Κρίση = «Κίνδυνος», αλλά και «Ευκαιρία»!

Το ιδεόγραμμα της έννοιας ΚΡΙΣΗ στα κινεζικά αποδίδεται με τη σύνθεση δύο εννοιών, αυτή του κινδύνου και αυτή της ευκαιρίας!

Όταν η ίδια η γλώσσα φιλοσοφεί, τότε οι άνθρωποι μπορούν να αντιληφθούν ότι οι αναπόφευκτες κρίσεις, που εμφανίζονται στο δρόμο της ζωής τους, δεν αποτελούν παρά το στίβο μάχης, μέσα στον οποίο, αντιμετωπίζοντας γενναία τους κινδύνους και τις προκλήσεις,, εκπαιδεύονται να εκδηλώνουν τις ενδόμυχες ικανότητές τους , να τις οξύνουν και αναπτύσσουν, ώστε να ικανοποιούν βέλτιστα τις ανάγκες και τους σκοπούς, που θέτουν ως άξιους των αγώνων τους.

Έτσι ο σύμφυτος κίνδυνος των κρίσεων παύει να αποτελεί κάτι «αρνητικό» και γίνεται αντιληπτός ως ευκαιρία και το μόνο μέσο επίτευξης της ευδαιμονίας.

Κυριάκος Κόκκινος

ΑΛΤΑΝΗ ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ

Πρός τόν Ἀναγνώστη,

Σήμερον, τήν 1ην Μαΐου τοῦ ἔτους 2014, τήν 10:10′ π.μ., δίνω ὅρκον εἰς τά ῥέοντα ὕδατα τῆς ἱερᾶς Στυγός. Αὐτά τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν εἶναι αἱ ἀπ’ εὐθείας προσωπικαί μου συλλήψεις.

Δέν ἐδιάβασα εἰς κείμενον, οὔτε ἐδιδάχθην προφορικῶς ἀπό φιλόσοφον τήν ἀνατροπήν, τήν ὁποίαν συνέλαβα καί τήν ὁποίαν θά σέ καταστήσω κοινωνόν, ἐάν βεβαίως καί ἐσύ τό ἐπιθυμῇς.

Αὐτά τά ὁποῖα ἕπονται ἔχουν τήν βάσιν των εἰς τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν Γραμματείαν τῶν ἐπικῶν, τῶν τραγικῶν καί τῶν λυρικῶν ποιητῶν καί βεβαίως ἐπικυρώνονται ὑπό τῶν φιλοσόφων. Οὐδέν νέον στοιχεῖον εἰσάγεται. Ὅλα εἶναι ἤδη καταγεγραμμένα εἰς τήν παρακαταθήκην τῶν ἐλαχίστων διασωθέντων κειμένων τοῦ δικοῦ μας παμμεγίστου τῶν πολιτισμῶν.

Τό νέον στοιχεῖον, εἰς τό ὁποῖον ὡρκίστηκα, καταθέτουσα τήν αὐθεντικότητα τῶν σκέψεών μου, ἀναφέρεται εἰς τήν ἀνατροπήν τῆς σειρᾶς ἐν χρόνῳ τῶν δεδομένων τῆς Θεολογίας, Ἀριθμοσοφίας, Μυθολογίας, Φιλοσοφίας καί Ψυχο – λογίας.

Ὡς πρός τήν Ψυχο – λογίαν, ὅμως, ὄχι ὡς ἐμεῖς νοοῦμε σήμερον τήν ἔννοιαν τῆς ψυχῆς, ἀλλά ὡς πρός τήν ὁμηρικήν ἀνάλυσιν τῶν χαρακτήρων τῶν δύο Ἐπῶν, τῆς Ἰλιάδος καί τῆς Ὀδυσσείας. Ὁ Ὅμηρος εἶναι παρών εἰς τούς ἐν λόγῳ τομεῖς τῶν λογισμῶν, τῶν ψυχολογικῶν καί τῶν πρακτικῶν ἐφαρμογῶν εἰς τόν βίον. Προηγεῖται τοῦ Πυθαγόρου , ὡς πρός τήν ἀριθμοσοφίαν καί τοῦ Πλάτωνος, ὡς πρός τήν τριμέρειαν τῆς ψυχῆς.

Ὁ ἀπέραντος θαυμασμός, σεβασμός καί ἡ εὐγνωμοσύνη μου εἰς τόν Πυθαγόρα καί τόν Πλάτωνα δέν μειώνεται οὔτε κατ’ ἐλάχιστον ἀπό τά κάτωθι εὑρήματα.

Ἐάν καί ἐφόσον, φίλε μου, ἔχεις τήν δυνατότητα, σοῦ ζητῶ νά ἐλέγξῃς τήν ἀλήθειαν τῶν διαπιστώσεων τῶν καταγεγραμμένων συλλογισμῶν μου.

Ἐλπίζω λοιπόν νά μπορέσω ν’ ἀποδείξῳ , διά τῆς ἐμπνευσμένης καταγραφῆς τοῦ Ὁμήρου, ὅτι ἡ Ἑλληνική Γλῶσσα, συνδεδεμένη μετά τῶν ἀριθμῶν, εἶναι οἱ γονεῖς τῆς Γεωμετρίας, τῆς Ἀστρονομίας, τῆς Μυθολογίας τῆς Φιλοσοφίας καί τῆς Ψυχολογίας.

Λαμβάνω ὡς ἀποδείξεις τά ἀντικρουόμενα κείμενα τῶν Ὀρφικῶν Ἀποσπασμάτων, μέ ἀρχήν τήν ἱεράν διδασκαλίαν τοῦ Ὀρφέως.

Εἰς τόν «Ἱερόν Λόγον» ἀναφέρεται ὅτι ὁ Πυθαγόρας παρέλαβε τήν γνῶσιν τῆς Θεολογίας καί τῆς Μυσταγωγίας ἐκ τῶν Ὀρφικῶν. Ὁ παραδώσας τήν γνῶσιν αὐτήν ὑπῆρξεν ὁ Ἀγλαόφημος, ὁ ἱεροφάντης τοῦ Ἀπόλλωνος, τῆς ὁποίας συνεχιστής τῆς Ὀρφικῆς Παραδόσεως εἶναι ὁ Πλάτων.

«…. ἄνωθεν γάρ ἀπό τῆς Ὀρφικῆς παραδόσεως διά Πυθαγόρου καί εἰς Ἕλληνας ἡ περί θεῶν ἐπιστήμη προῆλθεν, ὡς αὐτός ὁ Πυθαγόρας φησίν ἐν τῷ Ἱερῷ Λόγῳ, Theol. Platon. 1 6 p. 13,3 ἅπασα γάρ ἡ παρ’ Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστί μυσταγωγία ἔκγονος, πρώτου μέν Πυθαγόρου παρά Ἀγλαοφήμου τά περί θεῶν ὄργια διδαχθέντος. δευτέρου δέ Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τήν παντελῆ περί τούτων ἐπιστήμην ἐκ τε τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων.».

(…. διότι προῆλθεν ἄνωθεν ἐκ τῆς Ὀρφικῆς παραδόσεως ἡ περί θεῶν ἐπιστήμη μέσῳ τοῦ Πυθαγόρου καί ἐχορηγήθη εἰς τούς Ἕλληνας. (Theol. Platon. 1 6 p. 13, 3), διότι ὁλόκληρος ἡ Θεολογία τῶν Ἑλλήνων εἶναι γόνος τῆς Ὀρφικῆς μυσταγωγίας. Πρῶτος μέν ὁ Πυθαγόρας τά περί θεῶν ὄργια ἐδιδάχθη ὑπό τοῦ Ἀγλαοφήμου. Δεύτερος δέ ὁ Πλάτων ἀπεδέχθη τήν πλήρη περί αὐτῶν ἐπιστήμην ἐκ τῶν Πυθαγορείων καί τῶν Ὀρφικῶν συγγραμμάτων.). (Otto Kern «Orphicorum Fragmenta», «Auctores de Orpheo”, 250, ἀπόδ. τῆς συγγραφέως, ἐκ τῶν ἐκδ. WEIDMANN).

Ἡ σπουδαιότης τῆς Θεολογίας καί τῆς Μυσταγωγίας ἀνάγεται πρῶτον εἰς τούς ἀριθμούς καί ἐν συνεχεἰᾳ εἰς τήν γνῶσιν τῆς οὐσίας καί τῆς φύσεως τῆς ψυχῆς, συνδεδεμένης μετά τῶν ἀριθμῶν. Σχετικῶς μέ τήν οὐσίαν καί τήν φύσιν τῶν ἀριθμῶν καταγράφονται τά ἑξῆς εἰς τά Ὀρφικά Ἀποσπάσματα, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ Ἰάμβλιχος εἰς τόν Πυθαγορικόν Βίον:

«Πόθεν δή οὖν τήν τοιαύτην εὐσέβειαν παρέλαβον οὗτοι οἱ ἄνδρες, εἰ τις βούλοιτο μαθεῖν, ῥητέον ὡς τῆς Πυθαγορικῆς κατ’ ἀριθμόν θεολογίας παράδειγμα ἐναργές ἔκειτο παρά Ὀρφεῖ.».

(Ἄν λοιπόν ἤθελε κανείς νά μάθῃ πόθεν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἀπέκτησαν τήν τόσον μεγάλην εὐσέβειαν, πρέπει νά λεχθῇ ὅτι εἰς τά Ὀρφικά ὑπῆρχεν εὐκρινές παράδειγμα τῆς Πυθαγορικῆς ἀριθμητικῆς θεολογίας.). (Ἰαμβλίχου «Πυθαγορικός Βίος», 145, ἀπόδ. τῆς συγγραφέως, ἐκ τῶν ἐκδ. Δέσπ. Μαυρομάτη, Ἀθήνα 1993).

