ΛΟΓΟΣ ΛΗ’
ΕΙΣ ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ,
ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΙΝ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ1
Ο Χριστός γεννάται, ας τον δοξάσετε˙ ο Χριστός έρχεται από τους ουρανούς, ας τον προϋπαντήσετε˙ ο Χριστός ευρίσκεται επί της γης, ας υψωθήτε. «Δοξολογήσατε τον Κύριον, όλη η γη»,2
και, δια να τα είπω και τα δύο με μίαν λέξιν, ας ευφρανθούν οι ουρανοί και ας νιώση αγαλλίασιν η γη δια τον ουράνιον ο οποίος έγινεν επίγειος.
Ο Χριστός εσαρκώθη, νιώσατε αγαλλίασιν από χαράν και τρόμον. Από τρόμον εξ αιτίας της αμαρτίας˙ από χαράν εξ αιτίας της ελπίδος. Ο Χριστός εγεννήθη από την Παρθένον. Γυναίκες, παραμένετε παρθένοι δια να γίνετε μητέρες του Χριστού. Ποίος δεν αποδίδει λατρείαν εις εκείνον ο οποίος υπήρχεν απ΄ αρχής; Ποίος δεν δοξολογεί εκείνον ο οποίος ενεφανίσθη τώρα τελευταία;3
Πάλιν διαλύιται το σκοτάδι,4 πάλιν εμφανίζεται το φως. Πάλιν η Αίγυπτος τιμωρείται με σκότος,5 πάλιν ο ισραηλιτικός λαός φωτίζεται με στήλην πυρός.6 Ο λαός ο οποίος κάθεται εις το σκότος άς ίδη το λαμπρόν φως7 της κατανοήσεως των θείων μυστηρίων. «Τα παλαιά έχουν περάσει˙ ιδού, τα πάντα έχουν γίνει νέα».8 Το γράμμα υποχωρεί ενώ το πνεύμα αναδεικνύεται. Αι σκιαί απομακρύνονται και έρχεται εις την θέσιν των η αλήθεια.9 Ο τύπος του Μελχισεδέκ εκπληρώνεται.10 Ο αμήτωρ γίνεται απάτωρ. Ήτο αμήτωρ προηγουμένως και τώρα γίνεται απάτωρ.11 Οι φυσικοί νόμοι καταλύονται. Ο ουράνιος κόσμος πρέπει να συμπληρωθή. Ο Χριστός διατάζει˙ ας μην αντιστεκώμεθα. «Όλοι οι λαοί ας χειροκροτήσετε»12 επειδή εγεννήθη εις ημάς παιδίον, μας εδόθη υιός, εις τους ώμους του οποίου ευρίσκεται η εξουσία (διότι εξυψώνεται μαζί με τον σταυρόν)13 και ο οποίος ονομάζεται «αγγελιαφόρος μεγάλης θελήσεως»14 (της θελήσεως του Πατρός). Ο Ιωάννης ας βροντοφωνήση: «ετοιμάσατε τον δρόμον του Κυρίου»15 Και εγώ θα διαλαλήσω την σημασίαν της ημέρας: Ο άσαρκος παίρνει σάρκα. Ο Λόγος ενώνεται με την ύλην. Ο αόρατος γίνεται ορατός. Εκείνος τον οποίον δεν ημπορούσε να εγγίση κανείς, ημπορεί να ψηλαφηθή. Ο άχρονος αποκτά αρχήν. Ο Υιός του Θεού γίνεται Υιός ανθρώπου, «ο Ιησούς Χριστός, ο οποίος ήτο χθές, είναι σήμερον και θα παραμείνη ο ίδιος εις τους αιώνας».16 Οι Ιουδαίοι ας σκανδαλίζωνται. Οι Έλληνες ας ειρωνεύωνται και οι αιρετικοί ας κουράζωνται με τας φλυαρίας των. Θα τον πιστεύσουν, όταν θα τον ίδουν να ανέρχεται εις τον ουρανόν. και αν όχι τότε, οπωσδήποτε όταν θα τον ίδουν να έρχεται από τους ουρανούς και να κάθεται ως κριτής.
Αυτά όμως αργότερα. Σήμερα η πανήγυρις, είναι τα Θεοφάνια, δηλαδή η Γέννησις. Διότι λέγονται και τα δύο, επειδή δι’ ένα και το αυτό πράγμα υπάρχουν δύο ονόματα. Διότι ο Θεός εφανερώθη εις τους ανθρώπους δια της γεννήσεως. Και υπήρχε μεν πρίν, και υπήρχε πάντοτε, προερχόμενος από τον πάντοτε υπάρχοντα, πάνω από κάθε αιτίαν και λογικήν (επειδή δεν υπήρχε λόγος ανώτερος από τον Λόγον), αλλά μετά έλαβε σώμα προς χάριν μας, δια να μας χαρίση την ευτυχή ύπαρξιν, εκείνος ο οποίος μας έδωσε την ύπαρξιν, ή, καλύτερα, δια να μας επαναφέρη με την σάρκωσίν του εις την ευτυχή ύπαρξιν από την οποίαν είχαμε απομακρυνθή εξ αιτίας της κακίας μας. Και εις μεν την εμφάνισιν δίδεται το όνομα Θεοφάνια, εις δε την γέννησιν, Γενέθλια.
Αυτό είναι δι’ ημάς το νόημα της πανηγύρεως και αυτό εορτάζομεν σήμερα: Τον ερχομόν του Θεού προς τους ανθρώπους, δια να έλθωμεν να κατοικήσωμεν κοντά εις τον Θεόν, ή δια να επανέλθωμεν (διότι έτσι νομίζω ότι είναι σωστότερον να ειπωθή), δια να ενδυθώμεν τον νέον άνθρωπον, αφού εγκαταλείψωμεν τον παλαιόν. Και όπως έχομεν αποθάνει μαζί με τον Αδάμ17, έτσι ας ζήσωμεν μαζί με τον Χριστόν, ας γεννηθώμεν μαζί του, ας συσταυρωθώμεν και ας ταφώμεν μαζί του, δια ν’ αναστηθώμεν με την ανάστασίν του. Διότι πρέπει να υπομείνω την αντίστροφον πορείαν, η οποία οδηγεί εις το αγαθόν. Και όπως από τα πιο ευχάριστα ήλθαν τα δυσάρεστα, έτσι και από τα δυσάρεστα να επανέλθουν τα πιο ευχάριστα. «Διότι εκεί όπου ηυξήθη σημαντικά η αμαρτία, εκεί εδόθη πλουσιοπάροχα και η χάρις».18 Και αν η γεύσις19 επέφερε την καταδίκην, δεν εδικαίωσε, πολύ περισσότερον το πάθος του Χριστού; Ας εορτάζωμεν επομένως όχι με δημοσίας πανηγύρεις, αλλά κατά τρόπον θεϊκόν. Όχι κατά τρόπον κοσμικόν, αλλά κατά τρόπον υπερκόσμιον. Όχι τα ιδικά μας, αλλά περισσότερον τα του Κυρίου. Όχι τα σχετικά με την ασθένειαν, αλλά τα σχετικά με την θεραπείαν. Όχι τα της δημιουργίας, αλλά τα της αναδημιουργίας.
Πώς θα γίνη δε αυτό;
Μη στολίσωμεν τα προπύλαια,20 μη δημιουργήσωμεν χορούς, μη στολίσωμεν τους δρόμους, μη χορτάσωμεν τα μάτια μας, μη τέρψωμεν την ακοήν μας με μελωδίας, μην κάνωμεν θηλυπρεπή την όσφρησίν μας, μη διαφθείρωμεν την γεύσίν μας, μην επιτρέψωμεν εις την αφήν να ευχαριστηθή, εις τας ευκόλους αυτάς εισόδους της αμαρτίας, ας μη δείξωμεν αδυναμίαν εις ένδυμα μαλακόν και πλούσιον, του οποίου το κυριώτερον χαρακτηριστικόν είναι το ότι είναι άχρηστον, ας μη φορτωθώμεν με πολυτίμους λίθους και με αστραφτερό χρυσάφι, ας μη μεταχειρισθούμε βαψίματα, τα οποία κάνουν ψεύτικον το φυσικόν κάλλος και τα οποία έχουν εφευρεθή δια να καταστρέψουν την εικόνα. Ας μην παραδιδώμεθα εις γλέντια και οινοποσίας, με τας οποίας γνωρίζω ότι είναι συνυφασμένα και σαρκικά όργια,21 επειδή τα κακά μαθήματα προέρχονται από τους κακούς διδασκάλους, ή, καλύτερα, επειδή από κακόν σπόρον κακός βλαστός θα φυτρώση. Ας μην ετοιμάσωμεν παλαιά στρώματα δια να προσφέρωμεν εις την γαστέρα μας προσκαίρους ηδονάς. Ας μη δοκιμάσωμεν τα κρασιά τα οποία αναδίδουν μυρωδιά από άνθη, τα περίτεχνα κατασκευάσματα των μαγείρων, την πολυτέλειαν των αρωμάτων. Ας μη μας προσφέρουν η γη και η θάλασσα την πολύτιμον κοπριά των. Διότι έτσι ξέρω εγώ να αποκαλώ την πολυτέλειαν. Ας μη προσπαθούμεν να ξεπεράση ο ένας τον άλλον εις την ακολασίαν. Διότι ακολασία δι’ εμέ είναι κάθε τι περιττόν και περισσότερον από ό,τι χρειαζόμεθα. Και αυτά να συμβαίνουν όταν άλλοι, οι οποίοι προέρχονται από τον ίδιον πηλόν με μας και από την ιδίαν ένωσιν, πεινούν και έχουν ανάγκην.
Αλλά αυτά μεν ας τα αφήσωμεν εις τους Έλληνας22 και εις τους ελληνικούς κομπασμούς και εις τας ελληνικάς πανηγύρεις. Αυτοί αποκαλούν θεούς, όντα τα οποία ευφραίνονται από την τσίκναν των σφαγίων κατά τας θυσίας, και εν συνεχεία λατρεύουν τους θεούς αυτούς με φαγοπότια, επειδή είναι πονηροί δημιουργοί και ιερείς και πιστοί πονηρών δαιμόνων. Εμείς δε οι οποίοι προσκυνούμεν τον Λόγον, ακόμη και αν θα πρέπει να απολαύσωμεν κάτι, ας το απολαύσωμεν με την λογικήν και τον θείον νόμον και με αφηγήσεις αναφερομένας και εις άλλας αλλά και εις την σημερινήν πανήγυριν, δια να είναι αρμόζουσα η απόλαυσις και να μην απομακρύνεται από εκείνον ο οποίος μας έχει συγκεντρώσει δια να πανηγυρίσωμεν. Ή μήπως θέλετε (επειδή εγώ είμαι σήμερα εκείνος ο οποίος θα σας κάνη το τραπέζι) να ομιλήσω εγώ εις σας, τους καλούς φιλοξενουμένους, όσον ημπορώ καλύτερα και πρόθυμα, δια να γνωρίσετε πως ημπορεί ο ξένος να θρέψη τους εντοπίους, ο κάτοικος του αγρού τους κατοίκους της πόλεως, εκείνος ο οποίος απέχει από απολαύσεις εκείνους οι οποίοι απολαμβάνουν, και ο πτωχός και χωρίς ιδικήν του στέγην εκείνους οι οποίοι διακρίνονται δια τον πλούτόν των;
Θα αρχίσω δε με τα εξής: Καθαρίσατε προς χάριν μου και τον νουν και την ακοήν και την διάνοιαν, όσοι εντρυφάτε εις αυτά τα πράγματα (επειδή ο λόγος αναφέρεται εις τον Θεόν και είναι θείος), δια να αναχωρήσετε αφού θα έχετε εντρυφήσει πραγματικά εις εκείνα τα οποία δε τελειώνουν ποτέ. Θα είναι δε ο λόγος μου πλήρης αλλά και συνάμα πολύ σύντομος, εις τρόπον ώστε, ούτε να σας λυπήση με τας ελλείψεις του, ούτε και να γίνη ανιαρός εξ αιτίας του κορεσμού, τον οποίον τυχόν θα σας έφερε.
Ο Θεός υπήρχε μεν πάντοτε, και υπάρχει, και θα υπάρχη23, ή, καλύτερα, υπάρχει πάντοτε. Διότι το «υπήρχε» και «θα υπάρχη», είναι τμήματα του χρόνου και της φθαρτής φύσεώς μας. Ο όρος όμως «ο υπάρχων» εκφράζει το αιώνιον, και με αυτόν αυτοτιτλοφορείται όταν εμφανίζεται εις τον Μωϋσή επάνω εις το όρος.24 Διότι έχει συγκεντρώσει και διατηρεί όλην την «ύπαρξιν», η οποία ούτε άρχισε ποτέ ούτε και θα λήξη ποτέ, ωσάν κάποιος απέραντος και απεριόριστος ωκεανός ουσίας, ο οποίος ξεπερνά κάθε έννοιαν και του χρόνου και της φύσεως, και ο οποίος ημπορεί να σκιαγραφηθή κάπως μόνον με τον νουν. Και από αυτόν πάλιν μόνον πολύ αμυδρά και περιωρισμένα, όχι από την ουσίαν του αλλά από εκείνα τα οποία βρίσκονται γύρω του,25 δια να σχηματισθή από την συγκέντρωσιν των διαφόρων εξωτερικών φαινομένων μία κάποια εικόνα της αληθείας, η οποία χάνεται προτού προλάβωμεν να την κρατήσωμεν, και εξαφανίζεται προτού ημπορέσωμεν να την συλλάβωμεν με τον νουν. Η εικόνα δε αυτή λάμπει εις τον νουν μας, και μάλιστα μόνον όταν αυτός είναι καθαρός, όπως η αστραπή η οποία διαρκεί ελάχιστα. Νομίζω δε (ότι γίνεται αυτό) από την μια μεριά μεν δια να πορσελκύη με εκείνο το οποίον ημπορεί να γίνη κατανοητόν (διότι το τελείως ακατανόητον απογοητεύει και εξουδετερώνει κάθε διάθεσιν προσεγγίσεως), από την άλλην δε δια να προκαλή τον θαυμασμόν με το ακατανόητον˙ με τον θαυμασμόν να δημιουργή περισσότερον πόθον, με τον πόθον να καθαρίζη, και με την κάθαρσιν να κάνη τον νουν μας θεόμορφον.
Αφού γίνωμεν δε τέτοιοι, τολμώ να το είπω, να συναναστρεφώμεθα με το θείον ωσάν συγγενείς.
Ο Θεός να ενώνεται και να επιτρέπη να τον γνωρίσουν θεοί, και μάλιστα τόσον πολύ, όσο γνωρίζει κιόλας εκείνους τους οποίους γνωρίζει. Είναι λοιπόν άπειρον το θείον και δυσκολονόητον. Το μόνον δε το οποίον είναι κατανοητόν απ’ αυτό είναι το ότι είναι άπειρον,26 έστω και αν θα νομίζη κάποιος ότι είναι απλής φύσεως ή καθ’ ολοκληρίαν ακατανόητον, ή τελείως κατανοητόν. Διότι πώς θα επιθυμήσωμεν κάποιον ο οποίος είναι απλός από την φύσιν του; Η απλότης λοιπόν δεν αποτελεί την φύσιν του, όπως και εις τα σύνθετα την φύσιν των δεν αποτελεί μόνον το ότι είναι σύνθετα.
Επειδή δε το άπειρον εξετάζεται από δύο πλευράς, από την αρχήν δηλαδή και το τέλος (διότι ό,τι ξεπερνά τα όρια αυτά και δεν περιορίζεται μέσα εις αυτά είναι άπειρον), όταν μεν στραφή ο νους προς το ουράνιον βάθος,27 επειδή δεν έχει που να σταθή δια να στηρίξη τα εξωτερικά γνωρίσματα με τα οποία αντιλαμβάνεται τον Θεόν, ονομάζει το άπειρον και το αδιέξοδον το οποίον προκύπτει από αυτά άναρχον. Όταν δε στραφή προς τα επίγεια και τα μέλλοντα, το ονομάζει αθάνατον και άφθαρτον. Όταν δε εξετάση τα πάντα, το ονομάζει αιώνιον. Διότι αιών δεν είναι ούτε χρόνος, ούτε κάποιο τμήμα του χρόνου (διότι δεν μετράται). Αλλά ό,τι είναι δι’ ημάς ο χρόνος, ο οποίος μετράται με την περιφορά του ηλίου,28 αυτό είναι δια τα αιώνια ο αιών, ο οποίος επεκτείνεται μαζί με τα όντα, ωσάν κάποιο χρονικόν κίνημα και διάστημα. Εις αυτά λοιπόν ας αρκεσθή η τωρινή μου φιλοσοφική ενασχόλησις με τον Θεόν. Διότι δεν υπάρχει χρόνος δι’ αυτά, επειδή εκείνο το οποίον έχομεν να εξετάσωμεν είναι η οικονομία29 και όχι η θεολογία. Όταν δε είπω Θεόν, εννοώ τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Και η θεότις ούτε διαχέεται πέρα απ΄ αυτά, δια να μην παραδεχθώμεν πολλούς θεούς, ούτε περιορίζεται εις ένα απ’ αυτά, δια να μην κατηγορηθώμεν ότι δεχόμεθα πτωχήν θεότητα, και να μην μας είπουν είτε ιουδαΐζοντας εξ αιτίας της μονοθεΐας, είτε ελληνίζοντας εξ αιτίας της πολυθεΐας. Διότι και εις τα δύο υπάρχει το ίδιον κακόν, έστω και αν ευρίσκεται μέσα εις αντίθετα πράγματα. Έτσι λοιπόν τα Άγια των Αγίων, τα οποία δεν αποκαλύπτονται ούτε εις τα ίδια τα σεραφείμ, και τα οποία δοξάζονται με τον τρισάγιον ύμνον,30 συγκεντρώνονται εις μίαν αρχήν και μίαν θεότητα, πράγμα το οποίον έχει εξετάσει κατά τρόπον άριστον και υψηλόν και κάποιος άλλος από τους πριν από ημάς.31
Επειδή όμως δεν ήτο τούτο αρκετόν εις την αγαθότητα,32 το να κινήται μόνον με την σκέψιν της, αλλά έπρεπε να διασκορπισθή το αγαθόν και να εξαπλωθή, εις τρόπον ώστε να γίνουν περισσότερα τα ευεργετούμενα (διότι αυτό αποτελεί απόδειξιν της απείρου αγαθότητος), κατ’ αρχήν μεν δημιουργεί με την σκέψιν τους αγγέλους και τας ουρανίους δυνάμεις. Και η σκέψις της γίνεται έργον το οποίον συμπληρώνεται από τον Λόγον και ολοκληρώνεται από το Πνεύμα. Και έτσι εδημιουργήθησαν δεύτεραι λαμπρότητες, υπηρέται της πρώτης λαμπρότητος, τας οποίας πρέπει να θεωρήσωμεν είτε νοερά πνεύματα, είτε πυρ κατά κάποιον τρόπον άϋλον και ασώματον, είτε ως κάποιαν άλλην φύσιν, η οποία να ταιριάζη όσον το δυνατόν περισσότερον προς τα λεχθέντα. Θέλω μεν να είπω ότι δεν ημπορούν να κινηθούν προς το κακόν, και ότι μόνον προς το καλόν ημπορούν να βαδίσουν, επειδή ευρίσκονται γύρω από τον Θεόν και φωτίζονται πρώται απ’ αυτόν (διότι ο φωτισμός των επιγείων αποτελεί δεύτερον φωτισμόν). Με αναγκάζει όμως να θεωρήσω και να είπω, ότι δεν είναι ακίνητοι αλλά μόνον δυσκίνητοι,33 ο Εωσφόρος, ο οποίος ωνομάσθη έτσι εξ αιτίας της υπερηφανείας του, και αι δυνάμεις αι οποίαι απεστάτησαν υπό την αρχηγίαν του, αι οποίαι εδημιούργησαν το κακόν με την απομάκρυνσιν από το καλόν και το επροκάλεσαν και εις ημάς.
Έτσι λοιπόν και δια τον λόγον αυτόν εδημιουργήθη από αυτόν ο νοητός κόσμος, εις τρόπον ώστε να ημπορώ εγώ να εξετάζω τα πράγματα αυτά, καταμετρώντας με τον μικρόν λόγον μεγάλα πράγματα. Επειδή δε τα πρώτα ήταν καλά35 δι΄ αυτόν, εννοεί (και δημιουργεί) δεύτερον κόσμον, υλικόν και ορατόν (αυτός δε ο κόσμος είναι το οργανωμένον σύστημα και σύνολον του ουρανού και της γης και των μεταξύ αυτών ευρισκομένων, αξιέπαινον με δια την τελειότητα κάθε πράγματος χωριστά, αλλά ακόμη πιο αξιέπαινον εξ αιτίας του ταιριάσματος και της αρμονίας η οποία δημιουργείται απ’ όλα αυτά, τα οποία ταιριάζουν το ένα με το άλλο και όλα μεταξύ των, δια να συμπληρώσουν το ένα αρμονικόν σύνολον) δια να αποδείξη ότι ημπορεί να φέρη εις την ύπαρξιν όχι μόνον φύσιν ομοίαν προς αυτόν αλλά και τελείως διαφορετικήν από αυτόν. Διότι είναι μεν όμοια προς την Θεότητα τα πνευματικά όντα, τα οποία γίνονται αντιληπτά μόνον με τον νουν, αλλά ταυτοχρόνως είναι τελείως διαφορετικά τα όντα τα οποία γίνονται αντιληπτά με τας αισθήσεις, και ακόμη περισσότερον διαφορετικά απ’ αυτά είναι εκείνα τα οποία είναι τελείως άψυχα και ακίνητα. «Αλλά τί μας ενδιαφέρουν αυτά;», θα ημπορούσε να είπη κάποιος από τους πολύ φιλεόρτους και ενθουσιώδεις πιστούς. «Σπηρούνισε το πουλάρι, δια να φθάσωμεν εις το τέρμα».36 «Μίλησέ μας δια την εορτήν και δι’ εκείνα δια τα οποία έχομεν συγκεντρωθή σήμερα». Αυτό λοιπόν και θα κάμω, έστω και αν άρχισα κάπως από υψηλότερα πράγματα, επειδή με παρακινούσεν ο πόθος και με παρέσυρεν η ρύμη του λόγου.
Ο νούς μεν λοιπόν και η αίσθησις, τα οποία διεχωρίσθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον το ένα από το άλλο, παρέμειναν το καθένα μέσα εις την φύσιν των και έφεραν εντός των το μεγαλείον του δημιουργού Λόγου, σιωπηλοί εγκωμιασταί και μεγαλόφωνοι κήρυκες του μεγαλουργήματος. Δεν υπήρχε δε ακόμη κράμα και από τα δύο, ούτε κάποια ένωσις των αντιθέτων, δέιγμα ανωτέρας σοφίας και της ποικιλίας των φύσεων, ούτε ήτο γνωστός όλος ο πλούτος της αγαθότητος. Επειδή δε ο δημιουργός Λόγος αυτό ακριβώς το πράγμα ήθελε να δείξη, και να παρουσιάση ένα όν από την ένωσιν και των δύο (της αοράτου δηλαδή και της ορατής φύσεως), εδημιούργησε τον άνθρωπον. Και αφού έλαβε μεν από την ύλην, η οποία υπήρχεν ήδη, το σώμα, και αφού έβαλεν εις αυτό την πνοήν του (την οποίαν ο λόγος ορίζει ως νοεράν ψυχήν και εικόνα του Θεού), τον έστησεν επί της γης ωσάν δεύτερον κόσμον, κατά κάποιον τρόπον, μέγαν μέσα εις την μικρότητά του, ωσάν άλλον άγγελον, ωσάν μικτόν προσκυνητήν, φύλακα της ορατής κτίσεως και ιερουργόν της αοράτου, βασιλέα των ευρισκομένων επί της γης και κυβερνώμενον ταυτοχρόνως από τον ουρανόν, επίγειον και ουράνιον, προσωρινόν και αθάνατον, ορατόν και εννοούμενον, ευρισκόμενον εις το μέσον μεταξύ ταπεινότητος και μεγαλείου˙ τον ίδιον πνεύμα και σάρκα. Πνεύμα προς χάριν του και σάρκα δια να ημπορή να εξυψώνεται. Το μεν ένα δια να ζη και να δοξάζη τον ευεργέτην, το δε άλλο δια να υποφέρη, να ενθυμήται και να διαπαιδαγωγήται από το πάθος του, επιδιώκων να ανυψωθή προς το μεγαλείον. Όν το οποίον διαμένει μεν εις την γην, αλλά μεταβαίνει εις άλλον κόσμον, και ωσάν τέλος του μυστηρίου γίνεται θεός από την επιθυμίαν του προς αυτόν. Διότι εις αυτό, κατά την γνώμην μου, οδηγεί η μετρία λάμψις της αληθείας, η οποία παρουσιάζεται εις την γην, εις το να ίδωμεν δηλαδή και να αισθανθώμεν την λαμπρότητα του Θεού, η οποία θα μας διαλύση και θα μας συνθέση πάλιν κατά τρόπον ακόμη πιο ένδοξον.37
Και τον ετοποθέτησεν εις τον παράδεισον (όποιος και αν ήτο ο παράδεισος αυτός), αφού τον ετίμησε με το αυτεξούσιον, δια να ανήκη το αγαθόν εις εκείνον ο οποίος θα το επιλέξη όχι ολιγώτερον από όσον εις εκείνον ο οποίος του έδωσε τα σπέρματα του αγαθού, τον έκανε γεωργόν αθανάτων φυτών, δηλαδή των θείων εννοιών, και των απλουστέρων και των τελειοτέρων, γυμνόν εξ αιτίας της απλότητος και της χωρίς πονηρίαν ζωής, και χωρίς κανένα κάλυμμα και πρόβλημα. Διότι τέτοιος έπρεπε να είναι ο πρώτος άνθρωπος. Και του δίνει τον νόμον ως αντικείμενον του αυτεξουσίου. Ο δε νόμος ήτο η εντολή από ποία φυτά ημπορούσε να φάγη και ποία δεν θα έπρεπε να αγγίξη. Εις αυτά δε ανήκε το δένδρον της γνώσεως, το οποίον ούτε εφυτεύθη από την αρχήν με κακόν σκοπόν, ούτε απηγορεύθη από φθόνον (ας μη φθάσουν μέχρις εκεί αι γλώσσαι των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν!). Αλλά ήτο μέν καλόν εάν το εδοκίμαζε κανείς εις τον κατάλληλον καιρόν (διότι το δένδρον, κατά την άποψίν μου, ήτο η θέα του Θεού, την οποίαν ημπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνον εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθή με την άσκησιν), αλλά δεν ήτο καλόν δια τους αδοκιμάστους ακόμη και τους πιο λαιμάργους ως προς την επιθυμίαν, όπως η σκληρά τροφή δεν είναι ωφέλιμος δι’ εκείνους οι οποίοι είναι ακόμη αδύνατοι και έχουν ανάγκην από γάλα. Αφού δε εξ αιτίας του φθόνου του διαβόλου και της παρακινήσεως της γυναικός, η οποία υπέκυψεν σαν πιο αδύνατη και τον παρεκίνησε και αυτόν σαν η πιο κατάλληλη δι’ αυτό (αλλοίμονον εις την αδυναμίαν μου! διότι η αδυναμία του προπάτορος είναι και ιδική μου), ελησμόνησε μεν την εντολήν, η οποία του είχε δοθή, και ενικήθη από την προσωρινήν γευστικήν δοκιμήν˙ και έτσι εξεδιώχθη αυτομάτως από το δένδρον της ζωής, από τον παράδεισον και από τον Θεόν εξ αιτίας της κακίας του, και ενεδύθη με δερμάτινα ενδύματα (πιθανόν με την πιο βαρειά σάρκα, την φθαρτήν και αντίθετον).38
Και σαν πρώτο αποτέλεσμα αντιλαμβάνεται την καταισχύνην του και κρύβεται από τον Θεόν. Κερδίζει, βεβαίως, κάτι απ΄ αυτό: το ότι γίνεται θνητός και το ότι διακόπτεται η αμαρτία, δια να μην γίνη αθάνατον το κακόν, και έτσι η τιμωρία αποβαίνει φιλανθρωπία. Διότι εγώ έτσι πιστεύω ότι τιμωρεί ο Θεός.
Αφού δε ετιμωρήθη προηγουμένως δια τα πολλά αμαρτήματα (από τα οποία εφύτρωσεν η ρίζα της κακίας) από διαφόρους αιτίας και κατά διαφόρους χρόνους, με τον λόγον, τον νόμον, τους προφήτας, τας ευεργεσίας, τας απειλάς, τας τιμωρίας, τας πλημμύρας, τας πυρκαϊάς, τους πολέμους, τας νίκας, τας ήττας, τα σημεία από τον ουρανόν, τα σημεία από τον αέρα, την γην και την θάλασσαν, με τας ανελπίστους μεταβολάς ανθρώπων, πόλεων και λαών, πράγματα τα οποία αποσκοπούσαν εις το να εξαφανισθή η κακία, έχει ανάγκην τελικά από κάποιο ισχυρότερον φάρμακον δια τας φοβερωτέρας ασθενείας, τας αδελφοκτονίας δηλαδή, τας μοιχείας, τας επιορκίας, τας ανωμάλους επιθυμίας και το χειρότερον και μεγαλύτερον από όλα τα κακά, την ειδωλολατρίαν και την μετατόπισιν της προσκυνήσεως από τον δημιουργόν εις τα δημιουργήματα. Επειδή δε είχεν ανάγκην από μεγαλυτέραν βοήθειαν, του δίδεται και τέτοια. Ήταν δε ο ίδιος ο Λόγος του Θεού ο προαιώνιος, ο αόρατος, ο μη δυνάμενος να περιορισθή, ο ασώματος, η αρχή η προερχομένη από την αρχήν, το φως το προερχόμενον εκ του φωτός, η πηγή της αθανασίας και της ζωής, το αντίγραφον του πρωτοτύπου κάλλους, η αναλλοίωτος σφραγίς, η απαράλλακτος εικών, ο όρος και ο Λόγος του Πατρός. Αυτός εισέρχεται εις την ιδίαν την εικόνα του,39 ενδύεται με σάρκα προς χάριν της σαρκός και με ψυχήν πνευματικήν προς χάριν της ψυχής μου, καθαρίζων έτσι το όμοιον με το όμοιόν του. Και γίνεται κατά πάντα, εκτός από την αμαρτίαν, τέλειος άνθρωπος.40 Γεννηθείς με από την Παρθένον, της οποίας και η ψυχή και το σώμα είχε καθαρισθή προηγουμένως από το Πνεύμα (διότι έπρεπε μεν και να τιμηθή η γέννησις, αλλά και να προτιμηθή η παρθενία), παραμείνας δε Θεός μετά την πρόσληψιν της ανθρωπίνης φύσεως. Γενόμενος εν από τα δύο αντίθετα, από την σάρκα δηλαδή και το Πνεύμα, από τα οποία το μεν ένα έκαμε το άλλο Θεόν, ενώ το άλλο έγενε Θεός.41 Ώ πόσον αξιοθαύμαστος είναι η νέα ένωσις! Ώ πόσον παράδοξος είναι η σύνθεσις! Ο υπάρχων δημιουργείται, ο αδημιούργητος πλάθεται, και ο απεριόριστος περιορίζεται δια μέσου της νοεράς ψυχής, η οποία μεσιτεύει εις την θεότητα και δια μέσου της υλικής φύσεως της σαρκός. Εκείνος ο οποίος δίδει τον πλούτον, γίνεται πτωχός˙ διότι γίνεται πτωχός κατά το ότι παίρνει την σάρκα μου, δια να γίνω εγώ πλούσιος με την θεότητά του. Εκείνος ο οποίος είναι γεμάτος αδειάζει˙ διότι αδειάζει από την δόξα του δι’ ολίγον καιρόν, δια να γευθώ εγώ την πληρότητά του. Ποίος είναι ο πλούτος της αγαθότητος; Ποίον είναι το μυστήριον το οποίον με περιβάλλει; Έλαβα την θείαν εικόνα και δεν την εφύλαξα. Παίρνει την σάρκα μου, και δια να διατηρήση την εικόνα, αλλά και δια να κάμη αθάνατον την σάρκα. Έρχεται εις δευτέραν συνάφειαν πολύ πιο παράδοξον από την πρώτην, καθόσον, τότε με έδωσε το καλύτερον, τώρα δε παίρνει το χειρότερον.42 Αυτό είναι ακόμη πιο ταιριαστόν εις τον Θεόν, αυτό είναι, δι’ όσους διαθέτουν κρίσιν, ακόμη πιο υψηλόν.
Τί θα μας είπουν δι’ αυτά οι συκοφάνται, οι πικρόχολοι ελεγκταί της θεότητος, οι κατήγοροι εκείνων τα οποία επαινούνται, οι σκοτεινοί εν σχέσει προς το φως, οι αστοιχείωτοι εν σχέσει προς την σοφίαν, εκείνοι χάριν των οποίων απέθανεν ο Χριστός χωρίς να ζητήση αντάλλαγμα, τα αχάριστα δημιουργήματα, τα πλάσματα του πονηρού; Κατηγορείς τον Θεόν δια την ευεργεσίαν του; Τον κατηγορείς ως μικρόν επειδή εταπεινώθη προς χάριν σου; Τον κατηγορείς επειδή είναι ο καλός ποιμήν, ο οποίος δίδει την ψυχήν του δια τα πρόβατα,43 πού ήλθε προς το πρόβατον το οποίον είχε χαθή,44 επάνω εις τους λόφους και τα βουνά εις τα οποία ελάτρευες τους θεούς,45 και αφού το βρήκε το σήκωσε επάνω εις τους ώμους του, επάνω εις τους οποίους εσήκωσε και τον σταυρόν, και το επανέφερεν εις την ουρανίαν ζωήν και το έβαλε μαζί με εκείνα τα οποία είχαν μείνει εκεί; Τον κατηγορείς επειδή ήναψε λύχνον, την ιδίαν την σάρκα του, και εσκούπισε την οικίαν (καθαρίζων τον κόσμον από την αμαρτίαν) και ανεζήτησε την δραχμήν, την εικόνα δηλαδή του Θεού, η οποία είχε καταχωνιασθή από τα πάθη, και επειδή συγκεντώνει δια την εύρεσιν της δραχμής τας φιλικάς προς αυτόν δυνάμεις, τας οποίας είχε μυήσει και εις το μυστήριον της σωτηρίας και τας κάνει μετόχους της χαράς του; Τον κατηγορείς επειδή τον λύχνον, ο οποίος ετοιμάζει τον δρόμον, και ο οποίος ετοιμάζει εις τον Κύριον λαόν εκλεκτόν και καθαρίζει και προετοιμάζει δια το Πνεύμα με το ύδωρ,46 τον ακολουθεί το υπέρλαμπρον φως, την φωνήν την ακολουθεί ο Λόγος και τον οδηγόν του νυμφίου ο νυμφίος; Δι’ αυτά κατηγορείς τον Θεόν; Δι’ αυτά τον θεωρείς κατώτερον, επειδή βάζει εις την μέσην του την ποδιάν και πλύνει τα πόδια των μαθητών του47 και δείχνει τον καλύτερον τρόπον να υψωθή κανείς, δηλαδή την ταπείνωσιν; Επειδή ταπεινώνεται χάριν της ψυχής η οποία έχει κυρτώσει προς τα κάτω, δια να ανυψώση μαζί του εκείνο το οποίον κλίνει προς τα κάτω από την αμαρτίαν; Πώς δε δεν τον κατηγορείς δια το ότι γευματίζει με τελώνας48 και εις τας οικίας τελωνών, και ότι κάνει μαθητάς του τελώνας, δια να κερδίση και αυτός κάτι; Τί δηλαδή; Την σωτηρίαν των αμαρτωλών. Ωσάν να ημπορούσε κανείς να κατηγορήση τον ιατρόν, επειδή σκύβει με κατανόησιν επάνω εις τας πληγάς, και ανέχεται την δυσωδίαν, δια να δώση την υγείαν εις εκείνους οι οποίοι ασθενούν, ή εκείνον ο οποίος από ευσπλαγχνίαν σκύβει επάνω από τον βόθρον δια να βγάλη απ’ εκεί το ζώον το οποίον έχει πέσει49 μέσα, όπως λέγει ο νόμος.
Απεστάλη μεν, αλλά ως άνθρωπος (επειδή ήτο διπλούς την φύσιν), επειδή και ένιωσε κούρασιν και επείνασε και εδίψασε και εδάκρυσε κατά τους φυσικούς νόμους. Εάν δε εστάλη και ως Θεός, τί σε ενοχλεί αυτό; Την θέλησιν50 του Πατρός, από τον οποίον προέρχεται, και τον οποίον τιμά ως αρχήν άχρονον, να την θεωρής ως αποστολήν, και να μην πιστεύης ότι είναι κάτι το αταίριαστον δια Θεόν. Επειδή λέγεται και ότι έχει παραδοθή, αλλά έχει γραφή επίσης ότι έχει παραδώσει τον εαυτόν του. Και ότι έχει αναστηθή από τον Πατέρα και έχει αναληφθή, αλλά και ότι έχει αναστήσει τον εαυτόν του και ότι θα έλθη πάλιν. Εκείνα προέρχονται από την θέλησιν του Πατρός, αυτά από την δύναμίν του. Συ δε τα μεν πρώτα τα θεωρείς μειωτικά, τα δε άλλα, τα οποία εξυψώνουν, τα παραβλέπεις. Και το ότι μεν έπαθε, το υπολογίζεις. Το ότι δε έπαθε με την θέλησίν του, δεν το αναφέρεις. Τι παθαίνει ακόμη και τώρα ο Λόγος! Από άλλους μεν τιμάται ως Θεός και ταυτίζεται με αυτόν, από άλλους δε περιφρονείται, επειδή είναι άνθρωπος, και χωρίζεται από τον Θεόν. Εναντίον ποίων να οργισθή περισσότερον; Ή, καλύτερα, ποίους να συγχωρήση; Εκείνους οι οποίοι ενώνουν λανθασμένα, ή εκείνους οι οποίοι χωρίζουν; Διότι και εκείνοι έπρεπε να διαχωρίζουν και τούτοι να ενώνουν˙ οι μεν με τον αριθμόν, οι δε με την Θεότητα.51 Εμποδίζεσαι από την σάρκα;52 Αυτό κάνουν και οι Ιουδαίοι. Μήπως τυχόν τον ονομάζεις και Σαμαρείτην;53 την συνέχειαν όμως δε θα την αναφέρω.54 Δεν πιστεύεις εις την Θεότητα; Αυτό δεν συμβαίνει ούτε με τους δαίμονας. Δύστυχε, πόσο πιο άπιστος είσαι ακόμη και από τους δαίμονας, και πόσο πιο αχάριστος από τους Ιουδαίους! Εκείνοι την ονομασίαν του Υιού την εθεώρησαν ως έκφρασιν ισοτιμίας,55 διότι δεν εγνώριζαν ακόμη τον Θεόν ο οποίος τον είχε στείλει. Διότι επίστευαν μόνον αφού επάθαιναν. Συ δε δεν δέχεσαι ούτε την ισότητα, ούτε και αναγνωρίζεις την Θεότητα. Θα ήταν καλύτερα δια σε να είσαι περιτετμημένος και να ευρίσκεσαι υπό την επήρειαν του δαίμονος, δια να εκφρασθώ κατά τρόπον αστείον, παρά να κατέχεσαι από πονηρίαν και αθεΐαν, ενώ είσαι υγιής και απερίτμητος.
Μετ’ ολίγον δε θα ίδης τον Ιησούν να καθαρίζεται εις τον Ιορδάνην56 όπως καθαρίζομαι και εγώ, ή, καλύτερα, να εξαγνίζη με την κάθαρσίν του τα νερά (διότι δεν είχεν ανάγκην καθαρισμού εκείνος ο οποίος σηκώνει την αμαρτίαν του κόσμου), και να ανοίγουν οι ουρανοί, να μαρτυρή δι’ αυτόν το όμοιόν του Πνεύμα, να δέχεται πειρασμούς και να τους νικά, να υπηρετήται από αγγέλους και να θεραπεύη κάθε ασθένειαν και κάθε αδυναμίαν, να δίδη ζωήν εις τους νεκρούς (πράγμα το οποίον είθε να συνέβαινε και εις σε ο οποίος έχεις νεκρωθή από την αμαρτίαν), να εκδιώκη τους δαίμονας, άλλοτε μεν ο ίδιος, άλλοτε δε δια μέσου των μαθητών του. Και να τρέφη με ολίγα ψωμιά χιλιάδας ανθρώπων, να περιπατή επάνω εις την θάλασαν, να προδίδεται, να σταυρώνεται και να σταυρώνη μαζί την αμαρτίαν μου. Να προσφέρεται θυσία σαν αμνός και να πορσφέρη θυσίαν σαν ιερεύς, να θάπτεται σαν άνθρωπος και να ανασταίνεται σαν Θεός, να ανεβαίνη εν συνεχεία εις τους ουρανούς δια να επιστρέψη με όλην του την δόξαν. Πόσαι εορταί υπάρχουν κάθε ημέραν δι’ εμέ από τα μαρτύρια του Χριστού! Σκοπός δε μοναδικός όλων αυτών είναι η τελειοποίησις και η αναδημιουργία μου και η επιστροφή μου εις την αρχικήν κατάστασιν του Αδάμ.
Τώρα δε δέξου μαζί μου την κυοφορίαν και σκίρτησε από χαράν, αν όχι όπως ο Ιωάννης από την κοιλίαν,57 τουλάχιστον όπως ο Δαβίδ μετά την τοποθέτησιν της κιβωτού εις την θέσιν της.58 Και να σεβασθής την απογραφήν,59 χάρις εις την οποίαν εγράφης εις τους ουρανούς˙ και να σεβασθής την γέννησιν χάρις εις την οποίαν ελύθης από τα δεσμά της γεννήσεως˙ και να τιμήσης την μικράν Βηθλεέμ, η οποία σε επανέφερεν εις τον παράσεισον˙ και να προσκυνήσης την φάτνην, χάρις εις την οποίαν, ενώ δεν είχες την καθοδήγησιν του λογικού, ετράφης από τον Λόγον. «Γνώρισε, όπως ο βους, τον κύριόν σου», σου παραγγέλει ο Ησαΐας, «και όπως ο όνος το παχνί του κυρίου του»60. Αν είσαι από τους καθαρούς, οι οποίοι σέβονται τον νόμον και ασχολούνται με το να επαναλαμβάνουν σαν μηρυκαστικά τους λόγους του και είναι επιδέξιοι εις την προσφοράν θυσιών, ή αν είσαι από εκείνους οι οποίοι ήσαν κάποτε ακάθαρτοι και δεν είχαν δικαίωμα να φάγουν από τα άγια, ούτε να θυσιάσουν, και ανήκαν εις την μερίδα των ειδωλολατρών, τρέξε μαζί με τον αστέρα και φέρε δώρα μαζί με τους μάγους, χρυσόν ωσάν εις βασιλέα, λίβανον ωσάν εις Θεόν και σμύρναν ωσάν εις νεκρόν, ο οποίος απέθανε προς χάριν σου. Δόξασε μαζί με τους ποιμένας, ύμνησε μαζί με τους αγγέλους, γίνου χορός δοξολογίας μαζί με τους αρχαγγέλους. Ας είναι η πανύγυρις κοινή δια τας ουρανίους και δια τας επιγείους δυνάμεις. Διότι πιστεύω ότι και εκείναι αγάλλονται και πανηγυρίζουν μαζί μας σήμερα, εφόσον είναι φίλοι του ανθρώπου και του Θεού, όπως τας παρουσιάζει ο Δαβίδ να ανεβαίνουν μετά το πάθος μαζί με τον Χριστόν, να τον προϋπαντούν και να παρακινή η μία την άλλην να ανοίξουν τας πύλας.61
Ένα πράγμα να μισήσης από όσα σχετίζονται με την γέννησιν του Χριστού, τον φόνον των νηπίων από τον Ηρώδην˙ ή, καλύτερα, και αυτήν να την σεβασθής ως θυσίαν συνομήλικον με τον Χριστόν, η οποία προσφέρεται πριν από την θυσίαν του νέου σφαγίου. Αν φεύγη εις την Αίγυπτον, φύγε και συ μαζί του. Είναι καλόν να φεύγης μαζί με τον Χριστόν όταν διώκεται. Αν παραμένη πολύ εις την Αίγυπτον και λατρεύεται σωστά εκεί, κάλεσέ τον από την Αίγυπτον. Πέρασε χωρίς μομφήν από όλας τας ηλικίας και τας δυνάμεις του Χριστού, ως μαθητής του Χριστού. Καθαρίσου, κάμε περιτομήν, αφαίρεσε το κάλυμμα που έχεις από την δημιουργίαν. Ύστερα δίδαξε εις το ιερόν, διώξε απ΄ εκεί τους εμπορευομένους τον οίκον του Θεού, άφησε να σε λιθοβολήσουν, αν θα πρέπει να το πάθης. Γνωρίζω καλά, ότι θα ξεφύγης ανάμεσα απ’ αυτούς οι οποίοι σε λιθοβολούν ωσάν Θεός. Διότι ο Λόγος δεν λιθοβολείται. Αν σε οδηγήσουν εμπρός εις τον Ηρώδην, μην του δώσης απάντησιν εις τα περισσότερα. Θα σεβασθή την σιωπήν σου περισσότερον από όσον θα σεβασθή τους πολλούς λόγους των άλλων. Αν σε μαστιγώσουν, ζήτησε να εκτελέσουν ολόκληρη την ποινήν. Φρόνισε να γευθής χολήν, πιές ξύδι, ζήτησε εμπτυσμούς, δέξου κτυπήματα και ύβρεις, στεφανώσου με τα αγκάθια του δυσκόλου δρόμου του Θεού, ενδύσου το κόκκινο ένδυμα, δέξου το καλάμι, άφησε να σε προσκυνήσουν εκείνοι οι οποίοι ειρωνεύονται την αλήθειαν. Τέλος, σταυρώσου μαζί με τον Χριστόν, νεκρώσου μαζί του, κατέβα πρόθυμα μαζί του εις τον τάφον, δια να αναστηθής και μαζί του, δια να δοξασθής και να βασιλεύσης μαζί του, βλέπων, όσον είναι δυνατόν και όπως ημπορείς να τον ιδής, τον Θεόν ο οποίος προσκυνείται και λατρεύεται ως Τριάς, και ο οποίος ευχόμεθα να φανερωθή καθαρά και εις ημάς τώρα, όσον είναι αυτό δυνατόν δια τους αιχμαλώτους εις την σάρκα, δια της χάριτος του Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών, εις τον οποίον ανήκει η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ωρισμένοι κώδικες έχουν τον τίτλον «Εις την αγίαν του Χριστού γέννησιν» ή «Εις την κατά σάρκα γέννησιν του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Ο τίτλος ακούγεται σήμερα κάπως παράξενα επειδή έχει επικρατήσει να λέγεται «Θεοφάνια» η Βάπτισις του Σωτήρος, εξ αιτίας της εμφανίσεως κατ’ αυτήν των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος. Εις την αρχαίαν όμως ανατολικήν Εκκλησίαν η Γέννησις και η Βάπτισις συνεωρτάζοντο, ως γίνεται ακόμη και σήμερα εις μόνην την Αρμενικήν Εκκλησίαν. Πλείονα περί του ζητήματος τούτου βλέπε εις Θρησκευτικήν και Ηθικήν Εγκυκλοπαιδείαν, τόμ. 6, στ. 360-363.
2. Το τμήμα αυτό του λόγου απετέλεσε την πηγήν της εμπνεύσεως του ποιητού του κανόνος των Χριστουγέννων, ο οποίος και το εχρησιμοποίησε κατά λέξιν. Η τελευταία δε φράσις («άσατε τω Κυρίω πάσα η γη») ανήκει εις τον Ψαλμόν 95, στ. 1.
3. Είναι φανερόν ότι με τας ερωτήσεις αυτάς ο Θεολόγος αναφέρεται αντιστοίχως εις την θείαν και την ανθρωπίνην φύσιν του Θεανθρώπου.
4. Με την γέννησιν του Κυρίου, όπως και κατά την δημιουργίαν του κόσμου με την δημιουργίαν του φωτός, το οποίον διέλυσε το σκότος το ευρισκόμενον «επάνω της αβύσσου» (Γέν. 1, 2).
5. Έξ. 10, 21.
6. Έξ. 13, 21.
7. Πρβλ. Ησ. 9, 2.
8. Β’. Κορ. 5, 17.
9. Το «γράμμα» και η «σκιά» αναφέρονται εις τον «Νόμον» τον Μωσαϊκόν, ενώ το «πνεύμα» και η «αλήθεια» εις την νέαν πραγματικότητα η οποία ενεφανίσθη εις τον κόσμον με την Γέννησιν του Σωτήρος.
10. Ψαλμ. 109, 4. Ο Μελχισεδέκ υπήρξε ένας από τους «τύπους» της Παλαιάς Διαθήκης δια τον Χριστόν. Περί του Χριστού δε ως ιερέως «εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» ομιλεί εν εκτάσει η «Προς Εβραίους» επιστολή (κεφ. 5, στ.6, και 10, κεφ. 6, στ. 20 και κεφ. 7).
11. Ο Χριστός ως Θεός δεν είχε μητέρα διότι εγεννήθη υπό του Πατρός, ενώ ως άνθρωπος δεν είχε πατέρα διότι συνελήφθη και ετέχθη υπό της Παρθένου «άνευ σποράς», ως ψάλλει και ο υμνωδός της Εκκλησίας μας. Ως Θεός ήτο αμήτωρ και ως άνθρωπος απάτωρ.
12. Ψαλμ. 46, 1.
13. Ο Ησαΐας βλέπει τον Χριστόν να φέρη εις τους ώμους τον σταυρόν, το σύμβολον της δυνάμεως και της νίκης του κατά του Σατανά, πράγμα το οποίον διασαφηνίζει ο Θεολόγος λέγων «τω σταυρώ συνεπαίρεται».
14. Ησ. 9, 5.
15. Ματθ. 3, 3.
16. Εβρ. 13, 8.
17. Εξ αιτίας της παρακοής, του λεγομένου «Προπατορικού αμαρτήματος».
18. Ρωμ. 5, 20.
19. Ο Θεολόγος υπονοεί ενταύθα την «βρώσιν του απηγορευμένου καρπού» η οποία επέφερε την πτώσιν των πρωτοπλάστων και κατέστησεν αναγκαίον («εδικαίωσε») το «παθείν τον Χριστόν».
20. Ο Γρηγόριος αρχίζει ν’ απαριθμή τας πράξεις τας οποίας πρέπει ν’ αποφύγουν οι πανηγυρίζοντες, δια ν΄ εορτάσουν, όπως είπε πααραπάνω, κατά τρόπον θεϊκόν και υπερκόσμιον. Από την απαρίθμησιν δε αυτήν σχηματίζεται μία από τις όψεις τας οποίας επαρουσίαζαν και τότε αι πανηγύρεις, η κοσμική δηλαδή και αρνητική.
21. Πρβλ. Ρωμ. 13, 13.
22. Υπό την ονομασίαν «Έλληνες» νοούνται, ως γνωστόν, οι ειδωλολάτραι, οι μη Χρηστιανοί, οι άλλως και «εθνικοί» η «έθνη» καλούμενοι.
23. Τους λόγους τούτους του Θεολόγου αντιγράφει κατά λέξιν ο υμνογράφος των στιχηρών των Αίνων της Πεντηκοστής, αποδίδων αυτούς εις το Άγιον Πνεύμα: «Το Πνεύμα το Άγιον ην μεν αεί, και έστι και έσται…»
24. Όταν ο Θεός ενεφανίσθη εις τον Μωϋσή επί του όρους Χωρήβ με την μορφήν της καιομένης βάτου και τον ηρώτησεν ο Μωϋσής ποίον είναι το όνομά του, του απεκρίθη με τους λόγους: «Εγώ ειμι ο ών» (Έξ. 3, 14).
25. Ίσως το χωρίον τούτο του Θεολόγου να απετέλεσε την βάσιν από την οποίαν εξεκίνησεν ο ομώνυμός του Γρηγόριος Παλαμάς δια να εκθέση συστηματικά την διάκρισιν μεταξύ αοράτου θείας ουσίας (κατ’ αυτόν) και ορατών θείων ενεργειών («περί αυτόν»).
26. Το χωρίον αυτό το έχει χρησιμοποιήσει κατά λέξιν ο ιερός Δαμασκηνός εις την Έκθεσιν της ορθοδόξου πίστεως.
27. «Είς τα παρελθόντα» όπως σχολιάζει ένα χειρόγραφον εις το περιθώριον. Το σχόλιον συνάγεται λογικά και από το «τα εξής» (τα μέλλοντα) που ακολουθεί.
28. Ο Θεολόγος εδέχετο το κρατούν τότε γαιοκεντρικόν σύστημα, κατά το οποίον ο ήλιος εκινείτο γύρω από την γην.
29. Το σχέδιον της σωτηρίας του ανθρώπου δια της ενσαρκώσεως του Λόγου. Ο όρος αυτός εχρησιμοποιείτο από τους Πατέρες δια το τμήμα της θεολογίας το αναφερόμενον εις την σωτηρίαν, ενώ «θεολογία» απεκαλείτο η περί Θεού διδασκαλία γενικώτερα.
30. Βλέπε την σχετικήν όρασιν του Ησαΐου (κεφ. 6, στ. 2 ε.) εις την οποίαν περιγράφεται η λατρεία του Θεού υπό των Σεραφείμ με τον ύμνον «άγιος, άγιος, άγιος Κύριος Σαβαώθ».
31. Ο Θεολόγος αναφέρεται κατά πάσαν πιθανότητα εις τον Μέγαν Αθανάσιον, οοποίος ησχολήθη διεξοδικώτατα και εφιλοσόφησε «κάλλιστά τε και υψηλότατα» τα περί του Θεού εις τα κατά των Αρειανών έργα του.
32. Αγαθότητα και μάλιστα «άκραν» αποκαλεί ο Θεολόγος τον Θεόν.