτάνου με τον πασά της Αιγύπτου Ιμπραήμ, ο απεσταλμένος του σουλτάνου πασάς Οσμάν έδωσε διαταγή να καεί το ιερό λείψανο.
Οι πιστοί με δάκρυα στα μάτια έβλεπαν να κατατρώνε οι φλόγες το θεοφόρο σώμα.
Αλλά την άλλη μέρα, και ενώ είχε «χωνέψει» η φωτιά, βρήκαν το τίμιο λείψανο και πάλι άφθορο, απλά μαυρισμένο! Οι φλόγες το σεβάστηκαν!
Το τοποθέτησαν σε αργυρή λάρνακα και εκείνο άρχισε και πάλι να κάνει θαύματα σε χριστιανούς και μουσουλμάνους!
Κατά τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 οι ευσεβείς κάτοικοι του Προκοπίου πήραν μαζί τους το ιερό λείψανο και το μετέφεραν με μύριους κινδύνους και περιπέτειες στην Ελλάδα.
Από το λιμάνι της Μερσίνας μεταφέρθηκε στη Χαλκίδα, με έξοδα της ευσεβούς οικογένειας Παπαδόπουλου. Έμεινε εκεί ως το 1925, οπότε μεταφέρθηκε οριστικά στο Νέο Προκόπιο της Εύβοιας.
Το 1930 θεμελιώθηκε περικαλλής ναός προς τιμή του. Εκεί παραμένει το τίμιο σκήνωμά του μέχρι σήμερα, σε βαρύτιμη λάρνακα και μαρμάρινη περίτεχνη θολωτή βάση.
Το Νέο Προκόπιο Ευβοίας είναι ένα από τους πλέον δημοφιλείς προορισμούς χιλιάδων πιστών από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό, κι αυτό διότι μαρτυρούνται άπειρα θαύματα από τον άγιο Ιωάννη.
Καραβάνια προσκυνητών καταφθάνουν καθημερινά, να περάσουν μπροστά από τη λάρνακα του αγίου. Να τον προσκυνήσουν.
Να τον παρακαλέσουν για τα προβλήματά τους ή να τον ευχαριστήσουν για τα επιτελούμενα θαύματά του!