Ἐν συνεχεία, περιλαμβάνονται καί τά ἑξῆς ἀξιοθαύμαστα στοιχεῖα περί ἀριθμῶν: «Ὁ ἀριθμός εἶναι ἡ αἰωνία οὐσία, ἀρχή, ἡ ὁποία προνοεῖ δι’ ὁλόκληρον τόν οὐρανόν καί τήν γῆν καί τήν ἐνδιάμεσον φύσιν καί ῥίζαν διαρκοῦς (ὑπάρξεως) σταθερότητος καί θείων (ἀνθρώπων) καί θεῶν καί δαιμόνων.». (ὅπ. ἀν. 146).

Ἀντικρούων τ’ ἀνωτέρω, ὁ Ἡρόδοτος εἶναι κατηγορηματικός, λέγων ὅτι: «Ἀπό ποῦ προῆλθεν ὁ καθείς ἀπό τούς θεούς, καί ἄν ὑπήρχαν ὅλοι πάντοτε, καί ὁποῖοι ἦσαν κατά τήν μορφήν, δέν ἦτο γνωστόν ἕως τελευταῖα, καί ἔως ἐχθές ἀκόμη, διά νά ἐκφρασθῶμεν τοιουτοτρόπως. Διότι νομίζω ὅτι ὁ Ἡσίοδος καί ὁ Ὅμηρος ὑπῆρξαν ἀρχαιότεροί μου κατά τετρακόσια χρόνια καί ὄχι περισσότερον. Αὐτοί εἶναι πού ἔγραψαν τήν Θεογονίαν διά τούς Ἕλληνας, καί ἔδωκαν εἰς τούς θεούς τάς ἐπωνυμίας, καί ἐμοίρασαν εἰς αὐτούς τιμάς καί τέχνας καί ὑπετύπωσαν τάς μορφάς των. Οἱ δέ ποιηταί, οἱ ὁποῖοι λέγονται ἀρχαιότεροι ἀπό τούτους, (ὁ Ὀρφεύς, ὁ Μουσαῖος καί ὁ Λίνος) ὑπῆρξαν μεταγενέστεροι, καθώς ἐγώ τουλάχιστον νομίζω. Καί τά μέν πρῶτα ἀπ’ ὅσα εἶπα τά λέγουν αἱ ἱέρειαι τῆς Δωδώνης, τά δέ περί Ὅμήρου καί Ἡσιόδου τά λέγω ἐγώ.». (Ἡροδότου «Ἱστορία Β’», 53. Otto Kern «Orphicorum Fragmenta», “AETAS ET GENUS”,11).

Θά πρέπῃ νά προσθέσω ὅτι, ὡς πρός τά ἀνωτέρω Ὀρφικά ἀποσπάσματα, καταγράφεται καί τό ἑξῆς: «….. ἀλλ’ ὅμως πλήν τοῦ ὀνόματος (τοῦ Ὀρφέως) οὐδέν εἶχε συμβῆ νά διασωθῇ μετά ταῦτα πρό τῆς Ὁμήρου ποιήσεως, οὔτε ἀρχαιότερον ποίημα σῴζεται τῆς Ἰλιάδος καί τῆς Ὀδυσσείας.». (ὅπ. ἀν., 11).

Αἱ ὡς ἄνω μαρτυρίαι τῶν ἱερῶν Ὀρφικῶν ἀποσπασμάτων εἶναι ἀντιφατικαί. Ἐάν αὐτά τά ὁποῖα ἀκολουθοῦν εἶναι ἤδη καταγεγραμμένα ἀπό φιλολόγους καί φιλοσόφους Ἕλληνας καί ξένους, δέν τό γνωρίζω. Καταθέτω ὅσα συνέλαβα διά τῆς σκέψεώς μου, ἄνευ διδασκάλου ἤ ἄλλου καθοδογητοῦ.

Βεβαίως δέν γνωρίζω, ἐάν εἰς τό 95%, ὡς λέγεται τῶν ἀπωλεσθέντων κειμένων, Πυθαγόρας καί Πλάτων δέν παρέδωσαν εἰς τάς μελλοντικάς γενεάς τόν ἰδιαίτερον τρόπον τῶν τελετῶν διἀ τῆς μυσταγωγίας τῶν ἀριθμῶν καί τῶν ἐννοιῶν ἐντός τῶν λέξεων, συναρτήσει τῶν κινήσεων τῆς ψυχῆς, ἀναφερόμενοι σχετικῶς καί εἰς τά Ἔπη τοῦ Ὁμήρου.

Τά ἀπόκρυφα κείμενα, τά ὁποῖα ἐμεῖς ἀγνοοῦμε,

ἐκ τῆς αἰωνιότητος μᾶς ἀποστέλλουν μηνύματα

τῆς ἀεί ὑπάρξεώς των.

Δεν υπάρχει τίποτα ευγενικό στο να είσαι ανώτερος από τον πλησίον σου.

Δεν υπάρχει τίποτα ευγενικό στο να είσαι ανώτερος από τον πλησίον σου.

Η αληθινή ευγένεια είναι στο να είσαι ανώτερος από τον προηγούμενο εαυτό σου.

Ernest Hemingway

Αριστοτέλης – Η ψυχή είναι πολυτιμότερη από την περιουσία και το σώμα

Συνήθως, οι περισσότεροι άνθρωποι νομίζουν ότι, όση και να έχουν αρετή, είναι αρκετή, ενώ για τον πλούτο, τα χρήματα, την ισχύ, τη δόξα, και όλα τα σχετικά, πιστεύουν πως, όσα και να έχουν, δε φθάνουν.

Ο Αριστοτέλης, σε όλους αυτούς, διαμηνύει να προσέξουν ότι δεν αποκτούν και δεν μπορούν να διαφυλάξουν τις αρετές με τα εξωτερικά αγαθά, αλλά, αντίθετα, εκείνα με αυτές. Την ευτυχισμένη ζωή, είτε υπάρχει στη χαρά, είτε στην αρετή, είτε και στα δυο, περισσότερο τη βρίσκουμε σ’ εκείνους που έχουν καλλιεργήσει στο έπακρο το ήθος τους και τη διάνοια, ενώ παραμένουν μετριοπαθείς και μετρημένοι όταν πρόκειται για την κτήση εξωτερικών αγαθών’ όχι, όμως, σ’ εκείνους που διαθέτουν αγαθά περισσότερα από τα χρήσιμα, ενώ, την ίδια στιγμή, υπολείπονται στο ήθος και τη διάνοια. Γιατί τα εξωτερικά αγαθά εξαντλούνται, και περισσότερο αποτελούν μέσο, όπως καθετί που χρησιμεύει σε κάτι άλλο’ η υπερεπάρκειά τους, όμως, αναγκαστικά, είτε βλάπτει είτε, τελικά, δεν ωφελεί καθόλου όσους τα διαθέτουν. Τα αγαθά, τώρα, που αφορούν στην ψυχή, όσο κι αν αφθονούν, τόσο πιο πολύ είναι χρήσιμα’ εφόσον, βέβαια, πρέπει να ζητούμε και σ’ αυτά, όχι μόνο το ωραίο αλλά και το χρήσιμο. Αν επιπλέον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η ψυχή είναι πολυτιμότερη από την περιουσία και το σώμα, θα πρέπει, για το καθένα, να εξασφαλίσουμε την καλύτερη εκδοχή, σύμφωνα με την ιεραρχία που εγκαθιστούμε ανάμεσά τους. Άλλωστε, από τη φύση, επιβάλλεται να επιλέγουμε τα εξωτερικά αγαθά προς όφελος της ψυχής, πράγμα που πρέπει να κάνουν όλοι όσοι σκέφτονται σωστά,’ και όχι να υποτάσσουμε την ψυχή στην αναζήτηση των εξωτερικών αγαθών.

Καθένας, τώρα, αξιώνεται την ευδαιμονία στο βαθμό που διαθέτει αρετή και φρόνηση, και φροντίζει να ενεργεί σύμφωνα με αυτές. Τον εσωστρεφή προσανατολισμό, και την εσωτερική διάσταση της ευδαιμονίας, ο Αριστοτέλης την κατοχυρώνει με την αναφορά στο θεό. Εκείνος είναι ευδαίμων και μακάριος όχι εξαιτίας των εξωτερικών αγαθών, αλλά χάρη στον εαυτό του και σε αυτό που είναι από τη φύση. Γι’ αυτό, αναγκαστικά, η ευδαιμονία διακρίνεται από την ευτυχία. Η δεύτερη αφορά στα αγαθά που δεν έχουν να κάνουν με την ψυχή’ γι’ αυτά αρμόδια είναι η τύχη. Δίκαιος και σώφρων, όμως, δεν είναι κανένας από τύχη. Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει και για την πόλη που θέλει να ζει ευτυχισμένα. Είναι αδύνατο να ευτυχούν εκείνοι που δεν ενεργούν σωστά. Κανένα έργο, ανθρώπου ή πόλης, δεν είναι καλό, που δε συνοδεύεται ή δεν απορρέει από την αρετή και τη φρόνηση. Επομένως, άριστος βίος, τόσο μεμονωμένα, για τον κάθε άνθρωπο, όσο και γενικά, για τις πόλεις, είναι εκείνος που συνέχεται από αρετή σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι πράξεις που έχει να επιδείξει, να είναι πράξεις αρετής.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η αρετή έχει να κάνει με τη χαρά, την αγάπη και το μίσος που κατευθύνονται σωστά, «ορθώς». Η εισαγωγή στο βίο της αρετής, είναι, πρώτα, έργο της παιδείας, και συγκεκριμένα της μουσικής, που περιλαμβάνει την ποίηση, την όρχηση και το μέλος, και αποστολή της είναι να διδάσκει και να εθίζει στην ορθή κρίση, αλλά και στη χαρά με τα ευγενή ήθη και τις ωραίες πράξεις. Οι ρυθμοί και οι μελωδίες εξομοιώνουν, διαμορφώνουν ομοιώματα ηθών όπως η οργή, η πραότητα, η ανδρεία και η σωφροσύνη, αλλά και τα αντίθετα σε αυτά. Στην πράξη, μάλιστα, η ψυχή υφίσταται μεταβολή, όταν ακούγονται παρόμοιοι ρυθμοί και μελωδίες. Έτσι, καθώς οι άνθρωποι συνηθίζουν να λυπούνται και να χαίρονται με τις εξομοιώσεις, φθάνουν, και σε πραγματικές συνθήκες, σε αληθινές περιστάσεις, να νιώθουν με τον ίδιο τρόπο……..

Από το παράρτημα του βιβλίου Αριστοτέλης – “Περί ψυχής” εκδόσεις Ζήτρος, Σχόλια Ι.Σ.Χριστοδούλου

by Αντικλείδι , https://antikleidi.com

«Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον» – Πινακίδες Ορφικαί, μνήμαι προγονικαί!

Το παρακάτω άρθρον δημοσιεύθηκε στο περιοδικόν «Ελληνική Αγωγή», έτος 7ο, Αρ. Φύλλου 15/68, Δεκεμβρίου 2002.

«Ότι παλαιός ο λόγος, Ορφικός τε γαρ και Πυθαγόρειος,
ο πάλιν άγων τας ψυχάς εις το σώμα και
πάλιν από του σώματος ανάγων και τούτο κύκλω πολλάκις».
(Ορφικόν Απόσπασμα 29).

Η αέναος κυκλική εναλλαγή ζωής/θανάτου των επανενσαρκώσεων της ψυχής είναι «ο παλαιός λόγος» των Ορφικών, τον οποίον ενεστερνίσθησαν οι Πυθαγόρειοι και διεξοδικώς ανέλυσεν ο Πλάτων εις τους Διαλόγους του «Μένων», «Φαίδρος», «Φαίδων», «Πολιτεία» κ.ά. Εξ αυτού («του παλαιού λόγου») απορρέει η Θεωρία της Αναμνήσεως. Αύτη υπάρχει καταγεγραμμένη εις πινακίδας, που ευρέθησαν εις τάφους, προφανώς μεμυημένων, εις την Πετηλίαν της Κάτω Ιταλίας, εξ τον αριθμόν, και μία εις τας Ελευθέρνας της Κρήτης.

Το κείμενον της πινακίδας της Πετηλίας είναι το εξής:

«Θα βρης μία κρήνη στα αριστερά του οίκου του Άδη•
δίπλα σ’ αυτήν λευκό βρίσκεται κυπαρίσσι.
Σ’ αυτήν την κρήνη μην πλησίασης κοντά.
Αλλά θα βρης μιάν άλλη κοντά στης Μνημοσύνης
την λίμνη, πού κρύο νερό αναβρύζει
και φύλακες την φυλάνε.
Πες: της γης παιδί είμαι και του έναστρου ουρανού
αλλά το γένος μου είναι βεβαίως (μόνον) ουράνιο.
Αυτό το γνωρίζετε και σεις οι ίδιοι.
Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι•
δώστε μου γρήγορα κρύο νερό
που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη.
Και αυτοί θα σου δώσουν να πιής από την ιερή κρήνη
Και τότε μαζύ με τους άλλους ήρωες θα βασιλεύης…».

(ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, Jane Helen Harrison,, aπόδ. Eλ. Παπαδοπούλου, σελ. 142).

Τα Ορφικά ταφικά έθιμα ώριζαν όπως τοποθετηθή εις τον τάφον του μεμυημένου νεκρού η ανωτέρω πινακίς από φύλλον χρυσού εις εξαγωνικόν κύλινδρον και να κρεμασθή από χρυσήν άλυσιν εις τον λαιμόν του ως φυλακτόν.

Το εξαγωνικόν σχήμα του κυλίνδρου περιέγραφε την ουσίαν της ψυχής, διότι, κατά τους Πυθαγορείους, ο αριθμός έξι ήτο ο αριθμός, ο οποίος είχε φθάσει εις την εμψύχωσιν των όντων. Ταυτοχρόνως ο Νόμος της Συμπαντικής Εξελίξεως εκφράζεται δια του αριθμού τούτου. Η συνύπαρξις του αριθμού της εμψυχώσεως μετά του Νόμου της Εξελίξεως υποδηλοί την αέναον εξέλιξιν της Παγκοσμίου Ψυχής εις τους μορφικούς σχηματισμούς. Πράγματι Αφροδίτην και Γάμον ωνόμαζον οι Πυθαγόρειοι τον αριθμόν τούτον (Orphicorum Fragmenta, 309). Θεά της μορφοποιήσεως η Αφροδίτη και Γάμος η λειτουργία εκ της οποίας εξυπακούεται ότι απορρέουν αι γεννήσεις, αι νέαι έμψυχοι μορφαί, αι προερχόμεναι εκ των δύο φύλων της φύσεως, έχουν την έδραν των εις την ουσίαν και ποιότητα του αριθμού εξ.

Χρυσαί δε, άλυσις και πινακίς, απεικόνιζαν την αθανασίαν της ψυχής. Η άλυσις δια των κρίκων υπαινίσσετο τας επανενσαρκώσεις. Η πινακίς έφερε τας οδηγίας, που ώφειλε να ακολουθήση η ψυχή του μεμυημένου προ της νέας του ενσαρκώσεως κατά τον κατάλληλον χρόνον. Τότε μεθ’ όλων των άλλων ψυχών, αι οποίαι επρόκειτο να ενσαρκωθούν, η ψυχή του μεμυημένου έφθανε εις τόπον, όπου ήσαν παρούσαι μία κρήνη εις την αριστεράν πλευράν και δίπλα μία λευκή κυπάρισσος. Αύτη ήτο η κρήνη της Λήθης, η οποία δεν κατωνομάζετο και δεν εφυλάσσετο. Ό,τι δεν κατονομάζεται, δεν έχει νοητήν υπόστασιν, εφ’ όσον είναι αδύνατον να καταγραφούν από τον νουν αι ιδιότητες του και να αποτυπωθούν εις την μνήμην με σημείον αναφοράς συγκεκριμένον όνομα. Εις την δεξιάν πλευράν υπήρχεν η λίμνη της Μνημοσύνης, η οποία κατωνομάζετο και εφρουρείτο.

Το ύδωρ εις τον συμβολισμόν είναι το κατ’ εξοχήν σύμβολον της μνήμης ή της απουσίας της, αναλόγως της προελεύσεως και της σχέσεως του με τον περιβάλλοντα χώρον. Η διαφορά έγκειται πρώτον εις την φύσιν του ύδατος (καθαρόν/ακάθαρτον) δεύτερον εις την θέσιν (δεξιά/αριστερά), εκ της οποίας τούτο αναβλύζει και τρίτον εκ της πρώτης αρχής και γενέσεώς του, της φύσεως της πηγής του.

Από την αριστεράν κρήνην πίνουν ακάθεκτοι το ύδωρ της λήθης «αι πολλαί» προς ενσάρκωσιν ψυχαί. Προφανώς δεν γνωρίζουν ότι πρόκειται να απολέσουν την μνήμην των, επειδή η κρήνη δεν κατονομάζεται. Άλλωστε αι ψυχαί «των πολλών» είναι πολύ διψασμέναι, διότι επείγονται να ενσαρκωθούν, επομένως δεν καθυστερούν εις την δεξιάν λίμνην, πού φρουρείται. Η λευκή κυπάρισσος πλησίον της αριστεράς κρήνης, σημειοδοτεί, δια της απουσίας χρώματος, την απουσίαν της μνήμης. Στόχος της αριστεράς κρήνης, πού δεν κατονομάζεται δι’ ευνοήτους λόγους, είναι να σβήση από την ψυχή «των πολλών» τας προγενεστέρας μνήμας του γένους και των εμπειριών της.

Η όλη εικών φέρει εις το προσκήνιον τον στόχον των 2.000 τελευταίων ετών. Ο στόχος απέβλεπεν εις την εξάλειψιν της μνήμης της αρχαίας προγονικής λατρείας και κυρίως την κατάργησιν της εδραιωμένης πεποιθήσεως των επανενσαρκώσεων της ψυχής.

Εις την δεξιάν πλευράν υπάρχει κρήνη, η οποία προέρχεται από την φυλασσομένην λίμνην της Μνημοσύνης, το ύδωρ της οποίας είναι άφθονον. Ο μεμυημένος, ο οποίος αξιοί να πιή από ταύτην την λίμνην της Μνημοσύνης, δεν θα στερηθή τας μνήμας του. Διότι μεμυημένος είναι ο έχων κατακτήσει την γνώσιν της αιτίας των πραγμάτων και δεν αρκείται εις τα φαινομενικά αποτελέσματα, τα παρουσιαζόμενα εις τον κόσμον των αισθήσεων. Η γνώσις του ονόματος εις την Ελληνικήν Γλώσσαν ενεργοποιεί τας ουσιαστικάς ιδιότητας του πράγματος.

Η λίμνη φρουρείται από ισχυρούς, αγρύπνους φύλακας. Από την δεξιάν κρήνην είναι απηγορευμένον να πίουν αι ψυχαί, πλην των μεμυημένων, οι οποίοι δηλώνουν εις τους φύλακας την ουρανίαν των καταγωγήν λέγοντες:

«Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον. τόδε δ’ ίστε και αυτοί. Διψίη δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι. Αλλά δότ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρρέον της Μνημοσύνης από λίμνης».

(Της Γης παιδί είμαι και του έναστρου Ουρανού• το γένος μου είναι βεβαίως ουράνιο. Αυτό το γνωρίζετε και οι ίδιοι. Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι• δώστε μου γρήγορα κρύο νερό που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη).

Η ψυχή του μεμυημένου κατονομάζει Μνημοσύνην την εκ δεξιών λίμνην. Γνωρίζει δηλαδή ότι, εφ’ όσον πίη εξ αυτής, δεν θα απολέση την Μνήμην του. Το ύδωρ, το οποίον εις την περίπτωσιν της λήθης είναι αίτια της αφαιρέσεως της μνήμης, εις την κρήνην της Μνημοσύνης είναι αιτία αναδύσεως των αναμνήσεων των προγενεστέρων της βίων από το βάθος της λίμνης. Άγνωστον το βάθος της (Ηράκλειτος, απ. 45).

Η αυτοσυνείδητος, μεμυημένη ψυχή αρνείται να παρασυρθή από το αίσθημα της δίψης της επιγείου ζωής, η οποία βρίθει λαθών και φαντασιώσεων, ακριβώς διότι δεν επιθυμεί να λησμονήση τόσον την καταγωγήν, όσον και τα βιώματα των παλαιών της ενσαρκώσεων. Διαισθάνεται ότι αυτά υπάρχουν ακόμη «δυνάμει» εις το βάθος της λίμνης — του υποσυνειδήτου της θα ήτο η σημερινή έκφρασις.

Δικαίωμα να πίουν από την κρήνην της Μνημοσύνης έχουν μόνον αι ψυχαί, πού γνωρίζουν την προέλευσιν της ουρανίας των καταγωγής.

Ταύτην φαίνεται ότι δεν απώλεσαν ακόμη όλοι οι Έλληνες. Η Ορφική Θεωρία της αναμνήσεως, πλήρως ανεπτυγμένη εις τους διαλόγους του Πλάτωνος, επιβεβαιοί ότι, εφ’ όσον αι αρχαίαι μεμυημέναι ψυχαί θα επιστρέφουν εις την γην, θα έχουν και την δυνατότητα προσπελάσεως εις τας αρχαίας, προγονικάς των μνήμας, ούσαι ενσυνειδήτως αρχαίαι Ελληνικαί ψυχαί. (Πλάτωνος «Πολιτεία» 498C, θεωρία των μετενσαρκώσεων).

Η μυστική κλεις, την οποίαν παραδίδουν αι Ορφικαί Πινακίδες, είναι η επίγνωσις του γένους της διπλής των καταγωγής: εκ της Γης και του Ουρανού, εις την οποίαν εντάσσεται το όλον είναι του όντος, το φθαρτόν σώμα και η αθάνατος ψυχή του.

«Η μεν ψυχή τω θείω, το δε σώμα τω θνητώ».
(Πλάτωνος «Φαίδων» 80 Α)

Γης παις ειμί: Γη, η μητέρα του, η Γη Μήτρα, η Δήμητρα των Ελευσινίων Μυστηρίων, την οποίαν τιμά, εκ της οποίας εγεννήθη και εις την οποίαν θα επιστρέψη ο φθαρτός του φορεύς, το σώμα του.

Και Ουρανού αστερόεντος: Ουρανός, ο έναστρος νους της αθανάτου φύσεως του πατρός του, του επιτρέπει να αναγνωρίζη την ουρανίαν του καταγωγήν, η οποία οδηγεί εις την αθανασίαν καθ’ ομοίωσιν του πατρός του.

Κατ’ επέκτασιν, συνεπώς, κέκτηται δικαιωματικώς την μνήμην των εμπειριών, αι οποίαι διεμόρφωσαν ιδιότητας και χαρακτηριστικά της φυλετικής ταυτότητος της ψυχής του.

Και εις τας δύο περιπτώσεις, της Λήθης και της Μνημοσύνης, σύνδεσμος και κοινός συμβολικός όρος είναι το ύδωρ. Διότι κατά τον Όμηρον δια του ύδατος έρχεται εις την ζωήν η ψυχή με τον ένσαρκον φορέα της εις το Ζώδιον του Καρκίνου ως προς την Βόρειον Θύραν του Άντρου των Νυμφών, (ν 96—113) και Πορφύριος «Περί του εν Οδυσσεία των Νυμφών Άντρου». Κατά τον Ηράκλειτον προσδιοριστικόν στοιχείον των μετενσαρκώσεων είναι το υγρόν στοιχείον (απ. 12, 36, 76, 117). Επίσης ο Πλάτων εις την Πολιτείαν (621 Β), εις τον μύθον του Ηρός, αναφέρει ότι «όποιος έπινε περισσότερο νερό από τον Αμέλητα ποταμό, λησμονούσε τα πάντα».

Επιπροσθέτως το ύδωρ είναι το στοιχείον της συναισθηματικής έδρας της ψυχής. Ποσειδών, ο άναξ των συναισθηματικών υδάτων, σείει με την τρίαινάν του το τρις-υπόστατον είναι του όντος. Ουδείς φορεύς (επιθυμητικός/σωματικός, θυμικός/ψυχικός, λογιστικός/νοητικός, «Φαίδρος» ο μύθος του Ηνιόχου 246), εξαιρείται της κυριαρχίας του αδελφού του Διός, του Ποσειδώνος. Διότι ούτος είναι ο «δεύτερος εκ Διός ειληχώς πάντεσσιν ανάσσειν» (ο δεύτερος, που του έλαχεν ο κλήρος να βασιλεύη εις πάντας μετά τον Δία), ως προς τον Ορφικόν του Ύμνον. Ως δεύτερος ο Ποσειδών είναι ο άρχων του μέσου χώρου των ενσάρκων όντων. Ζευς, ο πρώτος άναξ του Ολύμπου, είναι ο άναξ της Νοήσεως και των Συλλογισμών.

Ο ένσαρκος φορεύς μετά τον θάνατον επιστρέφει εις το πλέον αργοδονούμενον στοιχείον, το στοιχείον της Γης. Εκεί θα φιλοξενηθή το φθαρτόν σώμα από την Μεγάλην Μητέρα Δήμητρα.

Η ψυχή μεταξύ δύο ενσαρκώσεων «μεταβάλλον αναπαύεται» είπεν ο Ηράκλειτος (Απ. 84α), επεξεργαζομένη τας βιωθείσας εμπειρίας και προετοιμαζομένη δια την μελλοντικήν της νέαν ενσάρκωσιν. Τα απ. 30, 36, 62, 77 του Ηρακλείτου δίδουν την ωλοκληρωμένην εικόνα της αενάου εναλλαγής ζωής/θανάτου των ψυχών, συμφωνών ο Ηράκλειτος μετά του ανωτέρω Ορφικού Αποσπάσματος των σχετικών Πινακίδων.

Ποία είναι η σημασία του προσδιορισμού της θέσεως, ως καθοριστικόν στοιχείον των δύο κρηνών, εις τον χώρον του Άδου, από τας οποίας προέρχεται το ύδωρ;

Η θέσις από την οποίαν θα δεχθή η ψυχή την ροήν του ύδατος, δια να μην απολέση τας μνήμας της, πρέπει να είναι η δεκτική, της δεξιάς κρήνης, εκ του δέχ-ομαι και όχι εκ της ευωνύμου (αριστεράς), εκείνης πού έχει (κατ’ ευφημισμόν;) ωραίον όνομα (ευ+όνομα). Η δεκτική ψυχή έχει την δυνατότητα δια των παλαιών της μνημονικών αποτυπώσεων, των υπαρχουσών «δυνάμει» εις την λίμνην/ψυχήν, να αποδέχεται ενσυνειδήτως τας παλαιάς αποτυπώσεις (τα εκμαγεία του Πλάτωνος εις τον «Θεαίτητον» 194D-197) κατά την νέαν της ενσάρκωσιν. Κατά συνέπειαν η ενσυνείδητος δεκτικότης είναι εκείνη πού επιτρέπει και προωθεί συγκρίσεις «των εκμαγείων» των αλλεπαλλήλων προγενεστέρων της βίων δια της αναμνήσεως (Πλάτωνος «Μένων» 81-83, «Φαίδων» 72Ε-77Β, «Θεαίτητος» 191C-195Β). Αποκτά έτσι την ικανότητα διακρίσεως αντικειμενικής αποδοχής ή απορρίψεως των εμφανιζομένων καταστάσεων του τρέχοντος βίου, προκειμένου να προοδεύση εις την κοπιώδη ανελικτικήν της πορεία. Πώς θα ήτο δυνατόν να κρίνη και να αποφασίζη άνευ βιωματικών συγκρίσεων προγενεστέρων εμπειριών του συνόλου των βίων της;

Εάν έχη συνειδητοποιήσει την σημασίαν των αποτυπώσεων/εκμαγείων αφ’ ενός των προγενεστέρων της εμπειριών και αφ’ ετέρου την σημασίαν της γενεαλογικής της προελεύσεως, θα απαιτήση να της επιτρέψουν οι φύλακες, οι οποίοι και αυτοί γνωρίζουν την ουρανίαν καταγωγήν της, να πιή το ύδωρ εκ της δεξιάς κρήνης. Συμπερασματικώς, κατά την Ορφικήν Παράδοσιν, η εξελικτική πορεία της ψυχής έχει βάσιν την γνώσιν, η οποία αποκτάται από τας εμπειρίας του συνόλου των βίων και δεν βασίζεται εις πίστιν ή δόγμα. Η ψυχή καθίσταται δεκτική και ως δεκτική είναι φύσει δια+λεκτικήΔια+λεκτική η ψυχή δικαιούται

«να πιή από την ιερά κρήνη και να βασιλεύη μαζύ με τους άλλους ήρωες…».

Βιβλιογραφία:

«ORPHICORUM RAGMENTA», Otto Kern.

Ορφικοί Ύμνοι, εκδ. Eγκ. ΗΛΙΟΥ.

Πλάτωνος «Μένων», «Θεαίτητος», «Πολιτεία», «Φαίδων», εκδ. ΠΑΠΥΡΟΣ.

«ΟΡΦΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ», Jane Helen Harrison, εκδ. ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1995.

«ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ», Κων. Γ. Κουρτίδου, εν Αθήναις 1934.«ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ», Χ.Α. Λαμπρίδης, εκδ. ΚΛΕΙΩ.

Α λ τ ά ν η, Π. Φ., Δεκέμβριος 2002

Παναγία «Ίνα Ώσιν Εν» η Πατριώτισσα!

Η εικόνα ίσως περιέχει: 2 άτομα, εσωτερικός χώρος

Μία εικόνα της Παναγίας που αποτυπώνει με συμβολικό τρόπο την πριν 2000 χρόνια τελευταία παρακαταθήκη του Ιησού. Ήταν στο όρος των ελαιών και προσευχόταν. Κυριολεκτικά λίγο πριν την σύλληψή Του είπε: » Την δόξαν ήν δέδωκάς μοι, δέδωκα αυτοίς, Ίνα Ώσιν Έν καθώς ημείς Έν εσμέν «, απευθυνόμενος στον Πατέρα. Τι είπε δηλαδή; Έδειξε στο ανθρώπινο Γένος την ενότητα Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος και διακήρυξε ότι στην ίδια ενότητα μπορούν και οι άνθρωποι να συμπεριληφθούν, αν φυσικά το επιθυμούν. Τα λόγια Του αυτά ήταν τα τελευταία προς την ανθρωπότητα. Ήταν η παρακαταθήκη που μας άφησε. Λίγες ημέρες αργότερα και από τον Σταυρό, μας έδειξε και τον τρόπο που θα μπορεί να πραγματοποιηθεί η Ενότητα. » Άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι τι ποιούσι «. Αυτός είναι ο τρόπος. Η συγχώρεση. Εάν δεν συγχωρείς είσαι σε διάσπαση και διάσταση με τον συνάνθρωπο. Εάν συγχωρείς είσαι σε Ενότητα. Πριν 180 χρόνια περίπου ο Πρώτος Κυβερνήτης του Έθνους Ιωάννης Καποδίστριας θα γράψει μια εγκύκλιο προς τον Ιερό Κλήρο της εποχής του. (Λαλήσατε εις τας καρδίας του λαού την γλώσσα της αληθείας, διδάξατε την φιλαδελφείαν, την προς αλλήλους αγάπην, ίνα οι πάντες Έν Ώσι…).Ξημερώματα της 2 Δεκεμβρίου 1991, ένας Άγιος Γέροντας στα Καυσοκαλύβια του Άγίου Όρους εγκαταλείπει τα εγκόσμια. Για 35 λεπτά της ώρας επαναλαμβάνει διαρκώς την Αρχιερατική Ευχή «Ίνα ώσιν Έν, Ίνα ώσιν Έν, Ίνα ώσιν Εν» . Ήταν Ο Γέρων Πορφύριος.Η παρακαταθήκη του Ιησού, του Ιωάννη Καποδίστρια, του Άγίου Γέροντος Πορφυρίου αποτυπώθηκε σε ξύλο. Έγινε εικόνα και μάλιστα σε Ελληνική και Ρωσική εκδοχή. Μια εικόνα της Παναγίας που για να περιγράψεις τον συμβολισμό της χρειάζονται δεκάδες σελίδες. Μία εικόνα που έχει αγκαλιά την Ελλάδα, την Πατρίδα μας. Αυτός αλλά όχι ο μόνος, ήταν ο λόγος, που η συγκεκριμένη εικόνα έλαβε και το δεύτερο όνομα της, Πατριώτισσα. Είναι Αυτή η Κυρία Θεοτόκος που σε δύσκολους καιρούς θα προστατέψει τα σύνορα της Ελλάδας…Ο Ελληνισμός ήταν ο πρώτος από αρχαιοτάτων χρόνων που μίλησε για το Έν και την Μονάδα. Από τον Πυθαγόρα, τον Ηράκλειτο, τον Εμπεδοκλή, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. Αξίζει να πληροφορηθούμε τι έγραψε ο Ηράκλειτος: Ουκ εμού αλλά του Λόγου ακούσαντος, ομολογείν εστί σοφόν, ΕΝ πάντα είναι…».

ʺΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣʺ του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου

<<Περί Μυστικής Θεολογίας>> του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, εορτάζοντος την 3η Οκτωβρίου

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Στο ʺΠΕΡΙ ΜΥΣΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣʺ του Αγίου Διονυσίου αναλύεται η έννοια της Μυστικής ή αποφατικής θεολογίας, η έννοια του θείου γνόφου, της υπέρλαμπρου δηλαδή αυτής μυστικής και ομιχλώδους για τον άνθρωπο έκφρασης του Θείου, τον οποίο ο Διονύσιος αποκαλεί ʺγνόφον αγνωσίαςʺ και της κατά χάριν μετοχής του δημιουργήματος στις ιδιότητες του Δημιουργού.

Κεφάλαιο 1 ‐Ποιος είναι ο θείος γνόφος

1. Τριάς υπερούσια και υπέρθεη και υπεράγαθη, έφορε της θεοσοφίας των Χριστιανών, οδήγησέ μας στην υπεράγνωστη και υπερφώτεινη και ακρότατη κορυφή των μυστικών λογίων. οδήγησέ μας εκεί όπου είναι σκεπασμένα τα απλά και απόλυτα και αμετάβλητα μυστήρια της θεολογίας, στον υπέρφωτο γνόφο της κρυφιόμυστης σιγής, που με το βαθύ του σκοτάδι υπερλάμπει υπερφανέστατα και, μένοντας ανέγγικτος κι αόρατος, γεμίζει με υπέρκαλη λάμψη τους τυφλωμένους νόες. Αυτή την προσευχή είχα να αναπέμψω εγώ. Εσύ δε, αγαπητέ Τιμόθεε, ασχολήσου έντονα με τα μυστικά θεάματα. άφησε τις αισθήσεις και τις νοερές ενέργειες, όλα τα αισθητά και τα νοητά, όλα τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι εφικτό ανυψώσου για να ενωθείς κατά τρόπο ακατάληπτο με αυτόν που είναι επάνω από κάθε ουσία και κάθε γνώση. Διότι, όταν έλθεις σε έκσταση, που θα σε ελευθερώσει τελείως από τον εαυτό σου και από όλα τα πράγματα, όταν αφαιρέσεις τα πάντα καιαπαλλαγείς από τα πάντα, θα αναχθείς στην υπερούσια ακτίνα του θείου σκότους.

2. Πρόσεχε όμως να μην ακούσει κανένας αμύητος αυτά τα μυστικά. Κι εννοώ με τον όρο ʺαμύητοιʺ εκείνους που είναι εμπεπλεγμένοι στα αισθητά όντα και δεν φαντάζονται ότι υπάρχει κάτι υπερούσιο πάνω από τα όντα, αλλά νομίζουν ότι με την γνωστική τους ικανότητα μπορούν να γνωρίσουν αυτόν που έχει ορίσει το σκότος ως κρυψώνα του. Αν τώρα οι θείες μυσταγωγίες είναι επάνω από τις δυνάμεις των αμύητων, τι θα έλεγε κανείς για τους περισσότερο αμύστους, οι οποίοι την υπερκειμένη αιτία των όλων χαρακτηρίζουν με βάση τα χαμηλότερα όντα, κι ισχυρίζονται ότι δεν υπερέχει καθόλου από τα αθεϊστικά και πολύμορφα είδωλα που αυτοί κατασκευάζουν; Η αλήθεια είναι ότι πρέπει από το ένα μέρος νʹ αποδίδωμε σʹ αυτήν καταφατικά όλες τις θέσεις των όντων, σαν αιτία των όλων, κι από το άλλο σωστότερα να τις αποφάσκωμε όλες, με την πεποίθηση ότι υπερβαίνει τα πάντα, και να μη νομίζομε ότι οι απο-φάσεις αντίκενται στις κατα‐φάσεις, αλλά να νομίζομε ότι αυτή πολύ πρωτύτερα υπερβαίνει τις στερήσεις, διότι ευρίσκεται επάνω από κάθε αφαίρεση και θέση.

3. Με αυτή την έννοια λοιπόν λέγει ο θείος Βαρθολομαίος ότι η θεολογία είναι και πολλή και ελαχίστη, και ότι το ευαγγέλιο είναι από το ένα μέρος πλατύ και μεγάλο και από το άλλο συντετριμμένο. Εμένα μου φαίνεται ότι με αυτά τα λόγια εννοούσε υπερφυώς τούτο. ότι η αγαθή αιτία των πάντων είναι πολύλογη και συγχρόνως βραχύλογη και άφωνη, αφού δεν έχει ούτε λόγο ούτε νόηση, διότι υπέρκειται των όλων υπερουσίως και αποκαλύπτεται φανερά κι αληθινά μόνο σʹ εκείνους που ξεπερνούν όλα τα ανόσια και τα καθαρά πράγματα, που υπερβαίνουν κάθε ύψωμα όλων των αγίων κορυφών, που εγκαταλείπουν πίσω τους όλα τα θεία φώτα, όλους τους ουρανίους ήχους και λόγους, για να εισδύσουν στον γνόφο, όπου πραγματικά ευρίσκεται ο επέκεινα των πάντων, όπως λέγουν τα Λόγια. Πραγματικά ο θείος Μωυσής δεν παίρνει απλώς την εντολή να καθαρθεί πρώτα ο ίδιος κι έπειτα να χωρισθεί από τους ακαθάρτους. αλλά έπειτα από την τελεία κάθαρση ακούει τις πολύφωνες σάλπιγγες, βλέπει πολλά φώτα που στέλλουν αστραπτερές και πολύχυτες ακτίνες. Ύστερα χωρίζεται από τους πολλούς και μαζί με τους εγκρίτους ιερείς φθάνει στην κορυφή των θείων αναβάσεων. Κι εν τούτοις εκεί δεν συναντάται με τον ίδιο τον Θεό και δεν βλέπει αυτόν (διότι αυτός είναι αθέατος), αλλά τον τόπο όπου ευρίσκεται αυτός. Τούτο νομίζω ότι σημαίνει ότι τα θεία και κορυφαία από τα οράματα και τα νοήματα είναι σπερματικοί λόγοι των πραγμάτων που είναι υποτεταγμένα στον υπέρτατο όλων, με τους οποίους φανερώνεται η επάνω από κάθε κατάληψη παρουσία των που επιβαίνει στις νοητές κορυφές των αγιοτάτων τόπων του. Τότε ο Μωυσής αποδεσμεύεται και από τα ορώμενα και από τους ορώντας, και εισδύει μέσα στο γνόφο της αγνωσίας, τον πραγματικά μυστικόν, όπου αποκλείει όλες τις γνωστικές αντιλήψεις και φθάνει στο εντελώς ανέγγικτο και αόρατο, παραδίδεται ολόκληρος στο επέκεινα όλων, και δεν ανήκει ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανένα άλλον. και, κατόπιν της ανενεργησίας κάθε γνώσεως, ενωμένος σε ανώτερο επίπεδο με τον εντελώς άγνωστο, με το να μη γνωρίζει τίποτε, γνωρίζει πέρα από κάθε νόηση.

Κεφάλαιο 2 ‐Πώς πρέπει να ενωθούμε και νʹ αναπέμψωμε ύμνους στον αίτιο των όλων τον επάνω από όλα

Σʹ αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο ευχόμαστε κι εμείς να φθάσωμε, ώστε δια μέσου της αβλεψίας και της αγνωσίας να ιδούμε και να γνωρίσουμε αυτόν που είναι επάνω από κάθε θέα και γνώση, ακριβώς με το μη ιδείν και με το μη γνώναι (διότι τούτο είναι η πραγματική θέα και γνώσις), καινα υμνήσωμε τον υπερούσιο υπερουσίως δια της αφαιρέσεως όλων των όντων, σαν αυτούς που κατασκευάζουν ένα φυσικό άγαλμα. αυτοί αφαιρούν όλα τα πρόσθετα υλικά του αγάλματος που εμποδίζουν την καθαρή θέα της κρυμμένης μορφής και με μόνη αυτή την αφαίρεση επιτρέπουν να φανεί καθαρό το απόκρυφο κάλλος.Πρέπει δε, όπως νομίζω, να υμνήσωμε τις αφαιρέσεις κατά τρόπο αντίστροφο προς τις θέσεις. Πράγματι εκείνες μεν, τις θέσεις, τις εθέταμε, ξεκινώντας από τα πρώτα και κατεβαίνοντας δια των μεσαίων προς τα τελευταία. εδώ όμως αφαιρούμε τα πάντα, πραγματοποιώντας τις αναβάσεις από τα τελευταία προς τα αρχικώτερα, για να γνωρίσου με ακάλυπτη εκείνη την αγνωσία που περικαλύπτεται από το πλήθος των γνώσεων που ευρίσκονται σε όλα στα αισθητά όντα, και για να ιδούμε εκείνον τον υπερούσιο γνόφο που αποκρύπτεται από όλο το φως που ευρίσκεται στα αισθητά όντα.

Κεφάλαιο 3ο ‐Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες οι αποφατικές Θεολογίες

Στις Θεολογικες Υποτυπώσεις υμνήσαμε τα κυριότερα σημεία της καταφατικής Θεολογίας, δηλαδή πώς η θεία και αγαθή φύση αποκαλείται Ενική (ομοούσια) και πώς Τριαδική (τρισυπόστατη). ποιες οι ιδιότητες του Πατρός, ποιες του Υιού. τι θέλει να δηλώσει η θεολογία που εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα. πώς από τα βάθη του άυλου και αμέριστου Αγαθού (Πατρός) βλάστησαν τα φώτα της αγαθότητος και πώς ο Πατήρ και τα άλλα πρόσωπα καθαυτά και μεταξύ τους παραμένουν παντοτεινά αχώριστα και αμετάβλητα. πώς ο υπερούσιος Ιησούς ουσιώνεται κατά την αληθινή ανθρώπινη φύση. και όσα άλλα υμνούνται στις Θεολογικές Υποτυπώσεις σύμφωνα και με των Γραφών τους λόγους. Στο Περί θείων Ονομάτων περιλαμβάνεται πώς ο Θεός λέγεται αγαθός και ων και ζωή και σοφία και δύναμη και όσα άλλα ανήκουν στη νοητή τάξη των θείων ονομάτων. και στη Συμβολική Θεολογία πώς μεταβαίνουμε από τις ονομασίες των αισθητών σε αυτές των θείων. τι λέμε θείες μορφές, τι θεία σχήματα και μέρη και όργανα, τι θείους τόπους και κόσμους, τι θυμούς και λύπες, τι οργή, τι μέθη και τι κραιπάλη, τι όρκους και τι κατάρες, τι ύπνους και τι εγρηγόρσεις και όσα άλλα αναφέρονται στους συμβολικούς και ιερούς θείους τύπους. Και νομίζω πως κι εσύ θα είδες ότι αυτά τα τελευταία απαιτούν πολύ περισσότερα λόγια από τα πρώτα. γιατί οι Θεολογικές Υποτυπώσεις και η ανάπτυξη των Θείων Ονομάτων είναι συντομότερα από τη Συμβολική θεολογία. Επειδή όσο ψηλότερα ανεβαίνουμε, τόσο οι λόγοι που συνοψίζουν τα νοητά περικόπτονται. όπως ακριβώς και τώρα, όσο εισδύουμε στον υπέρθεο γνόφο, όχι μόνο λιγόλογοι γινόμαστε, αλλά χάνουμε εντελώς τη μιλιά μας και το νου μας. Και ενώ εκεί ‐ σε εκείνες τις συγγραφές ‐ ο λόγος όσο κατερχόταν από τα υψηλά στα χαμηλότερα τόσο και πλήθαινε, τώρα, που από κάτω υψώνεται και ανέρχεται, όσο προχωρεί η άνοδος συστέλλεται και στο τέλος της ανόδου σιγά και ολόκληρος ενώνεται με τον Άλεκτο. Γιατί όμως λέμε ότι στις καταβάσεις (καταφατική οδός) αρχίζουμε από τα πρώτα ενώ στις αφαιρέσεις (αποφατική οδός) αρχίζουμε από τατελευταία;

Επειδή μιλώντας καταφατικά και με ορισμούς δεν μπορούμε να ορίσουμε Εκείνο που ξεπερνά κάθε ορισμό παρά μιλώντας για τα συγγενικά με αυτό και τα πλησιέστερα. Για παράδειγμα: η ζωή και η αγαθότητα δεν είναι πλησιέστερα απʹ ότι ο αέρας και το λιθάρι; Όταν πάλι μιλούμε αποφατικά, για να μιλήσουμε γιʹ Αυτό που ξεπερνά κάθε αφαίρεση, αρχίζουμε τις αφαιρέσεις από τα πιο μακρινά και άσχετα. Για παράδειγμα: πιο μακρινό και άσχετο δεν είναι να πούμε ότι δεν μεθάει και δεν οργίζεται απʹ όσο να πούμε ότι δεν λέγεται και δεν νοείται;

Κεφάλαιο 4‐ Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα αισθητά ο καθʹ υπεροχήν αίτιος κάθε αισθητού

Λέμε λοιπόν ότι η αιτία των πάντων, που είναι επάνω απʹ όλα, δεν είναι ούτε χωρίς ουσία, ούτε χωρίς ζωή, ούτε άλογη, ούτε χωρίς νου, ούτε σώμα είναι, ούτε σχήμα, ούτε είδος, ούτε ποιότητα ή ποσότητα ή όγκος. ούτε σε τόπο είναι ούτε βλέπεται, ούτε έρχεται σε επαφή, ούτε αισθάνεται, ούτε είναι αισθητή, ούτε οδηγείται σε σύγχυση και ταραχή εξαιτίας ενόχλησης υλικών παθών, ούτε είναι αδύναμη υποκύπτοντας σε πάθη των αισθήσεων, ούτε στερείται φωτός. Επίσης δεν υπόκειται σε αλλοίωση ή φθορά ή μερισμό ή στέρηση ή ροή ή σε κάτι άλλο αισθητό, ούτε είναι κάτι από αυτά.

Κεφάλαιο 5 ‐Ότι δέν συγκαταλέγεται στά νοητά ο καθʹ υπεροχή αίτιος κάθε νοητού

Ανεβαίνοντας ακόμη περισσότερο λέμε ότι ο αίτιος των πάντων δεν είναι ούτε ψυχή ούτε νους, ότι δεν έχει φαντασία ή γνώμη, ή λόγο ή νόηση, ούτε λόγος είναι ούτε νόηση, ούτε λέγεται ούτε νοείται. ούτε αριθμός είναι, ούτε τάξις, ούτε μέγεθος ούτε μικρότης, ούτε ισότης ούτε ανισότης, ούτε ομοιότης ή ανομοιότης. ούτε στέκεται ούτε κινείται ούτε ησυχάζει, ούτε δύναμη έχει ούτε δύναμις είναι, ούτε φως, ούτε ζει, ούτε ζωή είναι, ούτε ουσία είναι, ούτε αιών, ούτε χρόνος. ούτε υφίσταται νοητή επαφή μαζί του, ούτε επιστήμη, ούτε αλήθεια είναι, ούτε βασιλεία, ούτε σοφία. ούτε ένα είναι, ούτε ενότης, ούτε θεότης ή αγαθότης, ούτε πνεύμα είναι κατά τα μέτρα της γνωστικής ικανότητός μας, ούτε υιότης ούτε πατρότης ούτε τίποτε άλλο από τα γνωστά σʹ εμάς ή σε κάποιο άλλο ον. δεν είναι κάποιο από τα μη όντα. ούτε κάποιο από τα όντα, ούτε τα όντα γνωρίζουν αυτή καθʹ εαυτήν ούτε αυτή γνωρίζει τα όντα αυτά καθʹ εαυτά. ούτε λόγος υπάρχει γιʹ αυτή ούτε όνομα ούτε γνώσις, ούτε σκότος είναι ούτε φως, ούτε πλάνη ούτε αλήθεια. ούτε θέσις της υπάρχει καθόλου, ούτε αφαίρεσις, αλλά ακόμη και όταν δεχόμαστε τις θέσεις και τις αφαιρέσεις των πραγμάτων που είναι παρακάτω από αυτήν, αυτήν την ίδια ούτε τη θέτομε ούτε την αφαιρούμε. διότι η τελεία και ενιαία αιτία των πάντων είναι επάνω από κάθε θέση και η υπεροχή εκείνου που είναι απηλλαγμένος από όλα γενικώς τα πράγματα κι ευρίσκεται επέκεινα των όλων είναι επάνω από κάθε αφαίρεση.

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

1. Τριὰς ὑπερούσιε καὶ ὑπέρθεε καὶ ὑπεράγαθε, τῆς Χριστιανῶν ἔφορε θεοσοφίας, ἴθυνον ἡμᾶς ἐπὶ τὴν τῶν μυστικῶν λογίων ὑπεράγνωστον καὶ ὑπερφαῆ καὶ ἀκροτάτην κορυφήν∙ ἔνθα τὰ ἁπλᾶ καὶ ἀπόλυτα καὶ ἄτρεπτα τῆς θεολογίας μυστήρια κατὰ τὸν ὑπέρφωτον ἐγκεκάλυπται τῆς κρυφιομύστου σιγῆς γνόφον, ἐν τῷ σκοτεινοτάτῳ τὸ ὑπερφανέστατον ὑπερλάμποντα καὶ ἐν τῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ τῶν ὑπερκάλων ἀγλαϊῶν ὑπερπληροῦντα τοὺς ἀνομμάτους νόας. Ἐμοὶ μὲν οὖν ταῦτα ηὔχθω∙ σὺ δέ, ὦ φίλε Τιμόθεε, τῇ περὶ τὰ μυστικὰ θεάματα συντόνῳ διατριβῇ καὶ τὰς αἰσθήσεις ἀπόλειπε καὶ τὰς νοερὰς ἐνεργείας καὶ πάντα αἰσθητὰ καὶ νοητὰ καὶ πάντα οὐκ ὄντα καὶ ὄντα καὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν, ὡς ἐφικτόν, ἀγνώστως ἀνατάθητι τοῦ ὑπὲρ πᾶσαν οὐσίαν καὶ γνῶσιν∙ τῇ γὰρ ἑαυτοῦ καὶ πάντων ἀσχέτῳ καὶ ἀπολύτῳ καθαρῶς ἐκστάσει πρὸς τὸν ὑπερούσιον τοῦ θείου σκότους ἀκτῖνα, πάντα ἀφελὼν καὶ ἐκ πάντων ἀπολυθείς, ἀναχθήσῃ.

2. Τούτων δὲ ὅρα, ὅπως μηδεὶς τῶν ἀμυήτων ἐπακούσῃ∙ τούτους δέφημι τοὺς ἐν τοῖς οὖσιν ἐνισχημένους καὶ οὐδὲν ὑπὲρ τὰ ὄνταὑπερουσίως εἶναι φανταζομένους, ἀλλʹ οἰομένους εἰδέναι τῇ καθʹαὑτοὺς γνώσει τὸν θέμενον «σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ». Eἰ δὲ ὑπὲρτούτους εἰσὶν αἱ θεῖαι μυσταγωγίαι, τί ἄν τις φαίη περὶ τῶν μᾶλλονἀμύστων, ὅσοι τὴν πάντων ὑπερκειμένην αἰτίαν καὶ ἐκ τῶν ἐν τοῖςοὖσιν ἐσχάτων χαρακτη ρίζουσιν καὶ οὐδὲν αὐτὴν ὑπερέχειν φασὶτῶν πλαττομένων αὐτοῖς ἀθέων καὶ πολυειδῶν μορφωμάτων; Δέον ἐπʹαὐτῇ καὶ πάσας τὰς τῶν ὄντων τιθέναι καὶ καταφάσκειν θέσεις, ὡςπάντων αἰτίᾳ, καὶ πάσας αὐτὰς κυριώτερον ἀποφάσκειν, ὡς ὑπὲρπάντα ὑπερούσῃ, καὶ μὴ οἴεσθαι τὰς ἀποφάσεις ἀντικειμένας εἶναιταῖς καταφάσεσιν, ἀλλὰ πολὺ πρότερον αὐτὴν ὑπὲρ τὰς στερήσειςεἶναι τὴν ὑπὲρ πᾶσαν καὶ ἀφαίρεσιν καὶ θέσιν.3. Oὕτω γοῦν ὁ θεῖος Βαρθολομαῖός φησι καὶ πολλὴν τὴν θεολογίανεἶναι καὶ ἐλαχίστην καὶ τὸ Eὐαγγέλιον πλατὺ καὶ μέγα καὶ αὖθις συντετμημένον, ἐμοὶ δοκεῖν ἐκεῖνο ὑπερφυῶς ἐννοήσας, ὅτι καὶπολύλογός ἐστιν ἡ ἀγαθὴ πάντων αἰτία καὶ βραχύλεκτος ἅμα καὶἄλογος, ὡς οὔτε λόγον οὔτε νόησιν ἔχουσα, διὰ τὸ πάντων αὐτὴνὑπερουσίως ὑπερκει μένην εἶναι καὶ μόνοις ἀπερικαλύπτως καὶἀληθῶς ἐκφαινομένην τοῖς καὶ τὰ ἐναγῆ πάντα καὶ τὰ καθαρὰδιαβαίνουσι καὶ πᾶσαν πασῶν ἁγίων ἀκροτήτων ἀνάβασινὑπερβαίνουσι καὶ πάντα τὰ θεῖα φῶτα καὶ ἤχους καὶ λόγουςοὐρανίους ἀπολιμπάνουσι καὶ «εἰς τὸν γνόφον» εἰσδυομένοις, «οὗ»ὄντως ἐστίν, ὡς τὰ λόγιά φησιν, ὁ πάντων ἐπέκεινα. Καὶ γὰρ οὐχἁπλῶς ὁ θεῖος Μωϋσῆς ἀποκαθαρθῆναι πρῶτον αὐτὸς κελεύεται καὶαὖθις τῶν μὴ τοιούτων ἀφορισθῆναι καὶ μετὰ πᾶσαν ἀποκάθαρσινἀκούει τῶν πολυφώνων σαλπίγγων καὶ ὁρᾷ φῶτα πολλὰ καθαρὰςἀπαστράπτοντα καὶ πολυχύτους ἀκτῖνας∙ εἶτα τῶν πολλῶνἀφορίζεται καὶ μετὰ τῶν ἐκκρίτων ἱερέων ἐπὶ τὴν ἀκρότητα τῶνθείων ἀναβάσεων φθάνει. Κἀν τούτοις αὐτῷ μὲν οὐ συγγίνεται τῷ θεῷ,θεωρεῖ δὲ οὐκ αὐτόν (ἀθέατος γάρ), ἀλλὰ τὸν τόπον, οὗ ἔστη. (Τοῦτοδὲ οἶμαι σημαίνειν τὸ τὰ θειότατα καὶ ἀκρότατα τῶν ὁρωμένων καὶνοουμένων ὑποθετικούς τινας εἶναι λόγους τῶν ὑποβεβλημένων τῷπάντα ὑπερέχοντι, διʹ ὧν ἡ ὑπὲρ πᾶσαν ἐπίνοιαν αὐτοῦ παρουσίαδείκνυται ταῖς νοηταῖς ἀκρότησι τῶν ἁγιω τάτων αὐτοῦ τόπωνἐπιβατεύουσα). Καὶ τότε καὶ αὐτῶν ἀπολύεται τῶν ὁρωμένων καὶ τῶνὁρώντων καὶ εἰς τὸν γνόφον τῆς ἀγνωσίας εἰσδύνει τὸν ὄντωςμυστικόν, καθʹ ὃν ἀπομύει πάσας τὰς γνωστικὰς ἀντιλήψεις, καὶ ἐντῷ πάμπαν ἀναφεῖ καὶ ἀοράτῳ γίγνεται, πᾶς ὢν τοῦ πάντων ἐπέκεινακαὶ οὐῥῥδενός, οὔτε ἑαυτοῦ οὔτε ἑτέρου, τῷ παντελῶς δὲ ἀγνώστῳ τῇπάσης γνώσεως ἀνενεργησίᾳ κατὰ τὸ κρεῖττον ἑνούμενος καὶ τῷμηδὲν γινώσκειν ὑπὲρ νοῦν γινώσκων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Κατὰ τοῦτον ἡμεῖς γενέσθαι τὸν ὑπέρφωτον εὐχόμεθα γνόφον καὶ διʹἀβλεψίας καὶ ἀγνωσίας ἰδεῖν καὶ γνῶναι τὸν ὑπὲρ θέαν καὶ γνῶσιναὐτῷ τῷ μὴ ἰδεῖν μηδὲ γνῶναι–τοῦτο γάρ ἐστι τὸ ὄντως ἰδεῖν καὶγνῶναι –καὶ τὸν ὑπερούσιον ὑπερουσίως ὑμνῆσαι διὰ τῆς πάντων τῶνὄντων ἀφαιρέσεως, ὥσπερ οἱ αὐτοφυὲς ἄγαλμα ποιοῦντες ἐξαιροῦντεςπάντα τὰ ἐπιπροσθοῦντα τῇ καθαρᾷ τοῦ κρυφίου θέᾳ κωλύματα καὶαὐτὸ ἐφʹ ἑαυτοῦ τῇ ἀφαιρέσει μόνῃ τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀναφαίνοντεςκάλλος. Χρὴ δέ, ὡς οἶμαι, τὰς ἀφαιρέσεις ἐναντίως ταῖς θέσεσινὑμνῆσαι∙ καὶ γὰρ ἐκείνας μὲν ἀπὸ τῶν πρωτίστων ἀρχόμενοι καὶ διὰμέσων ἐπὶ τὰ ἔσχατα κατιόντες ἐτίθεμεν∙ ἐνταῦθα δὲ ἀπὸ τῶνἐσχάτων ἐπὶ τὰ ἀρχικώτατα τὰς γνῶμεν ἐκείνην τὴν ἀγνωσίαν τὴνὑπὸ πάντων τῶν γνωστῶν ἐν πᾶσι τοῖς οὖσι περικεκαλυμμένην καὶτὸν ὑπερούσιον ἐκεῖνον ἴδωμεν γνόφον τὸν ὑπὸ παντὸς τοῦ ἐν τοῖςοὖσι φωτὸς ἀποκρυπτόμενον.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ἐν μὲν οὖν ταῖς Θεολογικαῖς Ὑποτυπώσεσι τὰ κυριώτατα τῆς καταφατικῆς θεολογίας ὑμνήσαμεν, πῶς ἡ θεία καὶ ἀγαθὴ φύσις ἑνικὴλέγεται, πῶς τριαδική∙ τίς ἡ κατʹ αὐτὴν λεγομένη πατρότης τε καὶυἱότης∙ τί βούλεται δηλοῦν ἡ τοῦ πνεύματος θεολογία∙ πῶς ἐκ τοῦἀΰλου καὶ ἀμεροῦς ἀγαθοῦ τὰ ἐγκάρδια τῆς ἀγαθότητος ἐξέφυ φῶτακαὶ τῆς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐν ἀλλήλοις συναϊδίου τῇἀναβλαστήσει μονῆς ἀπομεμένηκεν ἀνεκφοίτητα∙ πῶς ὁ ὑπερούσιοςἸησοῦς ἀνθρωποφυϊκαῖς ἀληθείαις οὐσίωται καὶ ὅσα ἄλλα πρὸς τῶνλογίων ἐκπεφασμένα κατὰ τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις ὕμνηται.Ἐν δὲ τῷ Περὶ Θείων Ὀνομάτων, πῶς ἀγαθὸς ὀνομάζεται, πῶς ὤν, πῶςζωὴ καὶ σοφία καὶ δύναμις καὶ ὅσα ἄλλα τῆς νοητῆς ἐστι θεωνυμίας.Ἐν δὲ τῇ Συμβολικῇ Θεολογίᾳ, τίνες αἱ ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ θεῖαμετωνυμίαι, τίνες αἱ θεῖαι μορφαί, τίνα τὰ θεῖα σχήματα καὶ μέρη καὶὄργανα, τίνες οἱ θεῖοι τόποι καὶ κόσμοι, τίνες οἱ θυμοί, τίνες αἱ λῦπαικαὶ αἱ μήνιδες, τίνες αἱ μέθαι καὶ αἱ κραιπάλαι, τίνες οἱ ὅρκοι καὶ τίνεςαἱ ἀραί, τίνες οἱ ὕπνοι καὶ τίνες αἱ ἐγρηγόρσεις καὶ ὅσαι ἄλλαι τῆςσυμβολικῆς εἰσι θεοτυπίας ἱερόπλαστοι μορφώσεις. Καί σε οἴομαισυνεωρακέναι, πῶς πολυλογώτερα μᾶλλόν ἐστι τὰ ἔσχατα τῶνπρώτων∙ καὶ γὰρ ἐχρῆν τὰς Θεολογικὰς Ὑποτυπώσεις καὶ τὴν τῶνΘείων Ὀνομάτων ἀνάπτυξιν βραχυλογώτερα εἶναι τῆς Συμ βολικῆςΘεολογίας. Ἐπείπερ ὅσῳ πρὸς τὸ ἄναντες ἀνανεύομεν, τοσοῦτον οἱλόγοι ταῖς συνόψεσι τῶν νοητῶν περιστέλλονται∙ καθάπερ καὶ νῦν εἰςτὸν ὑπὲρ νοῦν εἰσδύνοντες γνόφον οὐ βραχυλογίαν, ἀλλʹ ἀλογίανπαντελῆ καὶ ἀνοησίαν εὑρήσομεν. Κἀκεῖ μὲν ἀπὸ τοῦ ἄνω πρὸς τὰἔσχατα κατιὼν ὁ λόγος κατὰ τὸ ποσὸν τῆς καθόδου πρὸς ἀνάλογονπλῆθος ηὐρύνετο∙ νῦν δὲ ἀπὸ τῶν κάτω πρὸς τὸ ὑπερκείμενον ἀνιὼνκατὰ τὸ μέτρον τῆς ἀνόδου συστέλλεται καὶ μετὰ πᾶσαν ἄνοδον ὅλωςἄφωνος ἔσται καὶ ὅλως ἑνωθήσεται τῷ ἀφθέγκτῳ. Διὰ τί δὲ ὅλως, φῄς,ἀπὸ τοῦ πρωτίστου θέμενοι τὰς θείας θέσεις ἀπὸ τῶν ἐσχάτωνἀρχόμεθα τῆς θείας ἀφαιρέσεως; Ὅτι τὸ ὑπὲρ πᾶσαν τιθέντας θέσινἀπὸ τοῦ μᾶλλον αὐτῷ συγγενεστέρου τὴν ὑποθετικὴν κατάφασινἐχρῆν τιθέναι∙ τὸ δὲ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἀφαιροῦντας ἀπὸ τῶνμᾶλλον αὐτοῦ διεστηκότων ἀφαιρεῖν. Ἢ οὐχὶ μᾶλλόν ἐστι ζωὴ καὶἀγαθότης ἢ ἀὴρ καὶ λίθος; Καὶ μᾶλλον οὐ κραιπαλᾷ καὶ οὐ μηνιᾷ ἢοὐ λέγεται οὐδὲ νοεῖται;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Λέγομεν οὖν, ὡς ἡ πάντων αἰτία καὶ ὑπὲρ πάντα οὖσα οὔτε ἀνούσιόςἐστιν οὔτε ἄζωος, οὔτε ἄλογος οὔτε ἄνους∙ οὐδὲ σῶμά ἐστιν οὔτεσχῆμα, οὔτε εἶδος οὔτε ποιότητα ἢ ποσότητα ἢ ὄγκον ἔχει∙ οὐδὲ ἐντόπῳ ἐστὶν οὔτε ὁρᾶται οὔτε ἐπαφὴν αἰσθητὴν ἔχει∙ οὐδὲ αἰσθάνεταιοὔτε αἰσθητή ἐστιν∙ οὐδὲ ἀταξίαν ἔχει καὶ ταραχήν, ὑπὸ παθῶνὑλικῶν ἐνοχλουμένη, οὔτε ἀδύναμός ἐστιν, αἰσθητοῖς ὑποκειμένησυμπτώμασιν, οὔτε ἐν ἐνδείᾳ ἐστὶ φωτός∙ οὐδὲ ἀλλοίωσιν ἢ φθορὰν ἢμερισμὸν ἢ στέρησιν ἢ ∙εῦσιν οὔτε ἄλλο τι τῶν αἰσθητῶν οὔτε ἐστὶνοὔτε ἔχει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Aὖθις δὲ ἀνιόντες λέγομεν, ὡς οὔτε ψυχή ἐστιν οὔτε νοῦς, οὔτε φαντασίαν ἢ δόξαν ἢ λόγον ἢ νόησιν ἔχει∙ οὐδὲ λόγος ἐστὶν οὔτε νόησις,οὔτε λέγεται οὔτε νοεῖται∙ οὔτε ἀριθμός ἐστιν οὔτε τάξις, οὔτε μέγεθοςοὔτε σμικρότης, οὔτε ἰσότης οὔτε ἀνισότης, οὔτε ὁμοιότης ἢἀνομοιότης∙ οὔτε ἕστηκεν οὔτε κινεῖται οὔτε ἡσυχίαν ἄγει∙ οὐδὲ ἔχειδύναμιν οὔτε δύναμίς ἐστιν οὔτε φῶς∙ οὔτε ζῇ οὔτε ζωή ἐστιν∙ οὔτεοὐσία ἐστὶν οὔτε αἰὼν οὔτε χρόνος∙ οὐδὲ ἐπαφή ἐστιν αὐτῆς νοητὴοὔτε ἐπιστήμη, οὔτε ἀλήθειά ἐστιν οὔτε βασιλεία οὔτε σοφία, οὔτε ἓνοὔτε ἑνότης, οὔτε θεότης ἢ ἀγαθότης∙ οὐδὲ πνεῦμά ἐστιν, ὡς ἡμᾶςεἰδέναι, οὔτε υἱότης οὔτε πατρότης οὔτε ἄλλο τι τῶν ἡμῖν ἢ ἄλλῳ τινὶτῶν ὄντων συνεγνωσμένων∙ οὐδέ τι τῶν οὐκ ὄντων, οὐδέ τι τῶν ὄντωνἐστίν, οὔτε τὰ ὄντα αὐτὴν γινώσκει, ᾗ αὐτή ἐστιν, οὔτε αὐτὴ γινώσκειτὰ ὄντα, ᾗ ὄντα ἐστίν∙ οὔτε λόγος αὐτῆς ἐστιν οὔτε ὄνομα οὔτεγνῶσις∙ οὔτε σκότος ἐστὶν οὔτε φῶς, οὔτε πλάνη οὔτε ἀλήθεια∙ οὔτεἐστὶν αὐτῆς καθόλου θέσις οὔτε ἀφαίρεσις, ἀλλὰ τῶν μετʹ αὐτὴν τὰςθέσεις καὶ ἀφαιρέσεις ποιοῦντες αὐτὴν οὔτε τίθεμεν οὔτε ἀφαιροῦμεν,ἐπεὶ καὶ ὑπὲρ πᾶσαν θέσιν ἐστὶν ἡ παντελὴς καὶ ἑνιαία τῶν πάντωναἰτία καὶ ὑπὲρ πᾶσαν ἀφαίρεσιν ἡ ὑπεροχὴ τοῦ πάντων ἁπλῶςἀπολελυμένου καὶ ἐπέκεινα τῶν ὅλων.

» Λάλει α δει και ό, τι δει και ούκ ακούσει α μη δει »- Λέγε εκείνα που πρέπει και όπως πρέπει και μην ακούς εκείνα που δεν πρέπει. Πυθαγόρα αποφθέγματα!

Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Τας λεωφόρους μη βαδίζειν. «Να μην βαδίζεις στις λεωφόρους (στους εύκολους δρόμους)» – Πυθαγόρα αποφθέγματα!

Η εικόνα ίσως περιέχει: δέντρο, φυτό, ουρανός, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση

Αρχή πολιτείας απάσης νέων τροφά. «Θεμέλιο κάθε πολιτείας είναι η ανατροφή των νέων». Πυθαγόρα αποφθέγματα!

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα