Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Παρίσι 1824-1825

Ο Γάλλος φιλόλογος και ιστορικός Claude Charles Fauriel (21 Οκ-τωβρίου 1772 – 15 Ιουλίου 1844) ήταν ο πρώτος που εξέδωσε  Ελ-ληνικά Δημοτικά Τραγούδια,αν και δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα.Ήταν ο πρώτος που δημοσίευσε συγκροτημένη έκδοση νεοελληνικών δημοτικών τραγουδιών με τον τίτλο «Chants popu-laires de la Grèce moderne»,στο Παρίσι σε δύο τόμους (1824 – 1825).Στον πρόλογο της συλλογής του,έχοντας υπόψη προεργα-σίες άλλων λογίων όπως του Γερμανού βαρόνου Χάξτχάουζεν,των Ελλήνων Μουστοξύδη, Μαυρομάτη, Σχινά κ.α.,γράφει «η συλλο-γή που παρουσιάζω είναι η πρώτη που δημοσιεύεται,αυτό είναι μια εξαιρετική εύνοια της τύχης,που δεν επερίμενα».Κατά τον σύγχρονο Έλληνα λαογράφο Δημήτρη Λουκάτο,το φιλλεληνικό έργο του Φοριέλ βοήθησε πολύ τον επαναστατικό αγώνα των Ελ-λήνων,ίσως πολύ περισσότερο και από οποιαδήποτε υλική βοήθεια από το εξωτερικό.
Σημειώνεται ότι τη νεοελληνική γλώσσα,τα ήθη και τα έθιμα,τη ζωή και την κατάσταση γενικότερα των Ελλήνων διδάχθηκε στο Παρίσι και σ΄ άλλα μέρη από παρεπιδημούντες Έλληνες σπουδαστές,εμπόρους και ναυτικούς.Τα δε τραγούδια της συλλογής του ο Φοριέλ τα συνέλεξε βασιζόμενος στις παρακάτω πηγές (όπως α-ναφέρει ο ίδιος στους προλόγους του):

-Έλληνες από διάφορα μέρη του έδιναν ή του έστελναν τραγούδια
-Έλληνες (τεχνίτες και νοικοκυρές) των παροικιών της Βενετίας και της Τεργέστης,όπου ταξίδεψε ο ίδιος,του υπαγόρευαν ή του έγραφαν τα τραγούδια που ήξεραν και τραγουδούσαν οι ίδιοι
-μερικά τραγούδια από συλλογή του Αδαμαντίου Κοραή.
Εκτός των παραπάνω,η σύγχρονη κριτική θεωρεί πως,ως πρώτο πυρήνα της συλλογής του,ο Φο-ριέλ χρησιμοποίησε μέρος της ανέκδοτης ως τότε προεργασίας του Χάξτχάουζεν.

Από τις παραλλαγές κάθε τραγουδιού που έφταναν στον Φοριέλ,διάλεγε αυτή που θεωρούσε αι-σθητικά και γλωσσικά καλύτερη ή συνδύαζε τμήματα από αυτές,αφού έπαιρνε τη γνώμη Ελλήνων λογίων της Διασποράς.Ο πρόλογος που έγραφε για κάθε τραγούδι περιείχε πληροφορίες από πρόσωπα ενημερωμένα.Για τα τραγούδια του Εικοσιένα,οι πληροφοριοδότες του είχαν γνωρίσει προσωπικά τους οπλαρχηγούς στους οποίους αυτά αναφέρονταν.

Στους δύο τόμους ο Φοριέλ παρουσίασε 130 τραγούδια.Στον πρώτο τόμο προηγείται μακρά (144 σελίδων) εισαγωγή του για την ελληνική λαϊκή μούσα.Ακόμα,πριν από κάθε τραγούδι,προτάσσει επαρκές ενημερωτικό σημείωμα.Φυσικά,δίνεται και μετάφραση (στα Γαλλικά) των τραγουδιών.
Μετά τον θάνατό του στο διασπασμένο αρχείο του βρέθηκαν κι άλλα (ανέκδοτα) Ελληνικά Δημο-τικά Τραγούδια.Όλα μαζί (εκδοθέντα και ανέκδοτα) τα συμπεριέλαβε ο Αλέξης Πολίτης στην υπό την επιμέλειά του έκδοση «Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, τ. Α’. Η έκδοση του 1824-1825» (σελ. 375) και τ. Β’ «Ανέκδοτα κείμενα. Αναλυτικά κριτικά υπομνήματα. Παράρτημα και Επίμετρα» (σελ. 355), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999.

Όπως και στο έργο του Ν.Γ. Πολίτη,και στο υλικό του Κ. Φοριέλ η αρχική μορφή των Δημοτικών Τραγουδιών τυγχάνει ελεγχόμενη,όχι λόγω συνεχών μεταβολών τους στο χρόνο (που λογικά συ-νέβησαν),αλλά λόγω παρεμβάσεων των συλλεκτών/εκδοτών τους.
Παρουσιάζω τους δύο τόμους του έργου του Φοριέλ (από την ψηφιακή βιβλιοθήκη του Πανεπι-στημίου Κρήτης),όπως πρωτοεκδόθηκαν.

Κάντε λήψη:

Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Παρίσι (τ. α΄) 1824
Claude Fauriel, Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια, Παρίσι (τ. β΄) 1825

Γιάννης Βασ. Πέππας, Φιλόλογος-Συγγραφέας

Η γιορτή Φώτων στήν λησμονημένη Ιωνία μας…

Ιωάννα Κοκκίνου

5 Ιανουαρίου  · 

Οι μέρες των εορτών τελειώνουνε, πήραμε κάποια νότα χαράς έστω και με άδειες τσέπες αρκετοί από εμάς, μας περιμένει τώρα στυγνό το αύριο, αλλά και πάλι να μάθουμε να μη απελπιζόμαστε γιατί κάθε μέρα πού περνάει φέρνει πάνω της και μια αλλαγή, και ας ελπίσουμε ότι κάτι θα γίνει στο τέλος, κάποια νέα κατάσταση θα ξεφυτρώσει…

Άντε παιδιά, δεν θα μας αφήσει στο τέλος ο Θεός, και ας έχουμε κουράγιο ελπίζοντας σε μια νέα Ανατολή τόσο για εμάς, όσο και για τα νέα παιδιά μας ελπίδα του αύριο, αλλά και για την Πατρίδα, για όλους μας…

Μέρες των Θεοφανείων έρχονται, ανοίγουν οι ουρανοί το βράδυ της παραμονής λέγανε οι παλιοί, σοφοί οι παλιοί με τις αγνές παραδόσεις τους πού τις ποδοπατήσαμε εμείς οι νεότεροι έξυπνοι και φθάσαμε εδώ πού φθάσαμε, αν όχι στον πάτο του πηγαδιού αλλά λίγο πιο πάνω από τις πηγές του…

Θα παραθέσουμε τώρα μια περιγραφή των Θεοφανείων στην Μικρά Ασία από τον γνωστό συγγραφέα αείμνηστο Φώτη Κόντογλου, βραβευμένο από την Ακαδημία Αθηνών στο γνωστό έργο του «Τά Φώτα στο Αϊβαλί» για να θυμηθούμε και λίγο τις λησμονημένες (αλλά όχι χαμένες) πατρίδες…

«…Στα θαλασσινά τα μέρη ρίχνουνε τον Σταυρό, ύστερ’ από τη Λειτουργία των Θεοφανείων. Έτσι τον ρίχνανε καί στην πατρίδα μου, κ’ ήτανε ένα θέαμα έμορφο και παράξενο…

Τό καΐκι μέ τούς επισήμους.

Όλοι έτοιμοι γιά τήν ρίψη τού Σταυρού.. Ξεκινούσε η συνοδεία από τη Μητρόπολη. Μπροστά πηγαίνανε τα ξαφτέρουγα και τα μπαϊράκια, κ’ ύστερα πηγαίνανε οι παπάδες με τον δεσπότη, ντυμένοι με τα χρυσά τα άμφια, παπάδες πολλοί κι αρχιμαντρίτες, γιατί η πολιτεία είχε δώδεκα εκκλησίες, και κατά τις επίσημες μέρες στις μικρές ενορίες τελειώνανε γλήγορα τη Λειτουρ­γία και πηγαίνανε οι παπάδες στη μητρόπολη, για να γίνεται η γιορ­τή πιο επίσημη.

Οι ψαλτάδες ήτανε και κείνοι κάμποσοι κ’ οι πιο καλλίφωνοι, και ψέλνανε με μεγαλοπρέπεια βυζαντινά, δηλαδή ελ­ληνικά, κι όχι σαν σήμερα πού τρελλαθήκαμε και κάναμε την ψαλ­μωδία μας σαν ανάλατα και ξενικά θεατρικά τραγούδια. Από πίσω ακολουθούσε λαός πολύς.

Σαν φτάνανε στ’ Αγγελή τον Γιαλό, όπως λέγανε κείνη την ακρογιαλιά, ο δεσπότης με τους παπάδες ανεβαίνανε σε μια μεγάλη σανιδωτή σάγια εμορφοσκαρωμένη, για να κάνουνε τον Αγιασμό.

Ο κόσμος έπιανε την ακρογιαλιά κι ανέβαινε ο καθένας όπου εύρισκε, για να μπορεί να βλέπει. Τα σπίτια πού ήτανε ένα γύρο γεμίζανε κόσμο.

Οι γυναίκες θυμιάζανε από τα παραθύρια. Από το μέρος της θάλασσας ήτανε μαζεμένα ίσαμε 100 καΐκια και βάρκες αμέτρητες, με τις πλώρες γυρισμένες κατά το μέρος πού στεκότανε ο δεσπότης.

Έτσι πού ήτανε παραταγμένα τα καΐ­κια, μοιάζανε σαν αρμάδα πού θα κάνει πόλεμο.

Πιο ανοιχτά, κατά το πέλαγο, έβλεπες φουνταρισμένα τα μεγάλα καΐκια, γεμάτα κόσμο και κείνα. Άλλα πάλι είχανε περιζωσμένες τις βάρκες πού βρισκόντανε γιαλό, κ’ ήτανε κι αυτά γεμάτα κόσμο, προ πάντων θαλασσινοί και παιδομάνι.

Σ’ αυτά τα μέρη κάνει πολύ κρύο, και τις πιο πολλές φορές οι αντένες των καραβιών ήτανε χιονισμένες, ένα θέαμα πολύ έμορφο. Απάνου στα ξάρτια και στις σκαλιέρες, στις γάμπιες και στα μπαστούνια των καραβιών ήτανε σκαλωμένοι πλήθος θαλασσινοί, μεγάλοι και μικροί. Η θάλασσα ήτανε κοιμισμένη, μπουνάτσα.

Κρούσταλλα κρεμόντανε από τα ξάρτια σε πολλά καΐκια. Κρύο τάρταρος. Στην κάθε βάρκα από κείνες πού είχανε κοντοζυγώσει στη στε­ριά και περιμένανε να πέσει ο Σταυρός στη θάλασσα, στεκόντανε από ένα – δυο νοματέοι απάνω στην πλώρη, ενώ άλλοι δυο ήτανε στα κουπιά.

Αυτοί πού στεκόντανε ορθοί στην πλώρη, ήτανε ολόγυμνοι, εξόν ένα άσπρο βρακί πού φορούσανε σαν πεστιμάλι. Οι πιο πολλοί ήτανε σαν θεριά, χεροδύναμοι, πλαταράδες, χοντρολαίμηδες, μαλλιαρόστηθοι, τα κορμιά τους ήτανε κόκκινα από το κρύο.

Τα ποδάρια τους ήτανε γερά και φουσκωμένα σαν αδράχτια, θαλασσάνθρωποι, γεμιτζήδες, κοντραμπατζήδες, ψημένοι με τ’ αλάτι. Οι πιο πολλοί είχανε ριχμένες στις πλάτες τις γούνες τους, για να μην παγώσουνε, Ένα – δυο όμως στεκόντανε γυμνοί και κάνανε κάπου – κάπου τον σταυρό τους. Μα το μάτι τους ήτανε καρφωμένο στο μέρος πού θα ‘ριχνε τον Σταυρό ο δεσπότης.

Ανάμεσα στους γυμνούς ήτανε ο Κωστής ο Γιωργάρας, ο Στρατης ο Μπεκός,ο Γιωργής ο Σόνιος, ο Δημητρός ο Μπούμπας, Πέτρος ο Κλόκας, ο Βασίλης ο Αρναούτης, ο παλαβό – Παρασκευάς κι άλλοι.

Σαν να τους βλέπω μπροστά μου. Ο Γιωργάρας ήτανε μιαν ανθρωπάρα θηρίο, σαν Κουταλιανός, με μουστάκια μαύρα, μ’ έναν λαιμό σαν βαρέλι. Είχε δεμένο στο κεφάλι του ένα μαντίλι κ’ ήτα­νε ίδιος κουρσάρος. Ακουμπούσε απάνω σ’ ένα κοντάρι, λες κ’ ήτανε ο Ποσειδώνας ζωντανός.

Ο Δημητρός ο Μπούμπας ήτανε ένα άλλο θεριόψαρο, χοντρός και κοντόφαρδος, μαυριδερός σαν Σαρακηνός, και καθότανε ανεκούρκουδος, σκεπασμένος με τη γούνα του, με το μάτι του καρφωμένο στον δεσπότη.

Ο Πατσός ο Αράπης, ο λεγόμενος παλαβό – Παρασκευάς, είχε γένεια κατσαρά και κόκκινα και το πετσί του ήτανε από φυσικό του κόκκινο. Στο κορμί ήτανε αντρειωμένος και σβέλτος σαν τζαμπάζης και δεν χαμπάριζε ολότελα από κρύο. Στο σουλούπι ήτανε ίδιος Ρούσος.

Αυτός ήτανε ανεβασμένος απάνω στα ξάρτια σε μια μπρατσέρα φουνταρισμένη, και στεκότανε δίχως να σαλέψει, σαν τ’ άγαλμα. Μυστήριο πώς δεν πάγωνε!

O Πέτρος ο Κλόκας ήτανε ο μονάχος πού δε φορούσε βρακιά. Αυτός ήτανε ευρωπαϊσμένος, φορούσε στενό πανταλόνι και ναυτικό σκουφί. Στο κορμί ήτανε λιγνός και μάγκας στο σχέδιο.

Τα χέρια του τα ‘χε μπλεγμένα μπροστά στο στήθος του και σουλατσάριζε απάνω στη βάρκα, ολοένα μιλούσε κ’ έκανε και κάμποσα θεατρικά.

Σαν σίμωνε λοιπόν η συνοδεία στη θάλασσα, κι ακουγότανε από μακριά η ψαλμωδία, γινότανε μεγάλος αλαλαγμός απάνω στις βάρκες.

Οι βουτηχτάδες πετούσανε τις γούνες τους κ’ οι άλλοι τραβούσανε τα κουπιά, για να ‘ναι οι βάρκες τους κοντά στο μέρος πού θα ‘πεφτε ο Σταυρός. Άλλοι φωνάζανε από τα ξάρτια, άλλοι μαλώνανε, άλλοι ανεβαίνανε στις κουπαστές για να δούνε. Τέλος φτάνανε οι στρατιώτες και ταχτοποιούσανε τον κόσμο.

Μπροστά πήγαινε ο αξιωματικός ο Τούρκος κι άνοιγε τον δρόμο να περάσει ο δεσπότης, κ’ έλεγε: «Γιόλ βέριν εφεντιά!» – δηλαδή: «Κάνετε δρόμο στον αφέντη!» Ο στρατός αραδιαζότανε σε παράταξη κ’ οι ψαλτάδες ψέλνανε πολλές φορές «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου, Κύριε».

Στο τέλος το ‘ψελνε κι ο δεσπότης κ’ έριχνε τον Σταυρό στη θάλασσα. Αλαλαγμός σηκωνότανε μέσα στη θάλασσα. Οι βάρκες και τα καΐκια καργάρανε τα κουπιά και τρακάρανε το ‘να τ’ άλλο.

Οι πλώ­ρες χτυπούσαμε η μια την άλλη. Κουπιά, κοντάρια, καμάκια, απόχες μπερδευόντανε μεταξύ τους. Οι βουτηχτάδες πέφτανε στο νερό κ’ ή θάλασσα άφριζε σαν να παλεύανε σκυλόψαρα.

Πολλοί απ’ αυτούς κάνανε ώρα πολλή ν’ ανεβούνε απάνω, παίρνανε μακροβούτι και ψάχνανε στον πάτο να βρούνε τον Σταυρό. Για μια στιγμή φανερωνότανε κανένα κεφάλι και βούλιαζε γλήγορα πριν να το δεις.

Άξαφνα βγήκε ένα κεφάλι με κόκκινα γένεια κ’ ένα χέρι ξενέρισε και βαστούσε τον Σταυρό. Ήτανε ο παλαβό – Παρασκευάς. Με δυο – τρεις χεροβολιές κολύμπησε κατά το μέρος του δεσπότη και σκάλωσε στην αραξιά.

Έκανε μετάνοια και φίλησε το χέρι του κ’ έδωσε τον Σταυρό.

Ο δεσπότης τον πήρε, τον ασπάστηκε και τον έβαλε στον ασημένιο δίσκο κ’ υστέρα έδωσε τον δίσκο στον Παρασκευά.

Οι ψαλτάδες πιάσανε πάλι και ψέλνανε κι ο κόσμος αλάλαζε. Ύστερα η συνοδεία τράβηξε πάλι για την εκκλησιά.

Ο Παρασκευάς θεόγυμνος, με τον δίσκο στα χέρια, γύριζε στους μεγάλους καφενέδες και στις ταβέρνες κ’ έρριχνε ο κάθε ένας ό,τι ρεγάλο ήθελε.

Τόσες ώρες ολόγυμνος και βρεμένος, με παγωμένο βρακί, μήτε κρύωνε, μήτε κάνε τους ώμους του δεν ανεσήκωνε.

Όπως ήτανε κοκκινογένης αστακόχρωμος, έλεγε κανένας πώς ήτανε ο Σκύθης Ανάχαρσις, πού γύριζε τον χειμώνα γυμνός μέσα στην Αθήνα τα παλιά τα χρόνια, κ’ οι Αθηναίοι τον ρωτούσανε γιατί δεν κρυώνει, κι αυτός αποκρινότανε πώς όλο το κορμί του είναι σαν το κούτελο, πού δεν κρυώνει ποτές.

Την ώρα πού έπεφτε ο Σταυρός στη θάλασσα, όλα τα καΐκια και τα καράβια, πού ήτανε φουνταρισμένα ανοιχτά στο πέλαγο, γυρίζανε την πλώρη τους κατά την Ανατολή, από κει πού ήρθε ο Χριστός στον κόσμο.

Από το βιβλίο του συγγραφέα Φώτη Κόντογλου «Το Αϊβαλί η πατρίδα μου»

http://patrablog.blogspot.gr/2014/01/blog-post.html#more

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα – Πηνελόπη Δέλτα

(Η επίκαιρη ιστορία της Πηνελόπης Δέλτα, που αξίζει να διαβάσετε με ανοικτές καρδιές, καθώς διερχόμαστε μέσα από την ευλογημένη περίοδο των Χριστουγέννων του 2021 κι αποδράμουν οι «εορτασμοί» – τρόπος του λέγειν – των 200 ετών από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης του 1821 – Κείμενο που διαβάσαμε ως ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ, εις ανάμνηση ηρώων κι αγίων προτύπων μας, κατά την εκδήλωσή μας, του Δεκεμβρίου 2021, για την υποστήριξη των αστέγων της Αθήνας και την επίσκεψή μας στο Μετόχιο του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα)

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα το 1822 - ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ


Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν.

Ήταν ν’ αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι.

Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φθάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.

Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα – που να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! – τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα-όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.

Πηνελόπη Δέλτα: Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα (Τουρκοκρατία: 1453-1821) |  ΕΛΛΑΔΑ | antinews.gr

Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπια στης. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μωριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.

Και λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς.

Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες, και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον υπερήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά Υδρέικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι.

Και όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες, και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης: – Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.

Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με επτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα Υδρέικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια, και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.

Τα μεσολογγίτικα Χριστούγεννα - The Daily Owl

Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών, από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους.

Και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοι του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι’ αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.

Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν· και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιά-ζουν. Και ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του υπερήφανου πασά.

Μα επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.

Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων.

Πλάγι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ’ ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.

Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ’ ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.

Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.

-Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: – Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε.

Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα-πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».

– Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι – πρώτα ο Θεός…

Μα το πρόσωπο του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.

-Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ’ ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάγει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αρματωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι».

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πλιάσα.

– Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν.

Έριξε ο Αλβανός μια πλαγινή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, φώναξε:

– Ή αύριο ή ποτέ.

Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:

– Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας, τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.

-Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα.

Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.

Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.

Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα Ελληνικά καράβια· 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα…

Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ’ ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

-Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή.

Και μ’ ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:

-Μπα, δε μιλάει αυτός!

-Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

-Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου, είπε με τρόπο που ν’ ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ’ όσα λέμε… – με το χέρι έκοψε τον αέρα: Έννοια σου!… Δε μιλάει αυτός.

Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.

Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γίνει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γίνει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ’ αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος…

Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.

Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν’ ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν’ αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του…

Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι’ την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν’ αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.

Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ’ αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων.

Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχθηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας.

Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

– Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερντέ και πήγαινε· δε σε θέλω πια.

Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.

Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο.

Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν… Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.

Μα θα μπορέσει να το σώσει;

Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων…

Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε και, λίγο-λίγο, απόσβηνε και από ένα καρβουνάκι και σκορπούσε η στάχτη.

Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της… Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά· γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει…

Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων…

Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά· ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ’ ένα καρφί και βγήκε έξω.

Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη.

Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό… γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες…

-Ε, μπαρμπα-Γιάννη, για πού;

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.

Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

-Πάγω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.

Του φώναξε ο Τούρκος:

– Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!

Και κακανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.

Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ’ όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων· μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.

Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν’ αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.

Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους· το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι.

Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδρέικα καράβια…

Μ’ αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι…

Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντίλι τού έγνεφε να πλησιάσει.

Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.

– Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;

– Έλα, μη φοβάσαι… είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο.

Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος· τα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σα να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.

Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.

-Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

– Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ρι-χθούν οι Τούρκοι.

Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.

– Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα ‘πε όλα αυτά;

-Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός.

Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.

– Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε.

-Πώς τα ‘μαθές αυτά που λες; ρώτησε.

-Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και τ’ άκουσα.

– Ποιοι ήταν οι πασάδες;

Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπούσαν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.

– Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι απ’ αλλού, μην τους πιστέψετε.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.

– Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.

Ο ξένος έκανε ν’ απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια. Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

– Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.

Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπο του, η όψη του ήταν αναλυμένη.

– Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, έκανε, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου…

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.

Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.

Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στου Μάκρη και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφτίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα· την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμινια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ’ αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος· ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ροζοκότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά. Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.

Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οκτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δύο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ’ εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.

Χριστούγεννα 1822: Όταν οι τούρκοι επιτέθηκαν την αυγή στο Μεσολόγγι

Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογογούσαν τους άντρες, και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.

Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.

Και τότε άρχισε το πανηγύρι.

Από τη μίαν άκρη στην άλλη του τοίχου, φωνές και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα’ με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι· τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς· τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.

Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο.

Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν.

Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι.

Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.

Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα.

Τ’ ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά, και κλειούν το Μακρυνόρος.

Τ’ ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει. Παραμονή Άη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν, που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.

Έτσι εόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.

Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν ν’ ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησιδάκι ν’ ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.

Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει.

Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο· ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από που ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης· τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.

Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του.

Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του· τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του που, με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.

Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

Αφιέρωμα - Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Θεοφάνεια - Έθιμα απο όλο τον Κόσμο

Φαίδρος (Πλατωνικός διάλογος)

Διαβάστε όλον το διάλογο ΕΔΩ

Χωροθέτηση του Πλατωνικού διαλόγου «Φαίδρος» στις όχθες του Ιλισσού |  ΑΡΧΑΙΩΝ ΤΟΠΟΣ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αρχή του Φαίδρου σ΄ ένα από τα σημαντικότερα χειρόγραφα του Πλάτωνα του Codex Clarkianus 39 στη Βιβλιοθήκη Μπόντλιαν (Bodl

Plato-raphael.jpg

Πλάτων, λεπτομέρεια στο κέντρο της σύνθεσης του Ραφαήλ «Σχολή των Αθηνών» {{III.ΤΕΤΡΑΛΟΓΙΑ
*Παρμενίδης *Φίληβος *Συμπόσιον *Φαίδρος *Λοιπές Τετραλογίες
Πηγή:Θράσυλλος γραμματικόςPlatonis Opera, ed. John Burnet, Oxford University Press, 1903 (Φαίδρος) }}—«Ώ αγαπητέ μου Πάνα και σείς οι άλλοι θεοί της περιοχής εδώ, βοηθείστε με να γίνω ωραίος μέσα μου, στην ψυχή μου. Και όσα εξαιρετικά χαρίσματα έχω, να είναι φιλικά με όσα έχω μέσα μου. Πλούσιο να νομίζω τον σοφό. Και τόσο χρυσάφι να έχω όσο να μην μπορεί να σηκώσει ή να μεταφέρει παρά μόνον ο σώφρων» Επίλογος [279].Απόδοση στη νεοελληνική eian Library) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Ο Φαίδρος είναι διάλογος του Πλάτωνα που διαδραματίζεται σε ένα σημείο της όχθης του Ιλισού, κάτω από ένα πανύψηλο πλατάνι, όπου φέρεται ο Σωκράτης να συζητεί με τον νεαρό μαθητή του Φαίδρο, σχετικά με τον έρωτα και τη ρητορική, παίρνοντας αφορμή από ένα λόγο που είχε απαγγείλει λίγο προηγουμένως ο ρήτορας Λυσίας στον Φαίδρο.[1] Γράφτηκε κατά την περίοδο της ωριμότητας (μέση χρονική περίοδος 386 – 367 π.Χ.).[2] Το πρώτο μέρος του διαλόγου είναι αφιερωμένο στον έρωτα και το δεύτερο στη ρητορική.

ΣυγγραφέαςΠλάτων
ΤίτλοςΦαῖδρος
Γλώσσααρχαία ελληνικά
Είδοςσωκρατικός διάλογος
ΣειράΠλατωνικός διάλογος
ΧαρακτήρεςΣωκράτης
δεδομένα (π • σ • ε )

Πίνακας περιεχομένων

Το φτερωτό άρμα της ψυχής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σωκράτης περιγράφει την ψυχή ως μια αθάνατη ουσία η οποία κινείται στον υπερουράνιο χώρο διαιρεμένη σε τρία μέρη, τα δύο από τα οποία έχουν μορφή αλόγου και το τρίτο μορφή ηνιόχου, το ένα κακότροπο, που συμβολίζει το αισθησιακό στοιχείο του ανθρώπου και την ευτέλεια της σάρκας, και το άλλο πνευματικό, που συγγενεύει με τους θεούς και μπορεί να ατενίζει το υπερουράνιο κάλλος. Το ένα, λοιπόν, από τα δύο άλογα, αυτό που είναι στην καλύτερη θέση, έχει σώμα στητό και καλοδεμένο, τον αυχένα του ψηλό, τη μύτη του γαμψή, είναι άσπρο, με μαύρα μάτια, είναι φιλότιμο, συνετό και σεμνό, αγαπάει την αληθινή δόξα, δεν έχει ανάγκη από χτυπήματα, αλλά καθοδηγείται μόνο με λόγο και το παράγγελμα· το άλλο, πάλι, έχει στραβό σώμα, είναι παχύ, κακοσχηματισμένο, με χοντρό αυχένα και κοντό λαιμό, πλατυπρόσωπο, μαύρο με μάτια γκριζογάλαζα και αιματώδη, ρέπει στην ύβρη και τη αλαζονεία, είναι κουφό και έχει τριχωτά αυτιά, και πολύ δύσκολα υπακούει στα χτυπήματα με το μαστίγιο και στα κεντρίσματα. Όταν λοιπόν ο ηνίοχος δει το ερωτικό όραμα, και με τι αισθήσεις θερμάνει ολόκληρη τη ψυχή του από αυτή τη θέα και βαθμιαία ο ίδιος γεμίσει από τα προκλητικά κεντρίσματα του πόθου, το άλογο που είναι υπάκουο στον ηνίοχο, επειδή και τότε -όπως και πάντα- συγκρατιέται από τη σεμνότητα, ελέγχει τον εαυτό του και δεν πηδά πάνω στον αγαπημένο· όμως το άλλο άλογο δεν δίνει σημασία ούτε στο μαστίγιο, ούτε στα κεντρίσματα του ηνιόχου, πετάγεται απότομα και με βία προς τα μπρος και ταλαιπωρώντας με κάθε τρόπο το σύντροφό του και τον ηνίοχο, τους αναγκάζει να ορμήσουν επάνω στον αγαπημένο και να θυμηθούν την ομορφιά των ηδονών. Και βέβαια αυτοί στην αρχή αγανακτούν και αντιστέκονται καθώς νιώθουν να αναγκάζονται να κάνουν φοβερά πράγματα· όμως στο τέλος, όταν δε βρίσκει τέρμα το κακό άλογο, αφήνονται να συρθούν από το κακό άλογο, υποχωρώντας και συμφωνώντας να κάνουν ό,τι εκείνο τους διατάζει. Όταν αντικρίζει την όψη αυτή ο ηνίοχος, με τη μνήμη του του γυρίζει πίσω, στην πρωταρχκή φύση της ομορφιάς, και τη βλέπει πάλι να δεσπόζει, συνοδευόμενη από τη σωφροσύνη, επάνω σ΄ ένα βάθρο αγνότητας. [253c-254b].

Οι τρεις μύθοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρεις μύθοι παρεμβάλλονται στη φιλοσοφική συζήτηση του διαλόγου «Φαίδρος» (από το όνομα του μοναδικού εδώ, συνομιλητή του Σωκράτη). Στον πρώτο μύθο ο Πλάτων αναδιηγείται τον ποιητικό μύθο της αρπαγής της Ωρείθυιας από τον Βορέα, που έγινε στον τόπο όπου ο Σωκράτης για πρώτη φορά έξω από τα τείχη της πόλης και όχι στη πολυσύχναστη αγορά της θα διαλεχθεί με τον Φαίδρο.[3]

Βορέας και Ωρείθυια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Φαιδρος βγήκε με τον Σωκράτη προς τον Ιλισσό, εκεί που ήτανε κάποιος βωμός του Βορέα τον ρωτάει πολύ χαρακτηριστικά: «Για πες μου, Σωκράτη, απ΄εδώ κάπου δεν λένε, πως άρπαξε ο Βορέας την Ωρείθυια; Εσύ πιστεύεις, πως είναι αληθινό αυτό το μυθολόγημα».
– Μα αν δε πίστευα, όπως οι σοφοί, δεν θα έκανα τίποτε το παρόλογο· και θα σοφιζόμουνα και θα έλεγα, πως κάποιο δυνατό φύσημα του Βοριά, την ώρα που εκείνη έπαιζε με την Φαρμακεία, την έσπρωξε κατά τους βράχους εκεί κοντά, κι αφού πήγε από τετοιο θάνατο, βγήκε ο λόγος, πως την άρπαξε ο Βορέας ή από τον Άρειο Πάγο, γιατί κι αυτό λέγεται, πως απ΄εκεί την πέρα την άρπαξε και όχι απ΄εδώ. Εγώ όμως, Φαίδρε, βρίσκω, πως αυτά τα πράγματα έχουνε βέβαια τη χάρη τους, αλλά χρειάζεται να είναι κανείς πολύ δυνατός σ΄ αυτά και να καταπονιέται πολύ και δεν είναι να τον καλοτυχάει κανείς, όχι βέβαια γι΄ άλλο τίποτε, παρά γιατί θα είναι αναγκασμένος έπειτα απ΄ αυτό να αποκαταστήσει με το νούν του και τη μορφή των Ιπποκενταύρων κι έπειτα τη μορφή της Χίμαιρας κι΄ ύστερα πλακώνουν πλήθος τέτοια, Γοργόνες και Πήγασοι κι άπειρα άλλα ανεξήγητα, τερατόμορφα όντα με τις αλλοκοτιές τους. Αν λοιπόν δεν δώσει κανείς πίστη σ΄ αυτά και κοιτάξει να συνταιριάζει το καθένα καταπώς φαίνεται να έγινε, θα χάσει πολύν καιρό, αφού θα έχει να κάμει με τόσο άξεστη σοφία. Κι εμένα δεν μου μένει καθόλου καιρός γι΄αυτά.[4]

Ο μύθος των τζιτζικιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

«μουσικὴν ποίει καὶ ἐργάζου». Φαίδων [60e].

Για να αναχαιτίσει ο Σωκράτης την επερχόμενη νύστα και αργίαν της διανοίας του συνομιλητή του, μέσα στην ενοχλητική πια ζέστη του θέρους, του προσφέρει ως «αναψυκτικό» αλλά και ως θεϊκή επιταγή το μύθο των τζιτζικιών, πείθοντας τον ότι, μιμούμενοι τα τζιτζίκια, επιτελούμε έργο που βρίσκεται κάτω από την προστασία των μουσών. [259b-259d]. Λένε δηλαδή ότι τα τζιτζίκια ήταν -ένα καιρό- άνθρωποι, από εκείνους που έζησαν πριν γεννηθούν οι Μούσες· αργότερα όταν γεννήθηκαν οι Μούσες και ακούστηκε για πρώτη φορά στον κόσμο το τραγούδι, μερικοί από τους παλιοκαιρίσιους εκείνους τόσο πολύ συναπάρθηκαν από το αναγάλλιασμα, που βάλθηκαν να τραγουδούν και αδιαφόρησαν για φαγητό και πιοτό, ώστε πέθαναν χωρίς να το καταλάβουνε ότι σωνότανε η ζωή τους.

Πέθαναν και μετά φάνηκε στο κόσμο η ράτσα των τζιτζικιών – δικό τους βλάστημα – και οι Μούσες τους δώσανε αυτή τη χάρη: να μην έχουν στη ζωή τους ανάγκη από τροφή, αλλά να τραγουδούν από τη στιγμή που γεννήθηκαν χωρίς να τρων και να πίνουν ως την ώρα του θανάτου τους· τότε πάνε και βρίσκουν τις Μούσες και τους φέρνουν τα νέα: ποιος από τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο μας τις δοξάζει και ποιαν ξεχωριστά από τις εννιά. Με όσα τους τους λένε, η Τερψιχόρη δείχνει μεγαλύτερη αγάπη σ΄ εκείνους που τη δοξάζουν με το χορό τους, η Ερατώ σ΄ όσους τη δοξάζουν με τους έρωτές τους και οι υπόλοιπες το ίδιο, ανάλογα με τη λατρεία που στην καθεμιά τους προσφέρουμε. Τέλος στην πρωτότοκη, την Καλλιόπη, και στην Ουρανία, τη δεύτερη έρχονται και τους λένε τα ονόματα εκείνων που περνούν τη ζωή τους δοσμένοι στη φιλοσοφία και δοξάζουν τη μουσική τέχνη, που βρίσκεται κάτω από την ιδιαίτερη προστασία τους· και τότε αυτές, καθώς έχουν να κάνουν περισσότερο απ΄ τις άλλες Μούσες με στοχασμούς πάνω σ΄ ότι συμβαίνει στα ουράνια, πάνω στα θεϊκά και τα ανθρώπινα, αφήνουν ν΄ ακουστεί η πιο αρμονική μελωδία.[5]

Ο Θεούθ ανακαλύπτει το αλφάβητο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μακρόσυρτη φιλοσοφική συζήτηση του Φαίδρου πλησιάζει προς το τέλος της. Όπως όλες οι συζητήσεις του Σωκράτη, όχημα της είχε τον προφορικό λόγο, που διακόπηκε μόνο όταν ο Φαίδρος διάβασε γραμμένο λόγο του Λυσία για τον έρωτα, το περιεχόμενο του οποίου ανέτρεψε ο Σωκράτης. Μάλιστα έτσι αποδείχθηκε ότι ο προφορικός λόγος είναι αποτελεσματικότερος από τον γραπτό και προώθησε σημαντικά την έρευνα του θέματος που τους απασχολούσε και ο Σωκράτης αδράχνει την ευκαιρία να εκθέσει την ανωτερότητα του αυτή επινοώντας ένα μύθο με εξωτική χροιά, μια και η συζήτηση του Θευθ με τον Θαμού γίνεται στην απόμακρη και σχεδόν μυθική για τους αρχαίους μυστηριώδη Αρχαία Αίγυπτο.

Έχω ακουστά ότι στα μέρη της Ναύκρατης, στην Αίγυπτο, λατρεύουν ένα πανάρχαιο θεό του τόπου· κι έχει για ιερό πουλί το γνωστό με το όνομα Ίβις· τον θεό τον ίδιο τον λένε Θευθ. Κατά τα λεγόμενά τους λοιπόν, αυτός βρήκε πρώτος τους αριθμούς και τον λογαριασμό και την γεωμετρία και την αστρονομία κι ακόμα τα παιχνίδια με τους πεσσούς και τα ζάρια και τελευταία, αυτό που μας ενδιαφέρει: το αλφάβητο.

Σε ολόκληρη την Αίγυπτο τότε βασίλευε ο Θαμούς και είχε το θρόνο του στη μεγάλη πολιτεία της πάνω χώρας, αυτή που οι Έλληνες την ξέρουν ως Θήβα Αιγυπτιακή και τον θεός της ως Άμμωνα. Πήγε λοιπό ο Θευθ και βρήκε αυτό τον βασιλιά και του έδειξε τις τέχνες του και του είπε ότι πρέπει να τις κάνουν γνωστές και στους υπόλοιπους Αιγυπτίους. Τότε ο βασιλιάς τον ρώτησε σε τι μπορεί η καθεμιά τους να σταθεί χρήσιμη· κι ενόσω λοιπόν ο Θευθ τις εξηγούσε μια προς μια, ο Θαμούς, καθώς άλλα έβρισκε ωραία κι άλλα όχι, έψεγε τα δεύτερα και παίνευα τα πρώτα. Έτσι λένε ο Θαμούς έλεγε το τι σκεφτόταν για τη καθεμιά τέχνη στο Θευθ, παινέματα και κατηγόριες, κρίσεις ένα σωρό, που καιρός τώρα να τις αναφέρουμε όλες!

Όταν τέλος η συζήτηση έφθασε στο αλφάβητο, είπε ο Θευθ: «Βασιλιά μου, οι Αιγύπτιοι θα γίνουν σοφότεροι μαθαίνοντας τα γράμματα και θα γίνουν ικανότεροι στην μνήμη· μνημονικό και μόρφωση έχουν βρει το φάρμακο τους!». Όμως ο βασιλιάς του είπε: «Θευθ, αξεπέραστε στις εφευρέσεις· άλλοι είναι ικανοί να γεννήσουν μια τέχνη κι άλλοι να κρίνουν πόση ωφέλεια ή ζημιά φέρνει η τέχνη αυτή σ΄ όσους θα την χρησιμοποιήσουν. Δες τώρα, είπες κι εσύ, από αγάπη, σαν πατέρας των γραμμάτων, το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που μπορούν να δώσουν. Γιατί αυτή σου η εφεύρεση θα φέρει χαλάρωμα στο μνημονικό εκείνων που θα τη μάθουν γιατί θα αδιαφορήσουν για την εξάσκησή του· περνά από το νου σου ότι, με το να βασανίζονται στα γράμματα, το μυαλό τους θα ανιστορεί τα όσα έμαθε με τη βοήθεια κάποιου που έρχεται από έξω, με ξένα σημάδια κι όχι από μέσα τους, από τη δύναμη του δικού τους μνημονικού· που πάει να πει ότι το φάρμακο που βρήκε δεν είναι για το μνημονικό, είναι για την υπόμνηση. Αυτό που με τη βοήθειά σου θ΄ αποχτήσουν οι μαθητές είναι σοφία για τα μάτια του κόσμου κι όχι η αληθινή· γιατί συσσωρεύοντας μέσα τους γνώσεις πολλές δίχως να μαθητέψουν σε δασκάλους θα φανταστούν ότι έχουν πολύ μυαλό, ενώ οι περισσότεροί τους δεν έχουν καθόλου και θα γίνουν ανυπόφοροι στις συζητήσεις, αφού εκεί που περιμέναμε να γίνουν σοφοί, έγιναν δοκησίσοφοι».[274c-275b].[6]

Νεοελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πλατωνικός Φαίδρος έχει μεταφραστεί στα νέα ελληνικά:

  • από τον Ν. Αχείμαστο, εκδόσεις «Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα χ.χ.
  • από τον Ιωάννη Ν. Θεοδωρακόπουλο, 1948 (4η έκδοση, «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 2000).
  • από τον Κ. Σ. Γούναρη, εκδόσεις «Φέξης», Αθήνα χ.χ., στο διαδίκτυο “The Project Gutenberg” 2011.[1]
  • από τον Δημήτρη Δ. Τσιλιβερδή, εκδ. «Κάκτος», Αθήνα 1993.
  • από τον Παναγιώτη Δόικο, εκδόσεις «Ζήτρος», Θεσσαλονίκη 2000. Εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2006.
  • από την Έφη Ταμπακάκη, εκδόσεις “DeAgostini Hellas”, Αθήνα 2007.
  • από τον Νίκο Μ. Σκουτερόπουλο, εκδ. «Πόλις», Αθήνα 2015.
  • από τον Δημήτρη Τζωρτζόπουλο, εκδόσεις «Διανόηση», Αθήνα 2018.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1.  Γιάννης Λάμψας, Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τόμ. Δ, σελ. 744
  2.  Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στον Πλάτωνα «Χρονολόγηση πλατωνικών έργων», σ. 98 Πανεπιστημιακές παραδόσεις, 1964
  3.  [229b-230a].
  4.  Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, όπ.π. σ. 252
  5.  Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος σ. 172, 2003, ISBN 960-7760-91-3
  6.  Πλάτωνος Μύθοι, μτφ. Ηλίας Σπυρόπουλος, εκδ. Ζήτρος σ. 177, 2003, ISBN 960-7760-91-3

Άγιον Όρος και η Οικουμενικότητα του Ελληνισμού – Όλο το ΔΩΡΕΑΝ e-book από το ΑΡΔΗΝ

Κατεβάστε το ΔΩΡΕΑΝ e-book: Άγιον Όρος και η Οικουμενικότητα του Ελληνισμού

στο Άγιον Όρος / Άρδην τ.11 / Ηλεκτρονικά Βιβλία / Πολιτισμός – Βιβλία – Ιστορία – Θεωρία — Συγγραφέας: Της Σύνταξης — 27 Μαΐου 2021

Ο ελλαδισμός έκανε τα πάντα για να ξεχαστεί η παράδοσή μας, που ήταν ακόμα ζωντανή, που μας συνέδεε με τα κομμένα νήματα του παρελθόντος μας.

Όμως ανεπαισθήτως άρχισε η μεγάλη επιστροφή. Ο μεγάλος Αλεξανδρινός αντικατέστησε τους ποιητές του ελλαδικού κράτους, τα τραγούδια των «προσφύγων» έπαψαν να είναι απόβλητα και σιγά-σιγά οι νέες γενιές τα έκαναν δικά τους. Στην θρησκεία ξεκινούσε η μεγάλη αναγέννηση -που πολλοί ονόμασαν «νεο-ορθοδοξία»- της επανασύνδεσης με την μεγάλη ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση, με τον Μάξιμο, τον Γρηγόριο Παλαμά και η αποτίναξη του προτεσταντικού ευσεβισμού. Η βυζαντινή ζωγραφική έγινε και πάλι αντικείμενο υπερηφάνειας και στοιχείο ταυτότητας. Από τον Φρα Αντζέλικο επανήλθαμε στον Πανσέληνο.

Και έμβλημα, σώμα και κορωνίδα αυτής της μεγάλης «επιστροφής», που μόλις αρχίζει, το Άγιον Όρος, η ζωντανή κιβωτός της οικουμενικής παράδοσης του ελληνισμού. Η ζωντανή γέφυρα μας με το Βυζάντιο, με την παράδοσή μας, μια γέφυρα στον πολιτισμό μας που είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε. Είναι παρόν, ένα σώμα συγκροτημένο εδώ και πάνω από χίλια χρόνια, μια κραυγή οικουμενικότητας που έρχεται από το παρελθόν μας -και σκοπεύει στο μέλλον μας.

ΚΑΤΕΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΕ PDF (31 σελίδες)

Ardin-011-199712-Agion_Oros Λήψη

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

  1. Γιώργος Καραμπελιάς, Η κιβωτός του Ελληνισμού
  2. Μια μακραίωνη ιστορία
  3. Κ. Ζουράρις, Μη γίνεσθε σκλάβοι ανθρώπων
  4. γ. Παΐσιος,Ο καλός και ο κακός λογισμός
  5. Χρ. Γιανναράς, Η αγιορείτικη οικουμενικότητα
  6. Θ. Στοφορόπουλος, Άγιο Όρος και ιμπεριαλισμός
  7. Α. Καλογερόπουλος, Πόλις επάνω όρους κειμένη
  8. Κρ. Χρυσοχοΐδης, Οι απαρχές του αθωνικού μοναχισμού
  9. π. Β. Ιβηρίτης, Χώρος και χρόνος στο Άγιον Όρος
  10. Θ. Ζιάκας, Οικουμένη, Έθνος και ορθόδοξος μυστικισμός
  11. π. Παύλος, Εικόνα-Θησαυρός
  12. Α. Αλαβάνος, Ας αφήσουμε το Όρος στην ηρεμία του
  13. Λ. Κανέλλη, Τη υπερμάχω κατατίθεται η έργω αγάπη μας
  14. αρχ. Π. Τανάσε, Προσκύνημα στο Άγιο Όρος
  15. Γ. Παύλος, Από τον Άθωνα στο Άγιον Όρος
  16. Ο. Φωτιάδης, Ο αθωνικός πολιτισμός
  17. Σπ. Κακουριώτης, Προβληματισμός για το νέο αιώνα

Η δολοφονία του Καποδίστρια – Ποιοι ήταν οι πραγματικοί αυτουργοί; – Ας Αναστήσουμε και την Ιστορική Αλήθεια!

Η δολοφονία του Καποδίστρια – Ποιοι ήταν οι πραγματικοί αυτουργοί;

Η Αγγλία συνεχίζει να θεωρεί τον φάκελο της δολοφονίας του Καποδίστρια,  «άκρως απόρρητον»!

Α’ Μέρος

του Βασίλη Σπανού, ιστορικού

βασισμένο στο βιβλίο του Δ. Κοκκινάκη

Ο Ιωάννης Καποδίστριας θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες του 19ου αιώνα, που επηρέασε και λάμπρυνε με τη δυναμική του παρουσία όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Πολιτικός, διπλωμάτης με ευρωπαϊκή μόρφωση και εμπειρία, διαδραμάτισε σημαντικό σε όλα τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα της Ευρώπης. Πρώτος αυτός οραματίσθηκε την ιδέα μιας Ηνωμένης Ευρώπης και τον άνθρωπο στον οποίο οφείλει την κρατική της συγκρότηση και δομή η Ελβετία.

Όταν ο Καποδίστριας έφτασε στο Ναύπλιο τον Ιανουάριο του 1828, η εικόνα της Ελλάδας ήταν τραγική. H χώρα εκτεινόταν ουσιαστικά μόνο στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες, αλλά ακόμη και σε αυτά τα ελάχιστα εδάφη την εξουσία δεν ασκούσε το κράτος, αλλά οι τοπικοί αρχηγοί και κοτζαμπάσηδες.

Ο Καποδίστριας ήταν μια από τις ελάχιστες προσωπικότητες εκείνης της εποχής που θα μπορούσε να μεταμορφώσει σε κράτος αυτόν τον σωρό ερειπίων που ήταν τότε η Ελλάδα. Η δολοφονία του, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη έφερε τη χώρα στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ-Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΚΔΟΧΗ

Το πρωινό της 27ης Οκτωβρίου 1831 ο κυβερνήτης με την ολιγάριθμη φρουρά του (τον μονόχειρα Κρητικό Κοζώνη ή Κοκκώνη (1) και ένα στρατιώτη, το όνομα του οποίου ήταν Λέων ή Λεωνίδης) ξεκίνησε, σύμφωνα με την μαρτυρία του Κοζώνη, στις 06.35, προκειμένου να μεταβεί στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, για να παρακολουθήσει την Κυριακάτικη λειτουργία. Οι δύο φρουροί, βάδιζαν λίγα βήματα πιο πίσω από τον Καποδίστρια, ενώ προπορευόταν ο γέρο-Γούτος, ο οποίος και ειδοποιούσε για την άφιξη του κυβερνήτη.

Λίγο πριν από τον ναό (100-150 μ. περίπου πριν την είσοδό του), σε ένα ερημικό σημείο της διαδρομής, ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, φορώντας τα γιορτινά τους ρούχα (2) και ερχόμενοι από το σπίτι τους, πλησίασαν τον Καποδίστρια και τη συνοδεία του από πίσω, τον χαιρέτησαν με σεβασμό και τον προσπέρασαν, φθάνοντας πρώτοι στην εκκλησία. O κυβερνήτης, όπως ισχυρίστηκε ο Κοζώνης, (στοιχείο όμως που δεν αναφέρθηκε στη δίκη), ανταπέδωσε τον χαιρετισμό.

Συνέχεια

Ο Κυριάκος Κόκκινος διαβάζει την Ελληνική Νομαρχία στα πλαίσια του αφιερώματος του ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ στα 200 χρόνια από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 – Πρόγραμμα Νευροδικτύωσης της Ανθρωπότητας

Ο Κυριάκος Κόκκινος, η Κίνηση Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ – Πρόγραμμα Νευροδικτύωσης της Ανθρωπότητας – «ΟΡΓΑΝΙΚΟΤΗΤΑ – Ο όμορφος δύσκολος δρόμος» κι ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Βατραχανθρώπων», αφιερώνουμε σειρά ζωντανών διαδικτυακών εκπομπών αναζήτησης της Αλήθειας επί της οδού της ατομικής και συλλογικής μας Ευδαιμονίας, στα 200 χρόνια αγώνων για την Ελευθερία.

Το καταπληκτικό κείμενο της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΌΛΟΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ Ή ΑΚΟΥΣΕΤΕ !

Μπορείτε να την διαβάσετε όλη ΕΔΩ!

Elliniki Nomarchia s 439.JPG

Ακούστε την όλη ΕΔΩ:

Ελληνική Νομαρχία ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – Βιβλίο πρώτο

Ελληνική Νομαρχία ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – Βιβλίο δεύτερο – ΤΥΡΑΝΝΟΙ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΙ

Ελληνική Νομαρχία ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – Βιβλίο τρίτο – Η Ελλάδα στα δεσμά της

Ελληνική Νομαρχία ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – Βιβλίο τέταρτο – Μέρος Α – Οι συνεργοί της τυραννίας

Ελληνική Νομαρχία ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – Βιβλίο τέταρτο – Μέρος Β – Οι συνεργοί της τυραννίας

Ελληνική Νομαρχία ἤτοι Λόγος περὶ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ – Βιβλίο πέμπτο – Η ανάσταση του γένους – Διάλογος
αναμεταξύ του συγγραφέως και των φίλων του Σ. και Κ.

Ο Κυριάκος Κόκκινος, η Κίνηση Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ – Πρόγραμμα Νευροδικτύωσης της Ανθρωπότητας – «ΟΡΓΑΝΙΚΟΤΗΤΑ – Ο όμορφος δύσκολος δρόμος» κι ο «Σύνδεσμος Ελλήνων Βατραχανθρώπων», αφιερώνουμε σειρά ζωντανών διαδικτυακών εκπομπών αναζήτησης της Αλήθειας επί της οδού της ατομικής και συλλογικής μας Ευδαιμονίας, στα 200 χρόνια αγώνων για την Ελευθερία. Το καταπληκτικό κείμενο της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΣ, ΠΡΕΠΕΙ ΌΛΟΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ Ή ΑΚΟΥΣΕΤΕ !

Μπορείτε να την διαβάσετε όλη ΕΔΩ!

Elliniki Nomarchia s 439.JPG

Με τον τίτλο Ελληνική Νομαρχία φέρεται ένα κορυφαίο λόγιο έργο του ελληνικού προεπαναστατικού διαφωτισμού που συνέγραψε ο «Ανώνυμος ο Έλλην» και εξέδωσε ο ίδιος, χωρίς να αποκαλύπτεται το πραγματικό όνομά του.

Πρόκειται για ένα έργο κειμήλιο σκέψης και εθνικής αφύπνισης, εθνεγερτικού χαρακτήρα που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1806, περιλαμβάνοντας 266 σελίδες. Αφιερωμένο στον Ρήγα Βελεστινλή (1757–1798), το πρώτο κεφάλαιο αποτελεί έναν ύμνο προς την «ιερά ελευθερία», ενώ στη συνέχεια καυτηριάζει έντονα την τυραννία, την κοινωνική ανισότητα, το χρήμα, την κατάσταση του υπόδουλου ελληνικού έθνους, τους προύχοντες και το ιερατείο της εποχής, προβάλλοντας τέλος την αναγκαιότητα της εκπαίδευσης προς αποφυγή κυρίως της ξενοδουλείας.

Η Ελληνική Νομαρχία, μετά το εθνεγερτικό κήρυγμα του Ρήγα Βελεστινλή, αποτελεί, κατά τους ιστορικούς των νεοτέρων χρόνων τον σημαντικότερο πνευματικό κρίκο που οδήγησε στη δημιουργία της Φιλικής Εταιρείας και στην Ελληνική Επανάσταση του 1821.

Όλοι μας αποτελούμε εκφράσεις του μυστήριου όντος, που ονομάζεται Άνθρωπος, που υπάρχει στον κόσμο με σκοπιμότητα και όχι τυχαία. Με την κίνησή μας αυτή εκφράζουμε τη δυναμική του Εθελοντισμού και της Ενωτικής Δημιουργικότητας, μέσα στην Ανθρωπότητα, που κοχλάζει από μύρια προβλήματα, αλλά και διψά να βρει νόημα σε όσα αντιμετωπίζει. Αισθανόμενοι την ανάγκη να αναλύσουμε κι εκφράσουμε αυτή τη δυναμική, κατά τρόπο, που να προσφέρει σε καθέναν λύσεις, νόημα, διέξοδο, όραμα και έμπρακτο πεδίο αγαθοποιού δράσης, ξεκινάμε μία ζωντανή διαδικτυακή και διαδραστική εκπομπή με τίτλο «ΟΡΓΑΝΙΚΟΤΗΤΑ – Ο δύσκολος Όμορφος δρόμος». Αντικείμενο είναι να φωτίζουμε την πραγματικότητα με ένα διαφορετικού είδους Φως, αναζητώντας, σε όσα συμβαίνουν, την Αλήθεια, αλλά και το Πρακτέον, ήτοι το Δέον, το Πρέπον, το Επίκαιρον και το Μέτρον, ρυθμίζοντας εκ νέου την πυξίδα, που οδηγεί την Ανθρωπότητα στο Πεπρωμένο της!Στόχος μας πάντα να ενεργοποιούμε πρακτικά, ατομικές και κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να αναλάβουν την ευθύνη του να δρουν ενωτικά, χάριν επίτευξης του Αγαθού, ως μόνου άξιου σκοπού του ΖΕΙΝ!

Κυριάκος Κόκκινος – Δικηγόρος – Πρόεδρος της Κίνησης Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ

Αντιπρόεδρος του Συνδέσμου Ελλήνων Βατραχανθρώπων

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ1.18–1.23 Η αληθινή κατάσταση δουλείας των ανθρώπων

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Στον Οικονομικό του Ξενοφώντα ο Σωκράτης συζητά αρχικά με τον Κριτόβουλο (κεφ.1–6) και στη συνέχεια με τον Ισχόμαχο (κεφ. 7–21) για ζητήματα οικιακής οικονομίας και αγροτικής παραγωγής. Με τον Κριτόβουλο ο μεγάλος φιλόσοφος εξετάζει τι αποτελεί περιουσία και καταλήγει ότι κάτι γίνεται περιουσία μας, μόνον αν γνωρίζουμε πώς να το χρησιμοποιούμε. Ο Κριτόβουλος αναρωτιέται, λοιπόν, πώς εξηγείται κάποιοι να μην μπορούν να ευημερήσουν, ενώ διαθέτουν και γνώσεις και κεφάλαια. Ο Σωκράτης διευκρινίζει ότι οι άνθρωποι αυτοί τελούν σε κατάσταση δουλείας, αλλά ο συνομιλητής του επιμένει ότι μιλά για ελεύθερους ανθρώπους, προκαλώντας τον παρακάτω διάλογο με τον φιλόσοφο, όπου αναλύεται το ποιοί είναι οι πραγματικοί δεσπότες και δικτάτορες του κόσμου μας, με μία απρόσμενη οπτική, ως προς τη συνήθη δική μας, που συνηθίζουμε να αποδίδουμε την κακοδαιμονία μας σε πράξεις τρίτων:

<<Και πώς γίνεται να είναι αδέσποτοι, αφού από τη μια επιθυμούν να περνούν καλά και κάνουν τα πάντα προκειμένου να αποκτούν αγαθά, ενώ από την άλλη τα αφεντικά τους τούς εμποδίζουν να το κάνουν; Και ποιοι είναι εκείνοι, είπε ο Κριτόβουλος, που είναι αφεντικά τους και δεν φαίνονται; Μα τον Δία, είπε ο Σωκράτης, δεν είναι διόλου αφανή· φαίνονται και πολύ μάλιστα. Και ξέρεις δα, ότι είναι πολύ κακά αφεντικά η κακία, η τεμπελιά, η μαλθακότητα της ψυχής και η αμέλεια. Υπάρχουν και μερικές απατηλές δέσποινες, που προσποιούνται ότι είναι ηδονές: οι κυβείες και οι ανώφελες συναναστροφές με ανθρώπους, που καθώς περνάει ο καιρός, γίνεται φανερό ακόμη και στους εξαπατημένους ότι είναι στην ουσία λύπες που φορούν το προκάλυμμα της ηδονής, τους εμποδίζουν να κάνουν έργα ωφέλιμα και τους εξουσιάζουν. Υπάρχουν όμως, Σωκράτη, και άλλοι που τίποτε δεν τους εμποδίζει να εργάζονται· αντίθετα, έχουν μεγάλη όρεξη για δουλειά και επινοούν τρόπους για να κερδίσουν χρήματα. Κι ωστόσο και τους οίκους τους καταστρέφουν και μπλέκονται σε δυσάρεστες καταστάσεις. Είναι κι αυτοί, βέβαια, δούλοι, είπε ο Σωκράτης, και μάλιστα δούλοι πολύ σκληρών αφεντικών: της λαιμαργίας, της ασέλγειας, της μέθης, δούλοι ανόητων και δαπανηρών φιλοδοξιών. Όλα αυτά τα κακά τούς κυριεύουν κι όσο τους βλέπουν να εργάζονται ακμαίοι και δυνατοί, τους παρασύρουν και τους κάνουν να ξοδεύουν όσα βγάζουν από την εργασία τους προκειμένου να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες τους. Όταν όμως διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν πια να δουλέψουν εξαιτίας των γηρατειών, τους εγκαταλείπουν, τους αφήνουν να γεράσουν μόνοι τους ή άλλοι πάλι τους μεταχειρίζονται ως δούλους. Όμως πρέπει, Κριτόβουλε, να πολεμάει κανείς για την προσωπική του ελευθερία περισσότερο απ’ ό,τι όταν παίρνει το όπλο για να πολεμήσει ενάντια σ’ εχθρούς που θέλουν να τον υποδουλώσουν. Οι εχθροί, όταν είναι ενάρετοι άνδρες και υποδουλώσουν κάποιους, τους αναγκάζουν να γίνουν καλύτεροι και να ζήσουν με περισσότερες ανέσεις την υπόλοιπη ζωή τους. Τέτοιες αφέντρες σαν τις παραπάνω ηδονές, όμως, δεν παύουν να βασανίζουν και να φθείρουν τα σώματα των ανθρώπων, τις ψυχές και τους οίκους που τυχόν ελέγχουν>>.

2500 χρόνια και πολύ περισσότερα γνωρίζουμε από τί εξαρτάται η δουλεία, η Ελευθερία κι η Ευδαιμονία μας, αλλα οικειοθελώς εμμένουμε στη στρεβλή εικόνα, που δικαιολογεί τα πάθη και τις αδυναμίες μας. Έτσι με την εύκολη πάντα δικαιολογία ότι άλλοι ευθύνοντσι για τα δεινά μας, οι πολλοί αρνούνται να καθαρθούν και μετατραπούν σε ενεργούς φωτεινούς παράγοντες του κόσμου, αφού αυτό είναι πορεία αγώνα, κόπου και θυσιών, στο τέλος της οποίας προσφέρονται τα μέγιστης αξίας έπαθλα! Κυριάκος Κόκκινος, Δικηγόρος, Πρόεδρος της Κίνησης Οργανικότητας ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣΑντιπρόεδρος Συνδέσμου Ελλήνων Βατραχανθρώπων

Το εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός (Πάουλο Κοέλο)

Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

«Πολλοί μεν άνθρωποι, άνδρες δε ολίγοι» Ηρόδ.

Ο Πολεμιστής του Φωτός, χωρίς να το θέλει, κάνει ένα λάθος βήμα και βυθίζεται στην άβυσσο…

Τα φαντάσματα τον τρομάζουν, η μοναξιά τον βασανίζει. Επειδή αγαπούσε τον Καλό Αγώνα, δεν πίστευε ποτέ ότι θα μπορούσε να του συμβεί κάτι τέτοιο, κι όμως συνέβη.

Τυλιγμένος στο σκοτάδι, έρχεται σ’ επικοινωνία με τον δάσκαλό του.

-” Δάσκαλε, έπεσα στην άβυσσο..”, λέει. ” Τα νερά είναι βαθιά και μαύρα..”

-“Να θυμάσαι ένα πράγμα..”, απαντάει ο δάσκαλος. ” Αυτό που σε πνίγει… Δεν είναι το ότι βυθίζεσαι, αλλά το ότι παραμένεις κάτω από το νερό…”Και ο Πολεμιστής του Φωτός καταβάλει κάθε προσπάθεια για να βγει από την κατάσταση στην οποία βρίσκεται…Κάθε πολεμιστής του Φωτός πρόδωσε και είπε ψέματα στο παρελθόν. Κάθε πολεμιστής του Φωτός πήρε ένα δρόμο που δεν ήταν δικός του… Κάθε πολεμιστής του Φωτός πλήγωσε κάποιον που αγαπούσε. Γι’ αυτό είναι πολεμιστής του Φωτός: επειδή πέρασε αυτές τις εμπειρίες και δεν έχασε την ελπίδα ότι θα γίνει καλύτερος. ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ μελετάει με μεγάλη προσοχή τη θέση που έχει σκοπό να κατακτήσει. ‘Οσο δύσκολος κι αν είναι ο στόχος του, υπάρχει πάντα ένας τρόπος να ξεπεράσει τα εμπόδια. Επαληθεύει τις εναλλακτικές πορείες, ακονίζει το σπαθί του και προσπαθεί να γεμίσει την καρδιά του με την αναγκαία επιμονή για την αντιμετώπιση της πρόκλησης. Ωστόσο, όσο προχωρά σιγά σιγά, ο πολεμιστής συνειδητοποιεί ότι υπάρχουν δυσκολίες που δεν είχε λάβει υπόψη του. Αν σταματήσει περιμένοντας την ιδανική στιγμή, δε θα ξεφύγει ποτέ από εκείνο το μέρος, είναι απαραίτητη μια ελάχιστη δόση τρέλας για να κάνει το επόμενο βήμα. Κι έτσι ο πολεμιστής χρησιμοποιεί ένα ψίχουλο τρέλας. Επειδή, στον πόλεμο και στον έρωτα, δεν είναι δυνατό να προβλεφτούν όλα. Ο πολεμιστής του φωτός πιστεύει. Επειδή πιστεύει στα θαύματα, τα θαύματα αρχίζουν και συμβαίνουν. Επειδή έχει τη βεβαιότητα πως η σκέψη του μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή, η ζωή του αρχίζει και αλλάζει. Επειδή είναι βέβαιος ότι θα συναντήσει την αγάπη, η αγάπη εμφανίζεται. Από καιρό σε καιρό νιώθει απογοήτευση. Μερικές φορές πονάει. Και τότε ακούει τα σχόλια: <<Πόσο αφελής είναι>> Ο πολεμιστής όμως γνωρίζει πως αξίζει το τίμημα. Για κάθε ήττα, έχει δύο κατακτήσεις προς όφελος του. Ο Πολεμιστής του Φωτός ακούει σχόλια όπως :“Δε θέλω να μιλάω για κάποια πράγματα γιατί οι άνθρωποι είναι φθονεροί”. Όταν το ακούει αυτό, ο πολεμιστής γελάει. Αν δε γίνει αποδεκτός, ο φθόνος δεν μπορεί να προκαλέσει κανένα κακό. Ο φθόνος αποτελεί μέρος της ζωής και είναι απαραίτητο να μάθουν όλοι να τον αντιμετωπίζουν. Κι όμως, σπάνια μιλάει για τα σχέδιά του. Και καμιά φορά οι άλλοι πιστεύουν ότι φοβάται το φθόνο. Ο Πολεμιστής, όμως, γνωρίζει πως κάθε φορά που μιλάει για ένα όνειρο χρησιμοποιεί λίγη απο την ενέργεια αυτού του ονείρου για να εκφραστεί. Και αν το συζητάει πολύ, διατρέχει τον κίνδυνο να σπαταλήσει όλη την απαραίτητη ενέργεια για να δράσει. Ένας Πολεμιστής του Φωτός γνωρίζει τη Δύναμη των Λέξεων…”Ένας πολεμιστής του Φωτός δεν μπορεί πάντα να επιλέξει το πεδίο της μάχης. Καμιά φορά αιφνιδιάζεται, εμπλέκεται σε μάχες που δεν επιθυμούσε. Αλλά είναι μάταιο να το σκάσει, γιατί αυτοί οι πόλεμοι θα τον ακολουθήσουν.Τότε, τη στιγμή κατά την οποία η σύγκρουση είναι σχεδόν αναπόφευκτη, ο πολεμιστής μιλάει με τον αντίπαλο του. Χωρίς να δείξει φόβο ή ανανδρία, προσπαθεί ν’ ανακαλύψει το λόγο που ο άλλος θέλει τη μάχη: τι είναι εκείνο που τον ώθησε ν’ αφήσει τη χώρα του και να αναζητήσει εκείνον για μία μονομαχία. Χωρίς να βγάλει το σπαθί από το θηκάρι του, ο πολεμιστής τον πείθει ότι αυτή η μάχη δεν τον αφορά. Ένας πολεμιστής του Φωτός ακούει αυτό που έχει να του πει ο αντίπαλος. Και πολεμάει μόνο όταν είναι απαραίτητο. Πάντα υπάρχει κάτι που λείπει. Και ο πολεμιστής εκμεταλλεύεται τις στιγμές που ο χρόνος σταματάει, για να οπλιστεί καλύτερα. Ο πολεμιστής του Φωτός δεν γνωρίζει τι σημαίνει σκοτάδι…ή το ονομάζει «φωτεινό παρελθόν»…

Το εγχειρίδιο του Πολεμιστή του Φωτός (Πάουλο Κοέλο)

ʺΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣʺ του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου

<<Περί Μυστικής Θεολογίας>> του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, εορτάζοντος την 3η Οκτωβρίου

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Στο ʺΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣʺ του Αγίου Διονυσίου αναλύεται η έννοια της Μυστικής ή αποφατικής θεολογίας, η έννοια του θείου γνόφου, της υπέρλαμπρου δηλαδή αυτής μυστικής και ομιχλώδους για τον άνθρωπο έκφρασης του Θείου, τον οποίο ο Διονύσιος αποκαλεί ʺγνόφον αγνωσίαςʺ και της κατά χάριν μετοχής του δημιουργήματος στις ιδιότητες του Δημιουργού.

Κεφάλαιο 1 ‐Ποιος είναι ο θείος γνόφος

1. Τριάς υπερούσια και υπέρθεη και υπεράγαθη, έφορε της θεοσοφίας των Χριστιανών, οδήγησέ μας στην υπεράγνωστη και υπερφώτεινη και ακρότατη κορυφή των μυστικών λογίων. οδήγησέ μας εκεί όπου είναι σκεπασμένα τα απλά και απόλυτα και αμετάβλητα μυστήρια της θεολογίας, στον υπέρφωτο γνόφο της κρυφιόμυστης σιγής, που με το βαθύ του σκοτάδι υπερλάμπει υπερφανέστατα και, μένοντας ανέγγικτος κι αόρατος, γεμίζει με υπέρκαλη λάμψη τους τυφλωμένους νόες. Αυτή την προσευχή είχα να αναπέμψω εγώ. Εσύ δε, αγαπητέ Τιμόθεε, ασχολήσου έντονα με τα μυστικά θεάματα. άφησε τις αισθήσεις και τις νοερές ενέργειες, όλα τα αισθητά και τα νοητά, όλα τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι εφικτό ανυψώσου για να ενωθείς κατά τρόπο ακατάληπτο με αυτόν που είναι επάνω από κάθε ουσία και κάθε γνώση. Διότι, όταν έλθεις σε έκσταση, που θα σε ελευθερώσει τελείως από τον εαυτό σου και από όλα τα πράγματα, όταν αφαιρέσεις τα πάντα καιαπαλλαγείς από τα πάντα, θα αναχθείς στην υπερούσια ακτίνα του θείου σκότους.

2. Πρόσεχε όμως να μην ακούσει κανένας αμύητος αυτά τα μυστικά. Κι εννοώ με τον όρο ʺαμύητοιʺ εκείνους που είναι εμπεπλεγμένοι στα αισθητά όντα και δεν φαντάζονται ότι υπάρχει κάτι υπερούσιο πάνω από τα όντα, αλλά νομίζουν ότι με την γνωστική τους ικανότητα μπορούν να γνωρίσουν αυτόν που έχει ορίσει το σκότος ως κρυψώνα του. Αν τώρα οι θείες μυσταγωγίες είναι επάνω από τις δυνάμεις των αμύητων, τι θα έλεγε κανείς για τους περισσότερο αμύστους, οι οποίοι την υπερκειμένη αιτία των όλων χαρακτηρίζουν με βάση τα χαμηλότερα όντα, κι ισχυρίζονται ότι δεν υπερέχει καθόλου από τα αθεϊστικά και πολύμορφα είδωλα που αυτοί κατασκευάζουν; Η αλήθεια είναι ότι πρέπει από το ένα μέρος νʹ αποδίδωμε σʹ αυτήν καταφατικά όλες τις θέσεις των όντων, σαν αιτία των όλων, κι από το άλλο σωστότερα να τις αποφάσκωμε όλες, με την πεποίθηση ότι υπερβαίνει τα πάντα, και να μη νομίζομε ότι οι απο-φάσεις αντίκενται στις κατα‐φάσεις, αλλά να νομίζομε ότι αυτή πολύ πρωτύτερα υπερβαίνει τις στερήσεις, διότι ευρίσκεται επάνω από κάθε αφαίρεση και θέση.

3. Με αυτή την έννοια λοιπόν λέγει ο θείος Βαρθολομαίος ότι η θεολογία είναι και πολλή και ελαχίστη, και ότι το ευαγγέλιο είναι από το ένα μέρος πλατύ και μεγάλο και από το άλλο συντετριμμένο. Εμένα μου φαίνεται ότι με αυτά τα λόγια εννοούσε υπερφυώς τούτο. ότι η αγαθή αιτία των πάντων είναι πολύλογη και συγχρόνως βραχύλογη και άφωνη, αφού δεν έχει ούτε λόγο ούτε νόηση, διότι υπέρκειται των όλων υπερουσίως και αποκαλύπτεται φανερά κι αληθινά μόνο σʹ εκείνους που ξεπερνούν όλα τα ανόσια και τα καθαρά πράγματα, που υπερβαίνουν κάθε ύψωμα όλων των αγίων κορυφών, που εγκαταλείπουν πίσω τους όλα τα θεία φώτα, όλους τους ουρανίους ήχους και λόγους, για να εισδύσουν στον γνόφο, όπου πραγματικά ευρίσκεται ο επέκεινα των πάντων, όπως λέγουν τα Λόγια. Πραγματικά ο θείος Μωυσής δεν παίρνει απλώς την εντολή να καθαρθεί πρώτα ο ίδιος κι έπειτα να χωρισθεί από τους ακαθάρτους. αλλά έπειτα από την τελεία κάθαρση ακούει τις πολύφωνες σάλπιγγες, βλέπει πολλά φώτα που στέλλουν αστραπτερές και πολύχυτες ακτίνες. Ύστερα χωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους εγκρίτους ιερείς φθάνει στην κορυφή των θείων αναβάσεων. Κι εν τούτοις εκεί δεν συναντάται με τον ίδιο τον Θεό και δεν βλέπει αυτόν (διότι αυτός είναι αθέατος), αλλά τον τόπο όπου ευρίσκεται αυτός. Τούτο νομίζω ότι σημαίνει ότι τα θεία και κορυφαία από τα οράματα και τα νοήματα είναι σπερματικοί λόγοι των πραγμάτων που είναι υποτεταγμένα στον υπέρτατο όλων, με τους οποίους φανερώνεται η επάνω από κάθε κατάληψη παρουσία των που επιβαίνει στις νοητές κορυφές των αγιοτάτων τόπων του. Τότε ο Μωυσής αποδεσμεύεται και από τα ορώμενα και από τους ορώντας, και εισδύει μέσα στο γνόφο της αγνωσίας, τον πραγματικά μυστικόν, όπου αποκλείει όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και φθάνει στο εντελώς ανέγγικτο και αόρατο, παραδίδεται ολόκληρος στο επέκεινα όλων, και δεν ανήκει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανένα άλλον. και, κατόπιν της ανενεργησίας κάθε γνώσεως, ενωμένος σε ανώτερο επίπεδο με τον εντελώς άγνωστο, με το να μη γνωρίζει τίποτε, γνωρίζει πέρα από κάθε νόηση.

Κεφάλαιο 2 ‐Πώς πρέπει να ενωθούμε και νʹ αναπέμψωμε ύμνους στον αίτιο των όλων τον επάνω από όλα

Σʹ αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο ευχόμαστε κι εμείς να φθάσωμε, ώστε δια μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας να ιδούμε και να γνωρίσουμε αυτόν που είναι επάνω από κάθε θέα και γνώση, ακριβώς με το μη ιδείν και με το μη γνώναι (διότι τούτο είναι η πραγματική θέα και γνώσις), καινα υμνήσωμε τον υπερούσιο υπερουσίως δια της αφαιρέσεως όλων των όντων, σαν αυτούς που κατασκευάζουν ένα φυσικό άγαλμα. αυτοί αφαιρούν όλα τα πρόσθετα υλικά του αγάλματος που εμποδίζουν την καθαρή θέα της κρυμμένης μορφής και με μόνη αυτή την αφαίρεση επιτρέπουν να φανεί καθαρό το απόκρυφο κάλλος.Πρέπει δε, όπως νομίζω, να υμνήσωμε τις αφαιρέσεις κατά τρόπο αντίστροφο προς τις θέσεις. Πράγματι εκείνες μεν, τις θέσεις, τις εθέταμε, ξεκινώντας από τα πρώτα και κατεβαίνοντας δια των μεσαίων προς τα τελευταία. εδώ όμως αφαιρούμε τα πάντα, πραγματοποιώντας τις αναβάσεις από τα τελευταία προς τα αρχικώτερα, για να γνωρίσου με ακάλυπτη εκείνη την αγνωσία που περικαλύπτεται από το πλήθος των γνώσεων που ευρίσκονται σε όλα στα αισθητά όντα, και για να ιδούμε εκείνον τον υπερούσιο γνόφο που αποκρύπτεται από όλο το φως που ευρίσκεται στα αισθητά όντα.

Κεφάλαιο 3ο ‐Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες οι αποφατικές Θεολογίες

Στις Θεολογικες Υποτυπώσεις υμνήσαμε τα κυριότερα σημεία της καταφατικής Θεολογίας, δηλαδή πώς η θεία και αγαθή φύση αποκαλείται Ενική (ομοούσια) και πώς Τριαδική (τρισυπόστατη). ποιες οι ιδιότητες του Πατρός, ποιες του Υιού. τι θέλει να δηλώσει η θεολογία που εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα. πώς από τα βάθη του άυλου και αμέριστου Αγαθού (Πατρός) βλάστησαν τα φώτα της αγαθότητος και πώς ο Πατήρ και τα άλλα πρόσωπα καθαυτά και μεταξύ τους παραμένουν παντοτεινά αχώριστα και αμετάβλητα. πώς ο υπερούσιος Ιησούς ουσιώνεται κατά την αληθινή ανθρώπινη φύση. και όσα άλλα υμνούνται στις Θεολογικές Υποτυπώσεις σύμφωνα και με των Γραφών τους λόγους. Στο Περί θείων Ονομάτων περιλαμβάνεται πώς ο Θεός λέγεται αγαθός και ων και ζωή και σοφία και δύναμη και όσα άλλα ανήκουν στη νοητή τάξη των θείων ονομάτων. και στη Συμβολική Θεολογία πώς μεταβαίνουμε από τις ονομασίες των αισθητών σε αυτές των θείων. τι λέμε θείες μορφές, τι θεία σχήματα και μέρη και όργανα, τι θείους τόπους και κόσμους, τι θυμούς και λύπες, τι οργή, τι μέθη και τι κραιπάλη, τι όρκους και τι κατάρες, τι ύπνους και τι εγρηγόρσεις και όσα άλλα αναφέρονται στους συμβολικούς και ιερούς θείους τύπους. Και νομίζω πως κι εσύ θα είδες ότι αυτά τα τελευταία απαιτούν πολύ περισσότερα λόγια από τα πρώτα. γιατί οι Θεολογικές Υποτυπώσεις και η ανάπτυξη των Θείων Ονομάτων είναι συντομότερα από τη Συμβολική θεολογία. Επειδή όσο ψηλότερα ανεβαίνουμε, τόσο οι λόγοι που συνοψίζουν τα νοητά περικόπτονται. όπως ακριβώς και τώρα, όσο εισδύουμε στον υπέρθεο γνόφο, όχι μόνο λιγόλογοι γινόμαστε, αλλά χάνουμε εντελώς τη μιλιά μας και το νου μας. Και ενώ εκεί ‐ σε εκείνες τις συγγραφές ‐ ο λόγος όσο κατερχόταν από τα υψηλά στα χαμηλότερα τόσο και πλήθαινε, τώρα, που από κάτω υψώνεται και ανέρχεται, όσο προχωρεί η άνοδος συστέλλεται και στο τέλος της ανόδου σιγά και ολόκληρος ενώνεται με τον Άλεκτο. Γιατί όμως λέμε ότι στις καταβάσεις (καταφατική οδός) αρχίζουμε από τα πρώτα ενώ στις αφαιρέσεις (αποφατική οδός) αρχίζουμε από τατελευταία;

Επειδή μιλώντας καταφατικά και με ορισμούς δεν μπορούμε να ορίσουμε Εκείνο που ξεπερνά κάθε ορισμό παρά μιλώντας για τα συγγενικά με αυτό και τα πλησιέστερα. Για παράδειγμα: η ζωή και η αγαθότητα δεν είναι πλησιέστερα απʹ ότι ο αέρας και το λιθάρι; Όταν πάλι μιλούμε αποφατικά, για να μιλήσουμε γιʹ Αυτό που ξεπερνά κάθε αφαίρεση, αρχίζουμε τις αφαιρέσεις από τα πιο μακρινά και άσχετα. Για παράδειγμα: πιο μακρινό και άσχετο δεν είναι να πούμε ότι δεν μεθάει και δεν οργίζεται απʹ όσο να πούμε ότι δεν λέγεται και δεν νοείται;

Κεφάλαιο 4‐ Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αισθητά ο καθʹ υπεροχήν αίτιος κάθε αισθητού

Λέμε λοιπόν ότι η αιτία των πάντων, που είναι επάνω απʹ όλα, δεν είναι ούτε χωρίς ουσία, ούτε χωρίς ζωή, ούτε άλογη, ούτε χωρίς νου, ούτε σώμα είναι, ούτε σχήμα, ούτε είδος, ούτε ποιότητα ή ποσότητα ή όγκος. ούτε σε τόπο είναι ούτε βλέπεται, ούτε έρχεται σε επαφή, ούτε αισθάνεται, ούτε είναι αισθητή, ούτε οδηγείται σε σύγχυση και ταραχή εξαιτίας ενόχλησης υλικών παθών, ούτε είναι αδύναμη υποκύπτοντας σε πάθη των αισθήσεων, ούτε στερείται φωτός. Επίσης δεν υπόκειται σε αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ή σε κάτι άλλο αισθητό, ούτε είναι κάτι από αυτά.

Κεφάλαιο 5 ‐Ότι δέν συγκαταλέγεται στά νοητά ο καθʹ υπεροχή αίτιος κάθε νοητού

Ανεβαίνοντας ακόμη περισσότερο λέμε ότι ο αίτιος των πάντων δεν είναι ούτε ψυχή ούτε νους, ότι δεν έχει φαντασία ή γνώμη, ή λόγο ή νόηση, ούτε λόγος είναι ούτε νόηση, ούτε λέγεται ούτε νοείται. ούτε αριθμός είναι, ούτε τάξις, ούτε μέγεθος ούτε μικρότης, ούτε ισότης ούτε ανισότης, ούτε ομοιότης ή ανομοιότης. ούτε στέκεται ούτε κινείται ούτε ησυχάζει, ούτε δύναμη έχει ούτε δύναμις είναι, ούτε φως, ούτε ζει, ούτε ζωή είναι, ούτε ουσία είναι, ούτε αιών, ούτε χρόνος. ούτε υφίσταται νοητή επαφή μαζί του, ούτε επιστήμη, ούτε αλήθεια είναι, ούτε βασιλεία, ούτε σοφία. ούτε ένα είναι, ούτε ενότης, ούτε θεότης ή αγαθότης, ούτε πνεύμα είναι κατά τα μέτρα της γνωστικής ικανότητός μας, ούτε υιότης ούτε πατρότης ούτε τίποτε άλλο από τα γνωστά σʹ εμάς ή σε κάποιο άλλο ον. δεν είναι κάποιο από τα μη όντα. ούτε κάποιο από τα όντα, ούτε τα όντα γνωρίζουν αυτή καθʹ εαυτήν ούτε αυτή γνωρίζει τα όντα αυτά καθʹ εαυτά. ούτε λόγος υπάρχει γιʹ αυτή ούτε όνομα ούτε γνώσις, ούτε σκότος είναι ούτε φως, ούτε πλάνη ούτε αλήθεια. ούτε θέσις της υπάρχει καθόλου, ούτε αφαίρεσις, αλλά ακόμη και όταν δεχόμαστε τις θέσεις και τις αφαιρέσεις των πραγμάτων που είναι παρακάτω από αυτήν, αυτήν την ίδια ούτε τη θέτομε ούτε την αφαιρούμε. διότι η τελεία και ενιαία αιτία των πάντων είναι επάνω από κάθε θέση και η υπεροχή εκείνου που είναι απηλλαγμένος από όλα γενικώς τα πράγματα κι ευρίσκεται επέκεινα των όλων είναι επάνω από κάθε αφαίρεση.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1. Τριὰς ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν∙ ἔνθα τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα τῆς θεολογίας μυστήρια κατὰ τὸν ὑπέρφωτον ἐγκεκάλυπται τῆς κρυφιομύστου σιγῆς γνόφον, ἐν τῷ σκοτεινοτάτῳ τὸ ὑπερφανέστατον ὑπερλάμποντα καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ τῶν ὑπερκάλων ἀγλαϊῶν ὑπερπληροῦντα τοὺς ἀνομμάτους νόας. Ἐμοὶ μὲν οὖν ταῦτα ηὔχθω∙ σὺ δέ, ὦ φίλε Τιμόθεε, τῇ περὶ τὰ μυστικὰ θεάματα συντόνῳ διατριβῇ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἀπόλειπε καὶ τὰς νοερὰς ἐνεργείας καὶ πάντα αἰσθητὰ καὶ νοητὰ καὶ πάντα οὐκ ὄντα καὶ ὄντα καὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν, ὡς ἐφικτόν, ἀγνώστως ἀνατάθητι τοῦ ὑπὲρ πᾶσαν οὐσίαν καὶ γνῶσιν∙ τῇ γὰρ ἑαυτοῦ καὶ πάντων ἀσχέτῳ καὶ ἀπολύτῳ καθαρῶς ἐκστάσει πρὸς τὸν ὑπερούσιον τοῦ θείου σκότους ἀκτῖνα, πάντα ἀφελὼν καὶ ἐκ πάντων ἀπολυθείς, ἀναχθήσῃ.

2. Τούτων δὲ ὅρα, ὅπως μηδεὶς τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ∙ τούτους δέφημι τοὺς ἐν τοῖς οὖσιν ἐνισχημένους καὶ οὐδὲν ὑπὲρ τὰ ὄνταὑπερουσίως εἶναι φανταζομένους, ἀλλʹ οἰομένους εἰδέναι τῇ καθʹαὑτοὺς γνώσει τὸν θέμενον «σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Eἰ δὲ ὑπὲρτούτους εἰσὶν αἱ θεῖαι μυσταγωγίαι, τί ἄν τις φαίη περὶ τῶν μᾶλλονἀμύστων, ὅσοι τὴν πάντων ὑπερκειμένην αἰτίαν καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖςοὖσιν ἐσχάτων χαρακτη ρίζουσιν καὶ οὐδὲν αὐτὴν ὑπερέχειν φασὶτῶν πλαττομένων αὐτοῖς ἀθέων καὶ πολυειδῶν μορφωμάτων; Δέον ἐπʹαὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡςπάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν, ὡς ὑπὲρπάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναιταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσειςεἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν.3. Oὕτω γοῦν ὁ θεῖος Βαρθολομαῖός φησι καὶ πολλὴν τὴν θεολογίανεἶναι καὶ ἐλαχίστην καὶ τὸ Eὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὖθις συντετμημένον, ἐμοὶ δοκεῖν ἐκεῖνο ὑπερφυῶς ἐννοήσας, ὅτι καὶπολύλογός ἐστιν ἡ ἀγαθὴ πάντων αἰτία καὶ βραχύλεκτος ἅμα καὶἄλογος, ὡς οὔτε λόγον οὔτε νόησιν ἔχουσα, διὰ τὸ πάντων αὐτὴνὑπερουσίως ὑπερκει μένην εἶναι καὶ μόνοις ἀπερικαλύπτως καὶἀληθῶς ἐκφαινομένην τοῖς καὶ τὰ ἐναγῆ πάντα καὶ τὰ καθαρὰδιαβαίνουσι καὶ πᾶσαν πασῶν ἁγίων ἀκροτήτων ἀνάβασινὑπερβαίνουσι καὶ πάντα τὰ θεῖα φῶτα καὶ ἤχους καὶ λόγουςοὐρανίους ἀπολιμπάνουσι καὶ «εἰς τὸν γνόφον» εἰσδυομένοις, «οὗ»ὄντως ἐστίν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, ὁ πάντων ἐπέκεινα. Καὶ γὰρ οὐχἁπλῶς ὁ θεῖος Μωϋσῆς ἀποκαθαρθῆναι πρῶτον αὐτὸς κελεύεται καὶαὖθις τῶν μὴ τοιούτων ἀφορισθῆναι καὶ μετὰ πᾶσαν ἀποκάθαρσινἀκούει τῶν πολυφώνων σαλπίγγων καὶ ὁρᾷ φῶτα πολλὰ καθαρὰςἀπαστράπτοντα καὶ πολυχύτους ἀκτῖνας∙ εἶτα τῶν πολλῶνἀφορίζεται καὶ μετὰ τῶν ἐκκρίτων ἱερέων ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶνθείων ἀναβάσεων φθάνει. Κἀν τούτοις αὐτῷ μὲν οὐ συγγίνεται τῷ θεῷ,θεωρεῖ δὲ οὐκ αὐτόν (ἀθέατος γάρ), ἀλλὰ τὸν τόπον, οὗ ἔστη. (Τοῦτοδὲ οἶμαι σημαίνειν τὸ τὰ θειότατα καὶ ἀκρότατα τῶν ὁρωμένων καὶνοουμένων ὑποθετικούς τινας εἶναι λόγους τῶν ὑποβεβλημένων τῷπάντα ὑπερέχοντι, διʹ ὧν ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπίνοιαν αὐτοῦ παρουσίαδείκνυται ταῖς νοηταῖς ἀκρότησι τῶν ἁγιω τάτων αὐτοῦ τόπωνἐπιβατεύουσα). Καὶ τότε καὶ αὐτῶν ἀπολύεται τῶν ὁρωμένων καὶ τῶνὁρώντων καὶ εἰς τὸν γνόφον τῆς ἀγνωσίας εἰσδύνει τὸν ὄντωςμυστικόν, καθʹ ὃν ἀπομύει πάσας τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις, καὶ ἐντῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ γίγνεται, πᾶς ὢν τοῦ πάντων ἐπέκεινακαὶ οὐῥῥδενός, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε ἑτέρου, τῷ παντελῶς δὲ ἀγνώστῳ τῇπάσης γνώσεως ἀνενεργησίᾳ κατὰ τὸ κρεῖττον ἑνούμενος καὶ τῷμηδὲν γινώσκειν ὑπὲρ νοῦν γινώσκων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Κατὰ τοῦτον ἡμεῖς γενέσθαι τὸν ὑπέρφωτον εὐχόμεθα γνόφον καὶ διʹἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας ἰδεῖν καὶ γνῶναι τὸν ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιναὐτῷ τῷ μὴ ἰδεῖν μηδὲ γνῶναι–τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶγνῶναι –καὶ τὸν ὑπερούσιον ὑπερουσίως ὑμνῆσαι διὰ τῆς πάντων τῶνὄντων ἀφαιρέσεως, ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες ἐξαιροῦντεςπάντα τὰ ἐπιπροσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα καὶαὐτὸ ἐφʹ ἑαυτοῦ τῇ ἀφαιρέσει μόνῃ τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντεςκάλλος. Χρὴ δέ, ὡς οἶμαι, τὰς ἀφαιρέσεις ἐναντίως ταῖς θέσεσινὑμνῆσαι∙ καὶ γὰρ ἐκείνας μὲν ἀπὸ τῶν πρωτίστων ἀρχόμενοι καὶ διὰμέσων ἐπὶ τὰ ἔσχατα κατιόντες ἐτίθεμεν∙ ἐνταῦθα δὲ ἀπὸ τῶνἐσχάτων ἐπὶ τὰ ἀρχικώτατα τὰς γνῶμεν ἐκείνην τὴν ἀγνωσίαν τὴνὑπὸ πάντων τῶν γνωστῶν ἐν πᾶσι τοῖς οὖσι περικεκαλυμμένην καὶτὸν ὑπερούσιον ἐκεῖνον ἴδωμεν γνόφον τὸν ὑπὸ παντὸς τοῦ ἐν τοῖςοὖσι φωτὸς ἀποκρυπτόμενον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ἐν μὲν οὖν ταῖς Θεολογικαῖς Ὑποτυπώσεσι τὰ κυριώτατα τῆς καταφατικῆς θεολογίας ὑμνήσαμεν, πῶς ἡ θεία καὶ ἀγαθὴ φύσις ἑνικὴλέγεται, πῶς τριαδική∙ τίς ἡ κατʹ αὐτὴν λεγομένη πατρότης τε καὶυἱότης∙ τί βούλεται δηλοῦν ἡ τοῦ πνεύματος θεολογία∙ πῶς ἐκ τοῦἀΰλου καὶ ἀμεροῦς ἀγαθοῦ τὰ ἐγκάρδια τῆς ἀγαθότητος ἐξέφυ φῶτακαὶ τῆς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐν ἀλλήλοις συναϊδίου τῇἀναβλαστήσει μονῆς ἀπομεμένηκεν ἀνεκφοίτητα∙ πῶς ὁ ὑπερούσιοςἸησοῦς ἀνθρωποφυϊκαῖς ἀληθείαις οὐσίωται καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς τῶνλογίων ἐκπεφασμένα κατὰ τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις ὕμνηται.Ἐν δὲ τῷ Περὶ Θείων Ὀνομάτων, πῶς ἀγαθὸς ὀνομάζεται, πῶς ὤν, πῶςζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμις καὶ ὅσα ἄλλα τῆς νοητῆς ἐστι θεωνυμίας.Ἐν δὲ τῇ Συμβολικῇ Θεολογίᾳ, τίνες αἱ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ θεῖαμετωνυμίαι, τίνες αἱ θεῖαι μορφαί, τίνα τὰ θεῖα σχήματα καὶ μέρη καὶὄργανα, τίνες οἱ θεῖοι τόποι καὶ κόσμοι, τίνες οἱ θυμοί, τίνες αἱ λῦπαικαὶ αἱ μήνιδες, τίνες αἱ μέθαι καὶ αἱ κραιπάλαι, τίνες οἱ ὅρκοι καὶ τίνεςαἱ ἀραί, τίνες οἱ ὕπνοι καὶ τίνες αἱ ἐγρηγόρσεις καὶ ὅσαι ἄλλαι τῆςσυμβολικῆς εἰσι θεοτυπίας ἱερόπλαστοι μορφώσεις. Καί σε οἴομαισυνεωρακέναι, πῶς πολυλογώτερα μᾶλλόν ἐστι τὰ ἔσχατα τῶνπρώτων∙ καὶ γὰρ ἐχρῆν τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις καὶ τὴν τῶνΘείων Ὀνομάτων ἀνάπτυξιν βραχυλογώτερα εἶναι τῆς Συμ βολικῆςΘεολογίας. Ἐπείπερ ὅσῳ πρὸς τὸ ἄναντες ἀνανεύομεν, τοσοῦτον οἱλόγοι ταῖς συνόψεσι τῶν νοητῶν περιστέλλονται∙ καθάπερ καὶ νῦν εἰςτὸν ὑπὲρ νοῦν εἰσδύνοντες γνόφον οὐ βραχυλογίαν, ἀλλʹ ἀλογίανπαντελῆ καὶ ἀνοησίαν εὑρήσομεν. Κἀκεῖ μὲν ἀπὸ τοῦ ἄνω πρὸς τὰἔσχατα κατιὼν ὁ λόγος κατὰ τὸ ποσὸν τῆς καθόδου πρὸς ἀνάλογονπλῆθος ηὐρύνετο∙ νῦν δὲ ἀπὸ τῶν κάτω πρὸς τὸ ὑπερκείμενον ἀνιὼνκατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀνόδου συστέλλεται καὶ μετὰ πᾶσαν ἄνοδον ὅλωςἄφωνος ἔσται καὶ ὅλως ἑνωθήσεται τῷ ἀφθέγκτῳ. Διὰ τί δὲ ὅλως, φῄς,ἀπὸ τοῦ πρωτίστου θέμενοι τὰς θείας θέσεις ἀπὸ τῶν ἐσχάτωνἀρχόμεθα τῆς θείας ἀφαιρέσεως; Ὅτι τὸ ὑπὲρ πᾶσαν τιθέντας θέσινἀπὸ τοῦ μᾶλλον αὐτῷ συγγενεστέρου τὴν ὑποθετικὴν κατάφασινἐχρῆν τιθέναι∙ τὸ δὲ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἀφαιροῦντας ἀπὸ τῶνμᾶλλον αὐτοῦ διεστηκότων ἀφαιρεῖν. Ἢ οὐχὶ μᾶλλόν ἐστι ζωὴ καὶἀγαθότης ἢ ἀὴρ καὶ λίθος; Καὶ μᾶλλον οὐ κραιπαλᾷ καὶ οὐ μηνιᾷ ἢοὐ λέγεται οὐδὲ νοεῖται;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Λέγομεν οὖν, ὡς ἡ πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πάντα οὖσα οὔτε ἀνούσιόςἐστιν οὔτε ἄζωος, οὔτε ἄλογος οὔτε ἄνους∙ οὐδὲ σῶμά ἐστιν οὔτεσχῆμα, οὔτε εἶδος οὔτε ποιότητα ἢ ποσότητα ἢ ὄγκον ἔχει∙ οὐδὲ ἐντόπῳ ἐστὶν οὔτε ὁρᾶται οὔτε ἐπαφὴν αἰσθητὴν ἔχει∙ οὐδὲ αἰσθάνεταιοὔτε αἰσθητή ἐστιν∙ οὐδὲ ἀταξίαν ἔχει καὶ ταραχήν, ὑπὸ παθῶνὑλικῶν ἐνοχλουμένη, οὔτε ἀδύναμός ἐστιν, αἰσθητοῖς ὑποκειμένησυμπτώμασιν, οὔτε ἐν ἐνδείᾳ ἐστὶ φωτός∙ οὐδὲ ἀλλοίωσιν ἢ φθορὰν ἢμερισμὸν ἢ στέρησιν ἢ ∙εῦσιν οὔτε ἄλλο τι τῶν αἰσθητῶν οὔτε ἐστὶνοὔτε ἔχει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Aὖθις δὲ ἀνιόντες λέγομεν, ὡς οὔτε ψυχή ἐστιν οὔτε νοῦς, οὔτε φαντασίαν ἢ δόξαν ἢ λόγον ἢ νόησιν ἔχει∙ οὐδὲ λόγος ἐστὶν οὔτε νόησις,οὔτε λέγεται οὔτε νοεῖται∙ οὔτε ἀριθμός ἐστιν οὔτε τάξις, οὔτε μέγεθοςοὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης οὔτε ἀνισότης, οὔτε ὁμοιότης ἢἀνομοιότης∙ οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται οὔτε ἡσυχίαν ἄγει∙ οὐδὲ ἔχειδύναμιν οὔτε δύναμίς ἐστιν οὔτε φῶς∙ οὔτε ζῇ οὔτε ζωή ἐστιν∙ οὔτεοὐσία ἐστὶν οὔτε αἰὼν οὔτε χρόνος∙ οὐδὲ ἐπαφή ἐστιν αὐτῆς νοητὴοὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειά ἐστιν οὔτε βασιλεία οὔτε σοφία, οὔτε ἓνοὔτε ἑνότης, οὔτε θεότης ἢ ἀγαθότης∙ οὐδὲ πνεῦμά ἐστιν, ὡς ἡμᾶςεἰδέναι, οὔτε υἱότης οὔτε πατρότης οὔτε ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἢ ἄλλῳ τινὶτῶν ὄντων συνεγνωσμένων∙ οὐδέ τι τῶν οὐκ ὄντων, οὐδέ τι τῶν ὄντωνἐστίν, οὔτε τὰ ὄντα αὐτὴν γινώσκει, ᾗ αὐτή ἐστιν, οὔτε αὐτὴ γινώσκειτὰ ὄντα, ᾗ ὄντα ἐστίν∙ οὔτε λόγος αὐτῆς ἐστιν οὔτε ὄνομα οὔτεγνῶσις∙ οὔτε σκότος ἐστὶν οὔτε φῶς, οὔτε πλάνη οὔτε ἀλήθεια∙ οὔτεἐστὶν αὐτῆς καθόλου θέσις οὔτε ἀφαίρεσις, ἀλλὰ τῶν μετʹ αὐτὴν τὰςθέσεις καὶ ἀφαιρέσεις ποιοῦντες αὐτὴν οὔτε τίθεμεν οὔτε ἀφαιροῦμεν,ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντωναἰτία καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶςἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων.