ΚΛΙΜΑΞ Αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου – Αναβαθμός 1ος Περί αποταγής (Διά την αποταγήν του ματαίου βίου) – 2ος Περί απροσπαθείας – 3ος Περί ξενιτείας – 4ος Περί υπακοής (Διά την μακαρίαν και αείμνηστον υπακοήν) – 5ος Περί μετανοίας (Διά την πραγματικήν και γνησίαν μετάνοια και διά τους αγίους καταδίκους και διά την Φυλακήν)

 

Η Κλίμαξ Θείας ανόδου, Κλίμακα του Ιωάννου ή και απλά Κλίμακα (λατ: Scala Paradisi) ονομάζεται ένα σημαντικό βιβλίο γραμμένο κατα τον 5Ο-6Ο αι. από τον Άγιο Ιωάννη το Σιναḯτη, το οποίο ευρέως χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα και θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Εκκλησιαστικής Γραμματείας.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης ήταν γνωστός για την ασκητική του ζωή και την βαθιά πνευματικότητά του, ασκήτεψε αρκετά χρόνια στην έρημο ως ερημίτης και διετέλεσε και Ηγούμενος της Μονής του Σινά. Ξέρουμε από το Συνα­ξάρι του και από πληροφορίες ότι από μικρός ήτο φιλομα­θής πάρα πολύ. Γεννήθηκε το 579 μ.Χ. στη Συρία. Αγαπούσε τη μελέτη, τη μάθηση, τις γνώ­σεις και έβγαλε σχολεία εκείνης της εποχής και γι’ αυτό τον λένε και σχολαστικό, δηλαδή βγήκε από σχολές. Αλλά εκείνο που ξέρουμε ακόμη είναι ότι από νέο παιδί αγάπησε τη ζωή της μοναξιάς, τη ζωή της ερημίας, τη ζωή της αδιαλείπτου επικοινωνίας με το Θεό δια της προ­σευχής και δια της μελέτης του Θείου Λόγου. Γι’ αυτό περίπου 16 ετών έφυγε και πήγε στο όρος Σινά και εντάχθηκε στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης, που υπάρχει μέχρι σήμερα. Εκείνη την εποχή, αδελφοί μου, το Σινά είχε εκατο­ντάδες μοναχούς· και όπως σε μια κυψέλη οι μέλισσες πηγαινοέρχονται και κάνουν μέλι, έτσι και αυτοί μέσα στο μοναστήρι αυτό έκαναν με την εργασία τους, το μέλι της πίστεως, το μέλι της υπακοής στους μεγαλύτερους, το μέλι της υποταγής στο Θεό, το μέλι της προσευχής, της μελέτης, της ταπεινοφροσύνης, της ζωγραφικής – αγιο­γραφούσαν – και ακόμα το μέλι της αντιγραφής βιβλίων παλαιών. Ετσι σήμερα το Σινά, η Μονή της Αγίας Αικατερί­νης, είναι ένα από τα σπουδαιότερα μουσεία αγιογραφίας μέσα στον κόσμο και το ακόμη σπουδαιότερο είναι ότι το μοναστήρι αυτό έχει μία από τις μεγαλύτερες και σημα­ντικότερες βιβλιοθήκες που υπάρχουν σε όλον τον κόσμο. Την έχει αυτό το μοναστήρι χάρις σ’ εκείνους τους μονα­χούς που ζούσαν τότε.
Εκεί πήγε ο Ιωάννης, λοιπόν και ασκήτευε και εντά­χθηκε στην υπακοή και έγινε υπόδειγμα αρετής και πίστε­ως. Κατόπιν έφυγε από το μοναστήρι και πήγε παραέξω σε ένα καλύβι και καθόταν μαζί με έναν Γέροντα. Εκανε τελεία υπακοή σ’ αυτόν το Γέροντα, ό,τι τον δίδασκε εκείνος χρόνια αρκετά. Οταν κοιμήθηκε ο Γέροντας, έμεινε σ’ αυτό το σπιτάκι, το οποίο απέχει περίπου δύο ώρες από το μοναστήρι του Σινά, σαράντα χρόνια. Εκεί μέσα έμενε μοναχός του με συντροφιά το Θεό, τη μελέτη, την προσευχή, την ανάταση της ψυχής. Η φήμη του για την αρετή του διαδόθηκε παντού. Πάει, λοιπόν, μια επι­τροπή από καλόγερους του Σινά και του λένε: – Ελα, ευλογημένε, να γίνεις ηγούμενος στο μοναστή­ρι, να μας διδάξεις και εμάς που είμαστε εκεί πέρα όλα αυτά που ξέρεις. Πήγε, λοιπόν, και έμεινε δύο χρόνια και έκανε τον ηγούμενο.

Όταν ήταν Ηγούμενος, έλαβε γράμμα από τον Ιωάννη, Ηγούμενο της Μονής Ραϊθού, το οποίο ζητούσε από τον Άγιο Ιωάννη Σιναΐτη λόγους πνευματικούς και συμβουλές για την ασκητική ζωή. Ο Άγιος Ιωάννης τότε, σε απάντηση αυτού του αιτήματος από τον Ιωάννη της Ραϊθού, έστειλε ένα σύγγραμμα το οποίο ονόμασε «Κλίμαξ Θείας Ανόδου». Αυτός ο Λόγος ο Ασκητικός ο επονομαζόμενος «Πλάκες Πνευματικές« είναι οι συμβουλές του Ιωάννου του Σιναΐτου προς τον Ιωάννη Ραϊθού και τους Μοναχούς του. Αυτό το σύγγραμμα παραμένει και στις μέρες μας ένας φάρος για τους Μοναχούς, αλλά και για όλους τους Χριστιανούς, που θέλουν να φτάσουν στον Θεό.

Κατόπιν είδε ότι δεν τον βοηθούσε η ηγουμενία να επικοινωνεί συνέχεια με το Θεό. Γι’ αυτό σηκώθη­κε και έφυγε και ξαναπήγε εκεί στο ασκηταριό που είχε. Εκεί έζησε μέχρι τέλους. Σε πολλούς μας κάνει εντύπωση και σήμερα λένε: Μα γιατί να φεύγουν από τον κόσμο άνθρωποι σαν κι αυτόν που είχε τόση σοφία και τόσες γνώσεις; Γιατί φεύγουν; Βλέπετε σήμερα υπάρχουν πολλά παιδιά, αγόρια – κορί­τσια, που αφήνουν και την επιστήμη τους και τα πτυχία τους, τις γνώσεις τους, τα πλούτη τους, τις δουλειές τους και φεύγουν και πάνε στα μοναστήρια. Πολλοί διαμαρτύ­ρονται: Μα γιατί το κάνουν αυτό; Δεν είναι ώρα να σας πω γι’ αυτό το θέμα. Αλλά θα σας αναφέρω μια μικρή γνώμη αυτού του Αγίου. Λέει, λοιπόν, αυτός ο Αγιος Ιωάννης: «Ιησού μνήμη ενωθήτω τη πνοή σου και τότε γνώσει ησυχίας ωφέλειαν». Αμα κατορθώσεις να ενώσεις με την αναπνοή σου και με την ύπαρξή σου το πρόσωπο και το όνομα του Χρι­στού και ενωθείς μαζί Του βαθιά και σφιχτά, τότε θα καταλάβεις τι πάει να πει ησυχία και ερημιά και αποχώ­ρηση από τον κόσμο. Αλλιώς δεν μπορείς να το καταλά­βεις. Γι’ αυτό και πολλοί, όπως σας είπα, δεν το καταλα­βαίνουν αυτό το πράγμα. Ας είναι. Αυτός ο Αγιος, λοι­πόν, έμεινε εκεί.

Τα τροπάρια που ψάλαμε μας διηγούνται τη ζωή του. Το απολυτίκιο λέει: «Ταις των δακρύων σου ροαίς της ερήμου το άγονον εγεώργησας». Από τα μάτια του έτρε­χαν δάκρυα συνέχεια που πότισαν την έρημο, το χώμα, αλλά και την έρημο της καρδιάς του· και καρποφόρησε η καρδιά του κι έβγαλε τις αρετές, «και τοις εκ βάθους στε­ναγμοίς εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας». Με τα δάκρυα που πότισες την καρδιά σου και με τους στεναγ­μούς που βγαίναν από τα βάθη της καρδιάς σου, τους στε­ναγμούς της προσευχής, έφερες καρπούς πνευματικούς μέσα στην ψυχή σου εκατό φορές περισσότερους απ’ ό,τι φέρνουν άλλοι που δεν έρχονται στην ερημιά, που ήσουνα εσύ.

Ενας καρπός είναι αυτό το βιβλίο, που έχει γράψει, όπως σας είπα, και λέγεται «Κλίμαξ»· γι’ αυτό λέγεται Ιωάννης της Κλίμακος και Σιναΐτης, γιατί έζησε στο όρος Σινά. Αυτό το βιβλίο έχει τριάντα κεφάλαια και τα παρουσιάζει σαν σκαλοπάτια. Κάθε κεφάλαιο είναι μία αρετή. Περιγράφει πώς πρέπει να είναι η αρετή αυτή. Καλεί τους αναγνώστες, μόλις διαβάσουν το ένα κεφά­λαιο, που είναι σαν να ανεβαίνουν στο ένα σκαλοπάτι, να το εφαρμόσουν. Μετά από το πρώτο σκαλοπάτι θα ανέ­βουν στο δεύτερο. Θα διαβάσουν το δεύτερο κεφάλαιο· θα μιμηθούν και θα εφαρμόσουν την αρετή για την οποία γίνεται λόγος. Κατόπιν το τρίτο, το τέταρτο μέχρι τριά­ντα σκαλοπάτια.
Λέει ο ίδιος: «Κλίμακα αναβάσεως πεπελέκηκα», πελέκησα και έφτιαξα μία Κλίμακα. Τί κλίμακα; Σκάλα αναβάσεως για να ανεβείτε. «Εκαστος δε βλεπέτω εν ποία βαθμίδι έστηκε», τώρα ο καθένας να κοιτάξει σε ποιο σκαλί της σκάλας αυτής έχει σταματήσει. «Εν πάσι τοις πάθεσι και πάσαις ταις αρεταίς εαυτούς εκζητούντες μη παυσώμεθα, που τυγχάνομεν», να εξετάζουμε τα πάθη που έχουμε μέσα μας, να εξετάζουμε και τις αρετές που έχουμε κι από κει να καταλάβουμε σε ποιο σκαλοπά­τι έχουμε σταθεί και βρισκόμαστε. Τις αρετές, λέει, αυτές τις παρουσιάζω σαν Κλίμακα, όπως είδε ο Ιακώβ στον ύπνο του μια σκάλα που ξεκίναγε από τη Γη και ανέβαι­νε στο Θεό. Ετσι, λοιπόν, τα σκαλοπάτια της σκάλας αυτής «εις ουρανόν τον προαιρούμενον αναφέρουσιν», εκείνον που θέλει τα σκαλοπάτια αυτά της σκάλας θα τον φέρουνε και θα τον βάλουνε μέσα στον ουρανό.
Αυτό το βιβλίο είναι βέβαια γραμμένο προπάντων για τους καλογήρους, αλλά είναι και για όλους τους ανθρώ­πους, διότι οι αρετές ίδιες είναι και για τους καλογήρους και για τους ανθρώπους που ζουν στον κόσμο.

Δεν είναι εύκολο βιβλίο. Δεν είναι να το διαβάσω για να ευχαριστηθώ. Θα βάλεις κάτω το μυαλό σου και την προσοχή σου και την υπομονή σου, για να διαβάσεις προσεκτικά και να δεις που πατάς. Βρίσκεσαι εσύ σ’ αυτό το σκαλοπάτι που έχει την αρετή αυτή; Αρχίζει από τις πιο απλές αρετές. Από την υπακοή, απ’ τη μετάνοια, απ’ την ανάμνηση (τη μνεία) του θανάτου, από την πραότητα, τη συγχωρητικότητα και φτάνει στις τελευταίες αρετές, στα τελευταία σκαλοπάτια που είναι η πίστη, η ελπίδα και η αγάπη προς το Θεό. Εκεί τελειώνει το τριακοστό σκαλοπάτι.

Θα σας αναφέρω μερικά από κάθε σκαλοπάτι, για να πάρετε μία γενική ιδέα του βιβλίου. Γενικώς υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος δεν σώζεται με τις πολλές νηστείες που θα κάνει, αλλά με τις αρετές που θα έχει και προπάντων με την ταπείνωση. Ακούτε τι λέει για τον εαυτόν του: «Ουκ ενήστευσα, ουκ ηγρύπνησα, ουκ εχαμεύνησα», δηλαδή δεν ενήστεψα εγώ πολύ, λέει, αλλά τι έκανε είναι άλλη δουλειά. Δεν ενήστεψα εγώ πολύ, ούτε αγρύπνησα πάρα πολύ, ούτε κοιμήθηκα χάμω στο χώμα. Αυτό σημαίνει «εχαμεύνησα». Τί έκαμα όμως; «Εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ταπεινώθηκα μοναχά και ο Κύριος με έσωσε.

Λοιπόν μερικοί λένε: Δεν μπορώ να νηστέψω. Καλά μην νηστεύεις, άμα δεν μπορείς. Δεν μπορώ να κάμω αγρυπνία. Μην κάνεις, άμα δεν μπορείς. Δεν μπορώ να κοιμηθώ στη σανίδα πάνω. Μην κοιμάσαι. Κοιμήσου πάνω στο στρωματέξ. Ταπείνωση έχεις; Ταπεινώσου, αυτό λέει ο Αγιος, να δεις πως σώζεσαι.

Ενα άλλο πράγμα. Δεν σε σώζει μία αρετή μονάχα. Είναι πολλοί που κάνουν πολλές ελεημοσύνες, αλλά δεν κάνουν τίποτε άλλο. Λέει, λοιπόν, «ου συνίσταται διάδη­μα βασιλέως εξ ενός λίθου», το στέμμα του βασιλιά δεν έχει μονάχα ένα διαμάντι, αλλά είναι γεμάτο γύρω-γύρω με διαμάντια, μεγάλα και μικρά, μαργαριτάρια και άλλα πολλά. Ετσι μια αρετή δεν σε σώζει. Θα πρέπει να έχεις κι άλλες αρετές. Ακόμα κάτι άλλο. Την ταπεινοφροσύνη την ξέρουν μόνον όσοι την έζησαν. Τώρα τί να λέμε; Μπορεί να λέμε πολλά για ταπεινοφροσύνη. Κάνεις υπακοή; Ακούς τη γυναίκα σου; Ακούς τον άντρα σου; Η του βγάζεις γλώσ­σα; Η μια κουβέντα σου λέει, εκατό του απαντάς; Ε, τότε δεν έχεις ταπείνωση. Ταπεινώσου, γιατί η υπακοή είναι ταπείνωση.
Ενα άλλο θέμα είναι η καλοσύνη, που πρέπει όλοι να την προσέχουμε. Στις ήμερες καρδιές, στις καλοσυνάτες  καρδιές αναπαύεται ο Θεός. Στις άγριες κάθεται ο διάβο­λος. Η ήμερη ψυχή είναι ίσια και έχει συντροφιά την ταπείνωση. Η πονηρή είναι σκλάβα της υπερηφάνειας. Η νηστεία είναι σπαθί που κόβει τους κακούς λογισμούς από την ψυχή και δίνει και υγεία στο σώμα. Είναι μητέ­ρα της υγείας και προξενεί την καθαρότητα και διώχνει τις αμαρτίες. Ανοίγει την πόρτα του παραδείσου.

Προς το τέλος συμβουλεύει (και στην αρχή το λέει αυτό): Τώρα στην αρχή που θ’ αρχίσεις να ανεβαίνεις στη σκάλα, να έχεις μεγάλη υπομονή. Χρειάζεται αγώνας και μάλιστα συνεχής και σκληρός. «Ουδείς κλίμακα υφ’ εν ποτέ ανελθείν δεδύνηται». Τη σκάλα την ανεβαίνεις με ένα πήδημα; Πώς θα ανεβείς; Θα ανεβείς σκαλοπάτι-σκαλοπάτι. Παραπάνω δεν μπορείς. Τριάντα σκαλιά έχει αυτή η σκάλα. Θα πηγαίνεις ένα-ένα σκαλοπάτι. Και υπενθυμίζει ότι στον αγώνα αυτό υπάρχουν άγγελοι, οι οποίοι βοηθούν και ενισχύουν. Και προτρέπει: «Αναβαί­νετε, αδελφοί, αναβαίνετε με προθυμίαν και χαράν την αγγελικήν αυτήν Κλίμακα, δια να φθάσωμεν εις το όρος του Κυρίου, εις τον υψηλόν θρόνον Αυτού».


Σ’ όλα τα μοναστήρια, ιδίως στο Ορος, έχουν ζωγρα­φισμένη αυτή την Κλίμακα, εκτός που την έχουν βιβλίο και τη διαβάζουν τώρα τη Σαρακοστή. Η Εκκλησία μας εορτάζει τον άγιο  Ιωάννη της Κλίμακας στις 30 Μαρτίου, ημέρας της κοιμήσεώς του το 649 μ.Χ στο Σινά της Αιγύπτου και κατά την Δ΄ Κυριακή  των Νηστειών, ονομαζομένη έτσι και Κυριακή Ιωάννου της Κλίμακος.

Η πίστη, η προσευχή, η αγάπη στο Χρι­στό, η καλοσύνη με τους άλλους ανθρώπους, η ταπείνωση, η συνδιαλλαγή, η συγχωρητικότητα χρειάζονται αγώνα για να καρποφορήσουν. Αυτά όλα τα διδάσκει η Κλίμακα ….
(Από το βιβλίο του † Αρχ. Χριστοδούλου Φάσσου, «Η Συγκατάβαση του Θεού και η Ευθύνη του Ανθρώπου», Εκδόσεις «ΤΑΩΣ» 2008)

Το βιβλίο της ΚΛΙΜΑΚΟΣ είναι διαιρεμένο σε τριάντα κεφάλαια – «Λόγους» οι οποίοι εξηγούν τις διάφορες αρετές, και ξεκινώντας από τα χαμηλότερα, ανεβάζουν κλιμακωτά στα ψηλότερα. Κάθε κεφάλαιο-Λόγος είναι σαν βαθμίδα (σκαλοπάτι) η οποίο ανεβάζει τον Χριστιανό ολοένα και πιο ψηλά στην κλίμακα των αρετών. Τα τριάντα αυτά κεφάλαια, έχουν ως εξής:

1. Περί αποταγής ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ (Διά την αποταγήν του ματαίου βίου)

2. Περί απροσπαθείας

3. Περί ξενιτείας

4. Περί υπακοής

5. Περί μετανοίας

6. Περί μνήμης θανάτου

7. Περί του χαροποιού πένθους

8. Περί αοργησίας

9. Περί μνησικακίας

10. Περί καταλαλιάς

11. Περί πολυλογίας και σιωπής

12. Περί ψεύδους

13. Περί ακηδίας

14. Περί γαστριμαργίας

15. Περί αγνείας

16. Περί φιλαργυρίας

17. Περί αναισθησίας

18. Περί ύπνου και προσευχής

19. Περί αγρυπνίας

20. Περί δειλίας

21. Περί κενοδοξίας

22. Περί υπερηφανείας

23. Περί λογισμών βλασφημίας

24. Περί πραότητος και απλότητος

25. Περί ταπεινοφροσύνης

26. Περί διακρίσεως λογισμών και παθών και αρετών

27. Περί διακρίσεως ευδιακρίτου

28. Περί διακρίσεως – Σύντομος ανακεφαλαίωσις των προηγουμένων

29. Περί ησυχίας – Διά την ιεράν «ησυχίαν», την σωματικήν και την ψυχικήν

30. Περί ησυχίας – Περί διαφοράς και διακρίσεως ησυχιών

31. Περί προσευχής

32. Περί απαθείας

33. Περί αγάπης, ελπίδος και πίστεως

34.Λόγος έτερος – Είς τόν Ποιμένα


ΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
(Διά την αποταγήν του ματαίου βίου)

1. Το «από Θεού άρχεσθαι» είναι ορθόν καί πρέπον, εφ΄όσον απευθύνομαι πρός υπηρέτας του Θεού.
Αυτού λοιπόν του αγαθού και υπεραγαθού και παναγάθου Θεού και βασιλέως μας, ο οποίος ετίμησε όλα τα λογικά όντα πού εδημιούργησε με το δώρο του αυτεξουσίου, άλλοι είναι φίλοι Του και άλλοι γνήσιοι δούλοι Του.
Άλλοι είναι αχρείοι δούλοι Του και άλλοι τελείως αποξενωμένοι απ΄Αυτόν.
Υπάρχουν τέλος και αυτοί πού είναι εχθροί Του, καίτοι είναι αδύνατοι και ανίσχυροι.

2. Φίλους κατ΄εξοχήν του Θεού, ώ ιερέ φίλε, εμείς οι αμόρφωτοι θεωρούμε τις νοερές και ασώματες δυνάμεις των αγγέλων. Γνησίους δούλους του Θεού εκείνους που εξετέλεσαν και εκτελούν το πανάγιο θέλημά Του ακούραστα καί χωρίς καμμία παράλειψι.
Αχρείους δούλους ονομάζουμε αυτούς που αξιώθηκαν μέν να λάβουν το άγιον Βάπτισμα, δεν εφύλαξαν όμως γνήσια τίς πρός τόν Θεόν υποσχέσεις τους.
Ως ξένους και εχθρούς του Θεού θα εννοήσωμε αυτούς που είναι αβάπτιστοι ή δεν έχουν ορθή πίστι.
Αντίπαλοι τέλος του Θεού είναι εκείνοι οι οποίο όχι μόνον απέκρουσαν και απέρριψαν από την ζωή τους το θέλημα του Κυρίου, αλλά και πολεμούν με πάθος αυτούς πού το τηρούν.

3. Επειδή όμως για κάθε μία από τις κατηγορίες των ανθρώπων που αναφέραμε, χρειάζεται να γίνει ιδιαίτερος και ανάλογος πρός την κάθε περίπτωση λόγος, για μας δέ τους αμαθείς δεν είναι συμφέρον επί του παρόντος να τα αναπτύξωμε όλα αυτά, εμπρός λοιπόν ας απλώσωμε με αδιάκριτο υπακοή το ανάξιο χέρι μας πρός τους γνησίους δούλους του Θεού, οι οποίοι μας επίεσαν με την ευσέβειά τους και μας εβίασαν με την εμπιστοσύνη τους, ώστε να υπακούσωμε στην προσταγή τους. Και αφού δεχθούμε από την ιδική τους σοφία την πέννα και την βυθίσωμε στο νοητό μελάνι, που είναι η σκυθρωπή και συγχρόνως χαρωπή ταπεινοφροσύνη, ας την σύρωμε επάνω στις λείες και λευκές καρδιές τους, σάν σε χαρτί, μάλλον δέ σάν σε πλάκες πνευματικές, καί αναγράφοντας τα θεία λόγια ας ειπούμε τα εξής:

4. Ο Θεός είναι, για όσους θέλουν, η ζωή και η σωτηρία τους, όλων, και των πιστών και των απίστων, και των δικαίων και των αδίκων, και των ευσεβών και των ασεβών, και των απαθών και των εμπαθών, και των μοναχών και των κοσμικών, και των σοφών και των αγραμμάτων, και των υγιών και των ασθενών, και των νέων και των ηλικιωμένων.

Είναι κάτι παρόμοιο με την ακτινοβολία του φωτός, με την θέα του ηλίου και με την εναλλαγή των εποχών (τα οποία προσφέρονται εξ ίσου σε όλους τους ανθρώπους). Και δεν μπορεί να είναι διαφορετικά, διότι «δεν υπάρχει προσωποληψία στον Θεόν» (Πρς Κολοσσαες Κεφ. 3.25).

5. Άνθρωπος ασεβής είναι μία ύπαρξις λογική και θνητή, η οποία θεληματικά αποφεύγει την ζωή, και τον Δημιουργό της, πού υπάρχει αιώνια, τον θεωρεί ως ανύπαρκτο.

6. Παράνομος είναι αυτός πού με την κακή του σκέψι διαστρέφει τον νόμο του Θεού και πού νομίζει ότι πιστεύει, ενώ έχει επιθυμίες και αντιλήψεις αντίθετες προς τον Θεόν.

7. Χριστιανός είναι η απομίμησις του Χριστού, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο, και στα λόγια και στα έργα και στην σκέψι. Πιστεύει δε ορθά και αλάνθαστα στην Αγία Τριάδα.

8. Θεοφιλής είναι εκείνος που απολαμβάνει όλα τα φυσικά και αναμάρτητα δώρα του Θεού, συγχρόνως όμως δεν αμελεί, όσο μπορεί, να επιτελεί το αγαθό.

9. Εγκρατής είναι αυτός που ζη μέσα στους πειρασμούς και τις παγίδες και τους θορύβους του κόσμου και αγωνίζεται με όλη του την δύναμι να μιμηθή την ζωή εκείνων πού είναι απηλλαγμένοι από τους θορύβους του κόσμου.

10. Μοναχός είναι τάξις και κατάστασις των ασωμάτων αγγέλων πού κατορθώνεται μέσα σε υλικό και ρυπαρό σώμα. Μοναχός είναι εκείνος πού είναι αφοσιωμένος μόνο στις εντολές και στους λόγους του Θεού και τις εφαρμόζει σε κάθε χρόνο και τόπο και πράγμα. Μοναχός είναι μία συνεχής βία της ανθρώπινης φύσεως και μία αδιάκοπη φυλακή των αισθήσεων. Μοναχός είναι εξαγνισμένο σώμα και καθαρό στόμα και φωτισμένος νους. Μοναχός είναι καταλυπημένη ψυχή, πού είναι απησχολημένη με την συνεχή μνήμη του θανάτου, και όταν είναι ξύπνια και όταν κοιμάται.

11. Αναχώρησις από τον κόσμον είναι το να μισήσης με την θέλησί σου πράγματα επαινετά και να αρνηθής την φύσι, για να επιτύχης τα υπέρ φύσιν.

12. Όλοι όσοι εγκατέλειψαν πρόθυμα τα βιοτικά, το έπραξαν αναμφιβόλως ή για την μέλλουσα βασιλεία ή για τα πολλά τους αμαρτήματα ή για την αγάπη του Θεού. Εάν κανείς από τους τρεις αυτούς σκοπούς δεν τους παρακίνησε, τότε η αναχώρησίς τους είναι παράλογος. Παρ΄όλα αυτά ο καλός μας Αγωνοθέτης περιμένει να ιδή ποιο θα είναι το τέρμα του δρόμου.

13. Όποιος εξήλθε από τον κόσμο για να σκορπίση το φορτίο των αμαρτιών του, ας μιμήται εκείνους πού κάθονται εμπρός στους τάφους έξω από την πόλι, (όπως οι αδελφές του Λαζάρου Μάρθα και Μαρία), και ας μη σταματήση τα θερμά και πύρινα δάκρυα και τους αφώνους ολολυγμούς της καρδίας του, ώσπου να ιδή και αυτός τον Ιησούν, ότι ήλθε και απεκύλισε τον λίθο της πωρώσεως από την καρδία του και ελευθέρωσε τον νου μας, σαν άλλο Λάζαρο, από τα δεσμά των αμαρτιών και διέταξε τους υπηρέτας Του αγγέλους: «Λύσατέ τον από τα πάθη και αφήστε τον να πορευθή προς την μακαρία απάθεια». Εάν δεν πράξη έτσι, τότε δεν εκέρδησε τίποτε με την αναχώρησί του από τον κόσμο.

14. Όσοι θέλομε να φύγωμε από την Αίγυπτο και να ελευθερωθούμε από την τυραννία του Φαραώ, έχομε οπωσδήποτε και εμείς ανάγκη ενός Μωϋσέως, ο οποίος θα είναι μεσίτης μας προς τον Θεόν και οδηγός μας μετά τον Θεόν. Αυτός θα ίσταται μεταξύ της πράξεως και της θεωρίας και θα υψώνη προς χάριν μας τα χέρια του προς τον Θεόν. Έτσι καθοδηγούμενοι από αυτόν θα επιτύχωμε να διαβούμε την θάλασσα των αμαρτημάτων και θα κατατροπώσωμε τον Αμαλήκ των παθών.

Εκείνοι δε που εστηρίχθηκαν στις ιδικές τους δυνάμεις και ενόμισαν πώς δεν έχουν ανάγκη από κανένα οδηγό, οπωσδήποτε απατήθηκαν.

15. Εκείνοι που εξήλθαν από την Αίγυπτο είχαν ως οδηγό τον Μωϋσή, και αυτοί που έφυγαν από τα Σόδομα άγγελο.

Και οι μέν πρώτοι ομοιάζουν προς εκείνους πού θεραπεύουν τα πάθη της ψυχής με την φροντίδα και τις οδηγίες ανθρώπου-ιατρού. Αυτοί είναι όσοι εξέρχονται από την Αίγυπτο.

Οι δεύτεροι ομοιάζουν προς εκείνους πού επιθυμούν να καθαρισθούν από τα ακάθαρτα και άθλια πάθη της σαρκός. Γι΄αυτό και χρειάζονται άγγελο-ιατρό, δηλαδή ισάγγελο άνθρωπο θα έλεγα, για να τους βοηθήση. Διότι στην προχωρημένη σήψι των τραυμάτων χρειαζόμεθα πολύ έμπειρο ιατρό.

16. Βία πράγματι και συνεχείς οδύνες πρέπει να έχουν όσοι επιχειρούν να ανεβούν στον ουρανό με το σώμα τους. Και μάλιστα στις αρχές της μοναχικής ζωής, μέχρις ότου οι φιλήδονες τάσεις και η σκληρότης της καρδίας μεταστραφούν με τη βαθειά λύπη και το πένθος σε αγάπη προς τον Θεόν και σε αγνότητα.

17. Μόχθος, πραγματικός μόχθος, και πολλή και αφανής πικρία μας περιμένουν, και ιδίως τους αμελείς, έως ότου κατορθώσουμε τον λαίμαργο και «φιλομάκελλον κύνα», δηλαδή τον νου μας, να τον κάνουμε φίλο της προσοχής και της καθαρότητος, με την βοήθεια της απλότητος, της πολλής αοργησίας και της επιμελείας.

Όμως ας έχωμε θάρρος εμείς οι εμπαθείς και αδύνατοι και με πίστι αδίστακτη ας παρουσιάσωμε με το δεξιό μας χέρι και ας εξομολογηθούμε στον Χριστόν την ασθένεια και την αδυναμία της ψυχής μας.

Έτσι θα λάβωμε οπωσδήποτε την βοήθειά Του και μάλιστα περισσότερο απ΄όσο το αξίζομε. Αρκεί μόνο να βυθίζωμε συνεχώς τον εαυτό μας στον βυθό της ταπεινοφροσύνης.

18. Ας γνωρίζουν καλά όλοι όσοι αρχίζουν τον σκληρό και πιεστικό, αλλά και ελαφρό συγχρόνως αγώνα, ότι ήλθαν να πηδήσουν σαν μέσα στο πυρ (των πειρασμών και των θλίψεων), εφ΄όσον εξεκίνησαν με την διάθεσι να κατοικήση μέσα τους το άϋλο θεϊκό πύρ. Γι΄αυτό προηγουμένως πρέπει να εξετάζη καλά καθένας τον εαυτό του και έπειτα να πλησιάζη για να γευθή τον άρτο με τα πικρά χόρτα και να πιή το γεμάτο δάκρυα ποτήρι της μοναχικής ζωής, μη τυχόν η επιπολαία κατάταξίς του στο στράτευμα των μοναχών γίνη αιτία της καταδίκης του.

19. Εφ΄όσον και όλοι όσοι εβαπτίσθηκαν δεν θα σωθούν, δεν χρειάζεται να εξηγηθώ με περισσότερα λόγια[1]. Όλα πρέπει να τα απαρνηθούν, όλα να τα καταφρονήσουν, όλα να τα περιγελάσουν, όλα να τα αποτινάξουν όσοι προσέρχονται στην μοναχική πολιτεία, για να βάλουν έτσι στερεό θεμέλιο.

20. Καλό τρίδομο και τρίστυλο θεμέλιο είναι η ακακία, η νηστεία και η σωφροσύνη. Όλοι οι έν Χριστώ νήπιοι απ΄αυτά ας αρχίζουν, παίρνοντας παράδειγμα τα νήπια.

Διότι αυτά δεν έχουν καμμία κακία και πονηρία, ούτε επιθυμία και κοιλία αχόρταγη, ούτε σάρκα πού φλογίζεται και αποθηριώνεται, όσο όμως προχωρούν στην αύξησι της τροφής τους παρουσιάζεται, όπως φαίνεται, και η πύρωσις της σαρκός.

21. Είναι πραγματικά βδελυκτό και επικίνδυνο να αποχαυνωθή ο παλαιστής μόλις αρχίση η πάλη. Έτσι δείχνει σε όλους ότι εύκολα θα τον σφάξη ο εχθρός.

22. Είναι οπωσδήποτε ωφέλιμο το αποφασιστικό και ορμητικό ξεκίνημα, και για αργότερα, όταν τυχόν παρουσιασθή αμέλεια και αδράνεια.

Διότι την ψυχή που άρχισε με ανδρεία τον αγώνα και έπειτα τον εχαλάρωσε, την κεντά σαν κεντρί η ανάμνησις του πρώτου ζήλου, πράγμα πού πολλές φορές αναπτέρωσε και έσωσε αρκετούς, αυτοί έμοιασαν έτσι με αετούς που ανανεώθηκαν τα πεσμένα τους πτερά.

23. Όταν η ψυχή προδώση τον εαυτό της και χάση την μακαρία και πολυπόθητη θέρμη πού είχε στην αρχή, ας ερευνήση επιμελώς να εξακριβώση από ποια αιτία την εστερήθηκε, και εναντίον αυτής της αιτίας ας αναλάβη όλο τον πόλεμο και τον ζήλο της. Διότι δεν υπάρχει άλλη θύρα από την οποία να επιστρέψη η θέρμη, παρά μόνο αυτή από την οποία έφυγε.

24. Αυτός που απαρνήθηκε τον κόσμο από τον φόβο (της κολάσεως) είναι όμοιος με το θυμίαμα πού ενώ καίεται, στις αρχές αναδίδει ευωδία, στο τέλος όμως καπνίζει[2]. Εκείνος πού τον απαρνήθηκε με την ελπίδα μελλοντικού μισθού, καταντά μια μυλόπετρα, που γυρίζει συνεχώς στο ίδιο μέρος. Όποιος όμως αναχώρησε από τον κόσμο για την αγάπη του Θεού, ευθύς εξ αρχής έχει μέσα του φλόγα, η οποία αν τυχόν πέση σε ξύλα ή σε δάσος, αυξάνει υπερβολικά και συνεχώς επεκτείνεται προς τα εμπρός.

25. Μερικοί κτίζουν πλίνθους επάνω στους λίθους. Άλλοι στερεώνουν στύλους επάνω στο χώμα. Και άλλοι, αφού εβάδισαν ολίγο πεζοί και ζεστάθηκαν τα νεύρα και οι κλειδώσεις τους, επροχώρησαν έπειτα γρηγορώτερα. Όποιος έχει νου, ας εννοήση τις συμβολικές αυτές εικόνες[3].

26. Ας τρέξωμε πρόθυμα, συναισθανόμενοι ότι μας εκάλεσε ο Θεός και Βασιλεύς, μήπως και τα χρόνια της ζωής μας είναι ολίγα, οπότε θα ευρεθούμε χωρίς καρπούς την ημέρα του θανάτου μας και θα πεθάνωμε από την πείνα. Ας ευαρεστήσωμε τον Κύριον, όπως οι στρατιώτες στον βασιλέα. Οπωσδήποτε μετά την επιστράτευσι, μας ζητείται η ακριβής εκπλήρωσις των υποχρεώσεών μας.

27. Ας φοβηθούμε τον Κύριον όπως τα θηρία. Διότι εγνώρισα ανθρώπους που επήγαιναν να κλέψουν, και τον Θεόν δεν τον εφοβήθηκαν, μόλις όμως άκουσαν στο μέρος εκείνο τα γαυγίσματα των σκύλων αμέσως ωπισθοχώρησαν. Έτσι αυτό πού δεν επέτυχε ο φόβος του Θεού, το κατόρθωσε ο φόβος των θηρίων!

28. Ας αγαπήσωμε τον Κύριον, όπως αγαπούμε και σεβόμεθα τους φίλους μας. Είδα πολλές φορές ανθρώπους πού ελύπησαν τον Θεόν και δεν ανησύχησαν καθόλου γι΄αυτό. Όταν όμως συνέβη να πικράνουν αγαπητά τους πρόσωπα, έστω και σε κάτι μικρό, έκαναν το πάν, εχρησιμοποίησαν κάθε τέχνασμα, εσκέφθηκαν κάθε τρόπο, υπεβλήθησαν σε κάθε θλίψι, ωμολόγησαν το σφάλμα τους, και παρεκάλεσαν είτε αυτοπροσώπως είτε με φίλους είτε με δώρα, προκειμένου να αποκαταστήσουν την πρώτη αγάπη τους.

29. Οπωσδήποτε στην αρχή της μοναχικής μας ζωής, με κόπο και πικρία εργαζόμεθα τις αρετές. Έπειτα όμως, όταν προχωρήσωμε, δεν θα αισθανώμεθα καθόλου λύπη, ή ολίγη, στην εξάσκησί τους. Όταν δε τέλος αφανισθή το θνητό μας φρόνημα και κυριαρχήση στην ψυχή μας η προθυμία, τότε πλέον θα τις εργαζώμεθα με όλη μας την χαρά και τον ζήλο και τον πόθο και την θεϊκή φλόγα.

30. Όσο είναι αξιέπαινοι αυτοί που ευθύς εξ αρχής με χαρά και προθυμία καλλιεργούν τις αρετές και εκτελούν τις εντολές, τόσο ελεεινοί είναι εκείνοι πού εχρόνισαν στην άσκησι και όμως με κόπο ακόμη τις εξασκούν, εάν βέβαια τις εξασκούν.

31. Ας μην αποστρεφώμεθα ούτε να κατακρίνωμε «τας περιστατικάς αποταγάς»[4]. Διότι εγνώρισα ανθρώπους λιποτάκτες, οι οποίοι χωρίς να το θέλουν συναντήθηκαν με τον βασιλέα που είχε βγη έξω και από την στιγμή εκείνη έγιναν δορυφόροι του, τον ακολούθησαν στο παλάτι και εδείπνησαν μαζί του.

32. Είδα σπόρο πού έπεσε τυχαία στο έδαφος και όμως έκανε εξαιρετικό και πολύ καρπό, καθώς πάλι και τα αντίθετο.

33. Είδα έναν άνθρωπο (πού είχε κάποια βλάβη στην όρασί του) να μπαίνει στο ιατρείο για κάποια άλλη ανάγκη, να τον κρατά ολίγο περισσότερο ο ιατρός με την φιλοφροσύνη του, με αποτέλεσμα να καθαρισθή και να απαλλαγή από την ομίχλη πού σκέπαζε τα μάτια του. Έτσι μερικά ακούσια και τυχαία περιστατικά πού συνέβησαν σε μερικούς είχαν αποτελέσματα βεβαιότερα και ουσιαστικώτερα από ό,τι μερικά εκούσια.

34. Κανείς ας μη θεωρήση τον εαυτό του ανάξιο για την μοναχική πολιτεία, προφασιζόμενος το βάρος και το πλήθος των αμαρτιών του και ας μη νομίζη ότι ταπεινώνει έτσι τον εαυτό του, ενώ στην ουσία φοβείται μη στερηθή τις ηδονές του κόσμου. Όλα όσα λέγει είναι «προφάσεις εν αμαρτίαις» (Ψαλμ. ρμ΄4). Διότι εκεί όπου ακριβώς υπάρχει βαθειά και σαπισμένη πληγή, εκεί χρειάζεται και μεγαλυτέρα θεραπεία, για να καθαρισθή. Άλλωστε στο ιατρείο δεν πηγαίνουν οι υγιείς!

35. Εάν ο επίγειος βασιλεύς μας προσκαλούσε να καταταγούμε στον στρατό του, να τον υπηρετούμε και να πολεμούμε στο πλευρό του, δεν θα καθυστερούσαμε ούτε θα προφασιζόμεθα τίποτε. Αλλά θα τα εγκαταλείπαμε όλα και με προθυμία θα τρέχαμε κοντά του.

Ας προσέξωμε λοιπόν μήπως, ενώ μας προσκαλεί ο Βασιλεύς των βασιλέων και Κύριος των κυρίων και Θεός των θεών στην ουρανία παράταξι των μοναχών, αρνηθούμε την πρόσκλησι από οκνηρία και ραθυμία, και σταθούμε έτσι αναπολόγητοι εμπρός στο μέγα και φοβερό βήμα της Κρίσεως.

36. Μπορεί βέβαια να βαδίζη κανείς, ενώ είναι δεμένος με τις υποθέσεις του κόσμου και με βαρειές – σαν σιδερένιες αλυσίδες – φροντίδες, αλλά θα βαδίζη με δυσκολία. Όπως και εκείνοι που έχουν σιδερένια δεσμά στα πόδια τους βαδίζουν πολλές φορές, αλλά συνεχώς σκοντάφτουν και πληγώνονται.

37. Ο άγαμος πού ευρίσκεται στον κόσμο και είναι δεμένος μόνο με τα πράγματα του κόσμου ομοιάζει με αυτόν που έχει τις χειροπέδες. Για τούτο και όταν αποφασίση να τρέξη προς τον μοναχικό βίο δεν εμποδίζεται. Ενώ αυτός πού ήλθε σε γάμο ομοιάζει με εκείνον πού τον έχουν δέσει «χειροπόδαρα».

38. Μερικοί κοσμικοί πού ζούσαν αμελώς με ερώτησαν: «Πώς μπορούμε εμείς πού ζούμε με συζύγους και είμαστε περικυκλωμένοι με τόσες κοινωνικές υποχρεώσεις ν΄ακολουθήσωμε την μοναχική ζωή»; Και τους απήντησα: «Όσα καλά μπορείτε, να τα κάνετε, κανένα να μη περιγελάσετε, κανένα να μη κλέψετε, σε κανένα να μην ειπήτε ψέματα, κανένα να μη περιφρονήσετε, κανένα να μη μισήσετε. Να μη παραλείπετε τον εκκλησιασμό, να δείχνετε συμπόνια στους πτωχούς, κανένα να μη σκανδαλίσετε. Σε ξένο πράγμα και σε ξένη γυναίκα να μην πλησιάσετε. Αρκεσθήτε στην ιδική σας γυναίκα (Λουκ. γ΄14). Εάν ζήτε έτσι, «ού μακράν έστε της βασιλείας των ουρανών» (Μάρκ. ιβ΄34).

39. Ας τρέξωμε με χαρά και με φόβο στον καλόν αγώνα, χωρίς να φοβούμεθα τους εχθρούς μας. Διότι αυτοί παρατηρούν την όψι της ψυχής μας, έστω και αν εμείς δεν τους βλέπωμε. Και όταν ιδούν την όψι της ψυχής μας αλλαγμένη από τον φόβο, τότε επιτίθενται δριμύτερα εναντίον μας, επειδή αντελήφθηκαν οι δόλιοι ότι φοβηθήκαμε. Γι΄αυτό λοιπόν ας τους επιτεθούμε με ανδρεία. Διότι κανείς δεν θέλει να πολεμή εναντίον εκείνου που μάχεται με ζήλο.

40. Ο Κύριος φερόμενος με συγκατάβασι ελάφρυνε τον αγώνα των αρχαρίων για να μη κουρασθούν ευθύς εξ αρχής και γυρίσουν αμέσως στον κόσμο. Γι΄αυτό «χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε» (Φιλιπ. δ΄4) όλοι οι δούλοι του Θεού, αφού αντιληφθήτε το πρώτο αυτό δείγμα της αγάπης του Δεσπότου. Χαίρετε ακόμη, αφού σκεφθήτε ότι Αυτός σας έχει προσκαλέσει στον αγώνα της μοναχικής ζωής.

41. Αλλά και τούτο φαίνεται ότι κάνει πολλές φορές ο Θεός: Βλέποντας ανδρείες ψυχές, επιτρέπει τους πολέμους ευθύς εξ αρχής, με την επιθυμία να τις στεφανώση σύντομα.

42. Αποκρύπτει ο Κύριος από αυτούς που ζουν στον κόσμο την δυσκολία –ή μάλλον την ευκολία- του μοναχικού αγώνος. Διότι αν την εγνώριζαν, κανείς δεν θα απεφάσιζε να γίνη μοναχός.

43. Πρόσφερε με προθυμία στον Χριστόν τους κόπους της νεότητός σου και θα απολαύσης στο γήρας σου πλούτον απαθείας. Αυτά που συναθροίζονται στην νεανική ηλικία τρέφουν και παρηγορούν κατά το γήρας όσους έχουν εξασθενήσει.

Ας κοπιάσωμε με ζήλο, όσο είμαστε νέοι, ας τρέξωμε γρήγορα, διότι η ώρα του θανάτου είναι άγνωστη.

44. Έχομε εχθρούς πού είναι πραγματικά πονηροί, σκληροί, δόλιοι, πανούργοι, δυνατοί, άυπνοι, αόρατοι, άυλοι. Στα χέρια τους κρατούν φωτιά και θέλουν να κάψουν τον ναό του Θεού με την φλόγα τους.

45. Κανείς όσο είναι νέος, ας μη παραδεχθή τους εχθρούς του δαίμονας, που του λέγουν: «Μη λυώσης το σώμα σου με την πολλή άσκησι, για να μην αδυνατήσης και αρρωστήσης». Διότι, στην σημερινή μάλιστα εποχή, δύσκολα θα ευρεθή άνθρωπος πού θα προτιμήση να θανατώση την σάρκα του, το πολύ πολύ ίσως να στερήση τον εαυτό του από τα πολλά και ηδονικά φαγητά. Ο σκοπός του δαίμονος είναι να επιτύχη, ώστε η αρχή του μοναχικού μας σταδίου να γίνη με νωθρότητα και πολλή ραθυμία, οπότε και το τέλος του αγώνος θα είναι παρόμοιο και ανάλογο προς την αρχή του.

46. Περισσότερο απ΄όλα, όσοι θέλουν να υπηρετήσουν πραγματικά τον Χριστόν πρέπει να εξετάσουν και να πράξουν το εξής: Να διαλέξουν με την καθοδήγησι των πνευματικών Πατέρων και με την επίγνωσι του εαυτού τους, τους τόπους και τους τρόπους και τις καταστάσεις και τα εργόχειρα πού θα τους ταιριάζουν.

Τα κοινόβια δεν είναι για όλους, επειδή μπορεί να βλάψουν αυτούς που είναι λαίμαργοι. Ούτε πάλι τα ησυχαστήρια είναι για όλους, επειδή μπορεί να βλάψουν τους θυμώδεις. Καθένας ας εξετάση καλά ποιο πάθος έχει, (και αναλόγως ας κάνη την επιλογή).

47. Σε τρεις γενικές ασκητικές κατηγορίες περιλαμβάνεται όλη η μοναχική ζωή: Στον ηρωϊκό ερημητισμό, στην άσκησι με άλλον ένα ή το πολύ δύο, και στην υπομονητική ζωή του Κοινοβίου. «Μη εκκλίνης –λέει ο Εκκλησιαστής- είς τά δεξιά ή είς τά αριστερά, άλλ΄οδώ βασιλική πορεύθητι» (Παροιμ. δ΄27). Διότι ο μεσαίος τρόπος από τους τρεις πού αναφέραμε, φαίνεται να ταιριάζη στους περισσοτέρους.

Επειδή, όπως λέγει η Γραφή, «αλλοίμονο στον ένα, διότι αν πέση» σε ακηδία, ή ύπνο, ή ραθυμία, ή απόγνωσι, «δεν έχει άνθρωπο να τον σηκώση» (Εκκλ. δ΄10). Όπου όμως ευρίσκονται «δύο ή τρεις συνηγμένοι είς το εμόν όνομα, εκεί είμι έν μέσω αυτών» είπε ο Κύριος (Ματθ. ιη΄20).

 

48. Ποιος άραγε θα είναι ο πιστός και φρόνιμος μοναχός, ο οποίος την πρώτη θέρμη θα την κρατήση άσβεστη, και δεν θα παύση μέχρι της στιγμής του θανάτου του, να προσθέτη κάθε ημέρα φωτιά στην φωτιά, θέρμη στην θέρμη, πόθο στον πόθο και προθυμία στην προθυμία; Βαθμίς πρώτη! Σύ πού ανέβηκες σ΄αυτήν, «μη στραφής είς τά οπίσω».

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%BA%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CE%BE.jpg

ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ

Περί απροσπαθείας

1. Εκείνος που αγάπησε πραγµατικά τον Κύριον και επεζήτησε αληθινά να κερδίση την µέλλουσα βασιλεία, εκείνος που απέκτησε πραγµατικό πόνο για τα αµαρτήµατά του και ζωντανή ενθύµησι της κολάσεως και της αιωνίου κρίσεως, εκείνος που ξύπνησε αληθινά µέσα του τον φόβο του θανάτου του, δεν θα αγαπήση πλέον ούτε θα ενδιαφερθή ούτε θα µεριµνήση καθόλου για χρήµατα ή για κτήµατα ή για τους γονείς του ή για επίγειο δόξα ή για φίλους ή για αδελφούς ή για τίποτε το γήϊνο. Αλλά αφού αποτινάξη από επάνω του και µισήση κάθε επαφή και κάθε φροντίδα για όλα αυτά, επί πλέον δε και πριν απ΄όλα αφού µισήση και την ίδια την σάρκα του, ακολουθεί τον Χριστόν γυµνός και αµέριµνος και ακούραστος, ατενίζοντας πάντοτε στον ουρανό και αναµένοντας την εξ ύψους βοήθεια, καθώς το είπε ένας Άγιος: «Εκολλήθη η ψυχή µου οπίσω σου» (Ψαλµ.ξβ΄9).

Και καθώς το είπε πάλι ο αείµνηστος εκείνος Προφήτης: «Εγώ δε ούκ εκοπίασα κατακολουθών σοι και ηµέραν ή ανάπαυσιν ανθρώπου ούκ επεθύµησα, Κύριε» (Ιερεµ. ιζ΄16).

2. Είναι µεγάλη εντροπή, αφού εγκαταλείψαµε όλα τα προηγούµενα, µετά την κλήσι που µας έκανε ο Κύριος και όχι κανείς άνθρωπος, να φροντίζωµε για κάτι άλλο, το οποίο δεν µπορεί να µας φανή χρήσιµο την ώρα της µεγάλης µας ανάγκης, δηλαδή του θανάτου µας. Αυτό εννοούσε ο Κύριος, όταν ωµίλησε για τον άνθρωπο που «εστράφη εις τα οπίσω και δεν είναι εύθετος εις την βασιλείαν των ουρανών» (Λουκ. θ΄62).

3. Ο Κύριος, επειδή γνωρίζει πόσο εύκολα γλιστρούµε εµείς οι αρχάριοι και επιστρέφοµε στον κόσµο, εάν συναναστρεφώµεθα ή έστω συναντώµεθα µε κοσµικούς, απήντησε σ΄αυτόν που του είπε, «επίτρεψόν µοι απελθείν και θάψαι τον πατέρα µου»: «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς» (Ματθ. η΄ 22).

4. Μετά την αποταγή µας οι δαίµονες µας παρακινούν να µακαρίζωµε τους κοσµικούς που τυχόν είναι ελεήµονες και εύσπλαγχνοι, και να ελεεινολογούµε τον εαυτό µας, διότι δήθεν τον εστερήσαµε από αυτήν την αρετή. Ο δε σκοπός των εχθρών µας είναι, µε αυτήν την νόθο ταπείνωσι να µας ξαναφέρουν στον κόσµο ή, αν παραµείνωµε µοναχοί, να µας κατακρηµνίσουν στην απόγνωσι.

5. Είναι δυνατόν να εξευτελίζωµε τους κοσµικούς από οίηση, όπως επίσης να τους εξουθενώνωµε απόντας, για να πολεµούµε την απόγνωσι και να αποκτούµε περισσότερο θάρρος και ελπίδα.

6. Ας ακούσωµε τι είπε ο Κύριος στον νέον εκείνο πού είχε τηρήσει όλες σχεδόν τις εντολές: «Ένα σου λείπει, να πωλήσης τα υπάρχοντά σου, να τα δώσης στους πτωχούς και να γίνης εσύ πτωχός που θα δέχεται ελεηµοσύνες» (πρβλ. Ματθ. ιθ΄21).

7. Όσοι επιθυµούµε να τρέχωµε µε ταχύτητα (στον δρόµο της ασκήσεως), ας στοχασθούµε καλά, ότι ο Κύριος όσους ζουν στον κόσµο τους έκρινε και τους εχαρακτήρισε σαν ζωντανούς νεκρούς, λέγοντας σε κάποιον: «Άφησε τους νεκρούς του κόσµου να θάψουν τους νεκρούς κατά το σώµα» (πρβλ. Ματθ. η΄ 22).

8. Σε τίποτε δεν εµπόδισε ο πλούτος εκείνον «τον πλούσιον νεανίσκον» να προσέλθη στο βάπτισµα. Πλανώνται λοιπόν µερικοί πού ισχυρίζονται ότι χάριν του βαπτίσµατος ο Κύριος τον διέταξε να πωλήση τον πλούτο του. Η µαρτυρία αυτή ας είναι αρκετή για µας, σαν µεγίστη απόδειξις της δόξης της µοναχικής µας πολιτείας.

9. Εκείνοι που ζουν στον κόσµο και λυώνουν στις αγρυπνίες, τις νηστείες, τους κόπους και τις κακουχίες, όταν αναχωρήσουν από τους ανθρώπους προς την µοναχική ζωή, σαν σε κάποιο δοκιµαστήριο ή στάδιο, όλη αυτή την προηγούµενη άσκησί τους, την νοθευµένη και επιφανειακή, δεν την συνεχίζουν πλέον [1].

10. Έχω ιδεί πολλά και διάφορα φυτά αρετών, φυτευµένα µέσα στον κόσµο, που εποτίζονταν από τον βόρβορο του υπονόµου της κενοδοξίας και εσκαλίζονταν από το πνεύµα της επιδείξεως και ελιπαίνονταν µε το λίπασµα των επαίνων. Τα ίδια όµως αυτά φυτά, όταν µεταφυτεύθηκαν σε γη έρηµο και άβατο από κοσµικούς, και άνυδρο, χωρίς το βρωµερό νερό της κενοδοξίας, αµέσως εξεράθηκαν. Διότι δεν ήταν δυνατόν αυτά τα υδροχαρή φυτά να καρποφορήσουν σε σκληρά και άνυδρα γυµναστήρια.

11. Όποιος εµίσησε τον κόσµο, αυτός εγλύτωσε από την λύπη. Ενώ εκείνος που έχει «προσπάθεια» (= η µετά πάθους προσκόλλησις, η δέσµευσις του συναισθήµατος σε κάτι) σε κάποιο από τα υλικά και ορατά, δεν έχει λυτρωθή ακόµη από την λύπη. Διότι πώς να µη λυπηθή, όταν στερηθή εκείνο που αγαπά;

12. Σε όλα µας χρειάζεται πολλή νήψις. Ιδιαίτερα δε ας δοθή µεγάλη προσοχή στην εποµένη περίπτωση: Είδα πολλούς µέσα στον κόσµο, οι οποίο µε τις βιοτικές µέριµνες, φροντίδες, συζητήσεις, έρευνες και αγρυπνίες εγλύτωσαν από την µανία της σαρκικής επιθυµίας. Όταν όµως, απηλλαγµένοι από κάθε µέριµνα, έγιναν µοναχοί, εµολύνθηκαν ελεεινά από τις ορµές και τα κινήµατα της σαρκός.

13. Ας προσέχωµε καλά τον εαυτό µας, µήπως πλανηθούµε και ενώ πιστεύοµε ότι βαδίζοµε την στενή και τεθλιµµένη οδό, εν τούτοις ευρισκόµεθα στην πλατεία και ευρύχωρο. Τα σηµεία πού θα σου δείχνουν ότι βαδίζεις την στενή οδό είναι:

Η θλίψις της κοιλίας, η ολονύκτιος στάσις στην προσευχή, το µετρηµένο νερό, το λιγοστό ψωµί, το καθαρτικό ποτό της ατιµίας, οι χλευασµοί, οι περιγέλωτες, οι εµπαιγµοί, η εκκοπή του ιδίου θελήµατος, η υποµονή στις συγκρούσεις µε τους άλλους, το να µη γογγύζεις όταν σε περιφρονούν, να βιάζης τον εαυτό σου να υποµένη τις ύβρεις, να υποµένης γενναία όταν οι άλλοι σε αδικούν, να µην αγανακτής όταν καταλαλούν εις βάρος σου, να µην οργίζεσαι όταν σε εξευτελίζουν, να ταπεινώνεσαι όταν σε κατακρίνουν. Μακάριοι όσοι βαδίζουν την προηγούµενη οδό, «ότι αυτών έστιν η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. ε΄ 3).

14. Κανείς δεν θα εισέλθη στεφανωµένος στον ουράνιο νυµφώνα, εάν δεν έχη κάνει την πρώτη, την δευτέρα και την τρίτη αποταγή. Την αποταγή δηλαδή πρώτον όλων των πραγµάτων και των ανθρώπων και αυτών των γονέων του, δεύτερον την εκκοπή του ιδίου θελήµατος και τρίτον την αποταγή της κενοδοξίας, που επακολουθεί την υπακοή.

15. «Εξέλθετε εκ µέσου αυτών και αφορίσθητε, και ακαθαρσίας κόσµου µη άπτεσθε, λέγει Κύριος» (πρβλ. Ησ. νβ΄ 11). Διότι ποιος από αυτούς έκανε ποτέ θαύµατα; ποιος ανέστησε νεκρούς; ποιος εξεδίωξε δαίµονες; Κανείς! Όλα αυτά είναι των µοναχών βραβεία, που δεν µπορεί να τα επιτύχη ο κόσµος. Διότι αν µπορούσε, τότε θα ήταν περιττή η άσκησις, δηλαδή η αναχώρησις από τον κόσµο.

16. Όταν µετά την αποταγή µας οι δαίµονες µας φλογίζουν την καρδιά µε την ενθύµησι των γονέων και των αδελφών µας, τότε εµείς ας οπλισθούµε εναντίον τους µε την προσευχή και ας πυρώσωµε τον εαυτό µας, µε τη σκέψι του αιωνίου πυρός, ώστε µε την ενθύµησι αυτού να κατασβέσωµε την παράκαιρη φλόγα της καρδιάς µας. Εκείνος που νοµίζει ότι έχει «απροσπάθεια» (= η απαλλαγή από την «προσπάθεια») για ένα οποιοδήποτε πράγµα, αισθάνεται όµως λύπη στην καρδιά του όταν το στερηθή, αυτός απατάται τελείως.

17. Όσοι νέοι έχουν µανιώδη ροπή στους σαρκικούς έρωτες και την τρυφή, και επιθυµούν  ν΄ ακολουθήσουν   την   µοναχική   πολιτεία,   ας   φροντίσουν να γυµνασθούν µε πολλή νήψι και προσοχή, και να µάθουν να απέχουν από κάθε τρυφή και κακία, µήπως γίνουν σ΄αυτούς «τα έσχατα χείρονα των πρώτων» (Ματθ.ιβ΄ 45).

18. Το λιµάνι µπορεί να γίνη εξ ίσου αιτία και σωτηρίας και κινδύνων. Αυτό το γνωρίζουν όσοι διαπλέουν την νοητή θάλασσα του µοναχικού βίου. Θα είναι δε ελεεινό το θέαµα να ιδή κανείς αυτούς που εσώθηκαν από το πέλαγος, να ναυαγήσουν µέσα στο λιµάνι!

Βαθµίς δευτέρα!

Σύ πού τρέχεις να σωθής, µιµήσου τον Λώτ και όχι την γυναίκα του, και φεύγε!

[1] Γιατί προηγούµενη άσκησίς τους χαρακτηρίζεται νοθευµένη και επιφανειακή; Διότι δεν είχε τα στοιχεία της γνησιότητος, δεν είχε εγκριθή από εµπείρους πνευµατικούς    Πατέρες,   αλλά    προερχόταν    και   εσχετιζόταν    µε   την αυτοϊκανοποίηση, το «ίδιον θέληµα», το κρυφό πάθος της κενοδοξίας, την επιθυµία του ανθρωπίνου επαίνου.

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%BA%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CE%BE.jpg

ΛΟΓΟΣ ΤΡΙΤΟΣ

Περί ξενιτείας

1. Ξενιτεία είναι η οριστική εγκατάλειψις όλων εκείνων που υπάρχουν στην πατρίδα µας και πού µας εµποδίζουν να επιτύχωµε τον ευσεβή σκοπό της ζωής µας. Η ξενιτεία είναι απαρρησίαστος συµπεριφορά, κρυµµένη σοφία, σύνεσις που δεν φανερώνεται, ζωή µυστική, σκοπός που δεν βλέπεται, λογισµός αφανής, όρεξις της ευτελείας, επιθυµία της στενοχωρίας, αιτία του θείου πόθου, πλήθος του θείου έρωτος, άρνησις της κενοδοξίας, βυθός της σιωπής.

2. Στην αρχή συνήθως ενοχλεί συνεχώς και έντονα αυτός ο λογισµός τους εραστάς του Κυρίου, ωσάν να τους φλογίζη θεϊκή φωτιά. Δηλαδή ο λογισµός, ο οποίος παρακινεί τους εραστάς ενός τόσο µεγάλου αγαθού να αποµακρυνθούν από τους οικείους των, για να ζήσουν µε ευτέλεια και θλίψι. Αυτός όµως ο λογισµός όσο σπουδαίος και αξιέπαινος είναι, άλλο τόσο χρειάζεται και πολλή διάκρισι. Διότι δεν είναι καλή κάθε απότοµος και απόλυτος ξενιτεία.

3. Επειδή «πας προφήτης άτιµος εν τη πατρίδι αυτού», όπως είπε ο Κύριος (Ματθ.ιγ΄57), ας εξετάσωµε µήπως η ξενιτεία γίνη σ΄εµάς αιτία κενοδοξίας[1]. Ξενιτεία είναι ο χωρισµός από όλα για να µείνη ο νους αχώριστος από τον Θεόν. Ξενιτεύων είναι ο εραστής και εργάτης του αδιακόπου πένθους. Ξένος είναι αυτός που φεύγει κάθε σχέσι είτε µε τους ιδικούς του είτε µε τους ξένους.

4. Σύ που βιάζεσαι να ξενιτεύσης ή να πας στην έρηµο, µη περιµένης να έλθουν µαζί σου ψυχές που αγαπούν ακόµη τον κόσµο. Πρόσεχε, διότι ο κλέπτης δεν γίνεται αντιληπτός. Πολλοί που αποπειράθηκαν να πάρουν µαζί τους ανθρώπους ραθύµους και οκνηρούς για να τους σώσουν, εχάθηκαν µαζί µε αυτούς, διότι συν τω χρόνω έσβησε εξ αιτίας τους το πυρ (της ψυχής τους). Από την στιγµή που εδέχθηκες µέσα σου την φλόγα, τρέχε. Διότι δεν γνωρίζεις πότε θα σβήση και θα σε αφήση στο σκοτάδι.

5. Δεν απαιτείται από όλους µας να σώσωµε τους άλλους. Διότι λέγει ο θείος Απόστολος: «Άρα ουν έκαστος ηµών, αδελφοί, περί εαυτού δώσει λόγον τω Θεώ» (Ρωµ. ιδ΄ 12). Και πάλι λέγει: «Ο διδάσκων έτερον, σεαυτόν ου διδάσκεις;» (Ρωµ. β΄21). Ενώ οπωσδήποτε όλοι έχοµε χρέος να σώσωµε τον εαυτό µας.

6. Όταν ξενιτεύης, ασφαλίζου από τον γυρολόγο και φιλήδονο δαίµονα. Διότι η ξενιτεία του δίνει αφορµές να σε πολεµήση.

7. Είναι καλή η απροσπάθεια. Μητέρα της δε είναι η ξενιτεία.

8. Εκείνος που εξενίτευσε για τον Κύριον, δεν διατηρεί πλέον δεσµούς και σχέσεις µε τίποτε, για να µη φανή ότι περιπλανάται και ξενιτεύει για την ικανοποίηση των παθών του. Εκείνος που έφυγε από τον κόσµο και εξενίτευσε, ας µην εγγίση πλέον στον κόσµο, διότι συνήθως τα πάθη είναι «φιλεπίστροφα», (αγαπούν δηλαδή να επιστρέφουν πίσω σ΄αυτόν που τα είχε).

9. Η Εύα εξωρίσθηκε ακούσια από τον παράδεισο, ενώ ο µοναχός εξορίζεται εκούσια από την πατρίδα του. Και η µεν Εύα, εάν έµενε στον παράδεισο, θα επιθυµούσε και πάλι το ξύλο της παρακοής. Ο δε µοναχός θα διέτρεχε οπωσδήποτε κάθε ηµέρα κίνδυνο από τους κατά σάρκα συγγενείς του.

10. Απόφευγε σαν µάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχη εµπρός µας ένα οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξίς µας.

11. Ούτε αυτός ο τρόπος και δόλος των κλεπτών (των δαιµόνων δηλαδή), ας σου διαφεύγη: Μας συµβουλεύουν να µην χωριζώµαστε από τους κοσµικούς, διότι, λέγουν, θα είναι πολύς ο µισθός µας, εάν βλέποντας τις γυναίκες κυριαρχούµε στον εαυτό µας. Δεν πρέπει ασφαλώς να τους πιστεύωµε, αλλά µάλλον να κάνωµε το αντίθετο.

12. Όταν έχωµε αποµακρυνθεί από τους ιδικούς µας ολίγο ή πολύ καιρό, και έχωµε αποκτήσει κάποια ευλάβεια ή κατάνυξι ή εγκράτεια, τότε έρχονται οι «λογισµοί της µαταιότητος» και µας παροτρύνουν να επιστρέψωµεν στην πατρίδα µας, για να οικοδοµήσωµε, όπως λέγουν, πολλές ψυχές, να γίνωµε υπόδειγµα (µετανοίας) και να ωφελήσωµε όσους εγνώριζαν τις ανοµίες της προηγουµένης ζωής µας. Αν τύχη δε να έχωµε και κάποια δύναµι λόγου ή ολίγη µόρφωσι, τότε οι δαίµονες µας παρακινούν να επιστρέψωµε στον κόσµο σαν σωτήρες των ψυχών και διδάσκαλοι, ώστε αυτά που µε τόση επιµέλεια συναθροίσαµε µέσα στο λιµάνι, να τα διασκορπίσωµε κακώς έξω στο πέλαγος.

13. Ας προσπαθήσωµε να µιµηθούµε όχι την γυναίκα του, αλλά τον ίδιο τον Λώτ. Διότι η ψυχή που θα επιστρέψη εκεί απ΄ όπου βγήκε, θα γίνη σαν το χαλασµένο αλάτι και θα µένη πλέον στήλη νεκρά και ακίνητη.

14. Φεύγε από την Αίγυπτο «αµεταστρεπτί», (χωρίς καµµία σκέψι επιστροφής). Διότι οι καρδιές που ενοστάλγησαν την Αίγυπτο, την Ιερουσαλήµ – την γη δηλαδή της απαθείας – δεν την αντίκρυσαν.

15. Μερικοί που στην αρχή (της επιστροφής τους) λόγω της πνευµατικής τους ανωριµότητος εγκατέλειψαν τον τόπο τους και εν συνεχεία (ανδρώθηκαν πνευµατικά) και εκαθαρίσθηκαν τελείως από τα πάθη τους, µπορεί να επιστρέψουν πάλι στον τόπο τους, µε τον σκοπό ίσως να σώσουν και άλλους, αφού εσώθηκαν οι ίδιοι, πράγµα ωφέλιµο για τις ψυχές. (Ας γνωρίζουν όµως ότι) ο Μωϋσής εκείνος ο θεόπτης αν και απεστάλη από τον ίδιο τον Θεόν για να σώση το γένος των οµοφύλων του, αντιµετώπισε πολλούς κινδύνους, όταν επέστρεψε από την έρηµο στην Αίγυπτο, δηλαδή αντιµετώπισε πολλούς σκοτασµούς, όταν επέστρεψε στον κόσµο.

16. Είναι προτιµότερο να λυπήση κανείς τους γονείς του παρά τον Κύριον. Διότι αυτός και µας έπλασε και µας έσωσε. Ενώ οι γονείς πολλές φορές κατέστρεψαν αυτούς που αγάπησαν και τους έστειλαν στην κόλασι.

17. Ξένος πραγµατικά είναι εκείνος που σαν να ευρίσκεται ανάµεσα σε ξενόγλωσσους ανθρώπους ησυχάζει και σιωπά έχοντας πλήρη συναίσθησι του τι κάνει.

18. Δεν φεύγοµε µακρυά από τους συγγενείς µας ή τους τόπους µας, επειδή τους µισούµε. Μη γένοιτο! Αλλά για να αποφύγωµε την βλάβη που µας προκαλούν.

19. Όπως σε όλα τα άλλα έτσι και σ΄ αυτό έχοµε διδάσκαλο τον Κύριον. Διότι και ο ίδιος πολλές φορές εγκατέλειψε τους κατά σάρκα οικείους του. Και όταν άκουσε από µερικούς την ειδοποίησι: «Η µήτηρ σου και οι αδελφοί σου ζητούσί σε», αµέσως ο καλός µας Διδάσκαλος µας υπέδειξε το «απαθές µίσος», απαντώντας: «Μήτηρ µου και αδελφοί µου εισίν, οι ποιούντες το θέληµα του Πατρός µου του εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. ιβ΄ 47-50).

20. Ας είναι για σένα πατέρας εκείνος που και θέλει και µπορεί να κοπιάση µαζί σου, για να κάνη ελαφρότερο το φορτίο των αµαρτηµάτων σου. Μητέρα, η κατάνυξις, η οποία έχει την δύναµι να σε αποπλύνη από τον ρύπο της αµαρτίας. Αδελφός, εκείνος που κουράζεται και συναγωνίζεται µαζί σου στον δρόµο που ανεβάζει στον ουρανό. Σύζυγο αχώριστο απόκτησε την µνήµη του θανάτου. Τέκνα σου φίλτατα ας είναι οι στεναγµοί της καρδίας. Ως δούλο έχε το σώµα σου. Ως φίλους τις άγιες αγγελικές δυνάµεις, οι οποίες µπορούν να σε βοηθήσουν την ώρα του θανάτου σου, εφ΄όσον γίνουν φίλοι σου. «Αύτη η γενεά ζητούντων τον Κύριον» (Ψαλµ. κγ΄ 6).

21. Ο πόθος του Θεού σβήνει τον πόθο των γονέων. Αυτός που ισχυρίζεται ότι διατηρεί και τους δύο πόθους, απατά τον εαυτό του, εφ΄ όσον ακούει τον Κύριον να λέγη: «Ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν» κ.λ.π. (Ματθ. στ΄ 24).

22. Ο Κύριος είπε: «Δεν ήλθα να βάλω ειρήνη στην γη ούτε αγάπη γονέων προς τα τέκνα ή (αδελφών προς) τους αδελφούς, σε όσους απεφάσισαν να µε υπηρετήσουν. Αντιθέτως ήλθα να φέρω µάχη και µάχαιρα, να διχάσω τους φίλους του Θεού από τους φίλους του κόσµου, τους υλικούς από τους πνευµατικούς, τους φιλοδόξους από τους ταπεινόφρονας» (Ματθ. ι΄ 34). Ο δε Κύριος ευφραίνεται γι΄αυτήν τη διαµάχη και τον χωρισµό, πού γίνεται για την αγάπη του.

23. Πρόσεχε, πρόσεχε, εσύ που έχεις πολλή αγάπη και «προσπάθεια» στους ιδικούς σου, µήπως και σου φανούν όλα όσα εγκατέλειψες βυθισµένα στα νερά (των δακρύων και του πόνου). Και έτσι επιστρέψης πίσω και παρασυρθής και συ και βυθισθής στα νερά και στον κατακλυσµό της φιλοκοσµίας. Μη συγκινηθής από τα δάκρυα των γονέων ή των φίλων σου, διότι διαφορετικά πρόκειται να δακρύζης αιωνίως.

24. Όταν σε περικυκλώσουν σαν µέλισσες ή µάλλον σαν σφήκες, οι συγγενείς σου, θρηνούντες για σένα, προσήλωσε τότε αµέσως το βλέµµα της ψυχής σου στον θάνατο και στις αµαρτωλές πράξεις σου, ώστε µε τον ένα πόνο να κατορθώσης να αποδιώξης τον άλλον.

25. Υπόσχονται σ΄ εµάς µε πονηρία οι ιδικοί µας (κατά την σάρκα), αλλά όχι ιδικοί µας (κατά το πνεύµα), ότι θα κάνουν ό,τι µας αρέσει, (εάν µείνωµε κοντά τους). Ο πραγµατικός τους όµως σκοπός είναι να µας εµποδίσουν από τον εκλεκτό δρόµο που διαλέξαµε και εν συνεχεία να µας παρασύρουν στον ιδικό τους σκοπό.

26. Όταν αναχωρήσωµε από τους τόπους µας, ας διαλέξωµε µέρη όπου θα υπάρχη ολιγωτέρα παρηγορία, ολιγώτερες αφορµές για κενοδοξία και περισσότερες για ταπείνωσι. Αλλιώτικα φεύγοµε και πετούµε µαζί µε τα πάθη µας.

27. Απόφευγε να εκθειάζης και να φανερώνης την ευγενική σου καταγωγή και την κοσµική σου δόξα, για να µη φανής άλλος στα λόγια και άλλος στα πράγµατα.

28. Κανείς δεν παρέδωσε τόσο πολύ τον εαυτόν του στην ξενιτεία, όσον ο µέγας εκείνος (δηλαδή ο Αβραάµ), ο οποίος άκουσε τα λόγια: «Έξελθε εκ της γής σου και εκ της συγγενείας σου και εκ του οίκου του πατρός σου» (Γεν. ιβ΄ 1), παρ΄ όλο που εκαλείτο να µεταβή σε χώρα αλλόγλωσσο και βαρβαρική.

29. Μερικές φορές ο Κύριος δοξάζει υπερβολικά κάποιον που εξενιτεύθηκε όπως ο µέγας (Αβραάµ). Όµως είναι καλό η δόξα αυτή, παρ΄ όλο που δίδεται εκ Θεού, να αποκρούεται µε την ασπίδα της ταπεινώσεως.

30. Όταν οι δαίµονες ή και οι άνθρωποι µας επαινούν σαν για µεγάλο κατόρθωµα για την ξενιτεία µας, τότε εµείς ας συλλογισθούµε Εκείνον που εξενίτευσε για µας και ήλθε από τον ουρανό στην γη, και µε την σκέψι αυτή θα διαπιστώσωµε ότι εµείς εις τον αιώνα του αιώνος δεν θα κατορθώσωµε να ξεχρεώσωµε µία τέτοια ξενιτεία.

31. Είναι επικίνδυνη η «προσπάθεια» (η μετά πάθους προσκόλληση) προς κάποιον ιδικό µας ή και ξένο. Αυτή µπορεί σιγά-σιγά να µας τραβήξη προς τον κόσµο και να σβήση τελείως την φλόγα της κατανύξεως.

32. Όπως είναι ακατόρθωτο να κοιτάζη κανείς µε το ένα µάτι τον ουρανό και µε το άλλο την γη, έτσι είναι αδύνατον να µη κινδυνεύση η ψυχή εκείνου, πού δεν εξενίτευσε τελείως από όλους -ιδικούς του και ξένους- όχι µόνο µε το σώµα, αλλά και µε τον λογισµό.

33. Με πολύ κόπο και µόχθο θα αποκτήσωµε καλό ήθος και καλή εσωτερική κατάστασι. Είναι όµως δυνατόν εκείνο που µε πολύ κόπο κατωρθώσαµε, να τα χάσωµε µέσα σε µια στιγµή. Διότι «φθείρουσιν ήθη χρηστά οµιλίαι κακαί» (Α΄ Κορ.ιε΄ 33), κοσµικές και συγχρόνως άκοσµες.

34. Αυτός που µετά την απάρνησι του κόσµου συναναστρέφεται µε κοσµικούς ή παραµένει κοντά τους, οπωσδήποτε ή θα πέση στα δίχτυα τους ή θα µολύνη την καδιά του µε κοσµικές σκέψεις. Αλλά και αν ακόµη δεν µολυνθή έτσι, θα µολυνθή κατακρίνοντας εκείνους που µολύνονται.

Περί των ονείρων των αρχαρίων

Τo ότι ο νους που διαθέτω είναι ολωσδιόλου ατελής και γεµάτος από άγνοια, δεν είναι δυνατόν να το κρύψω. Ο λάρυγγας διακρίνει τα φαγητά και η ακοή την έννοια των λόγων. Την αδυναµία των οφθαλµών την φανερώνει το δυνατό φως του ηλίου κα την αµάθεια της ψυχής µου την αποκαλύπτουν τα λόγια µου. Ο νόµος όµως της αγάπης αναγκάζει να επιχειρή κανείς πράγµατα που υπερβαίνουν την δύναµί του.

Νοµίζω λοιπόν -δεν δογµατίζω- ότι ύστερα απ΄ όσα ελέχθησαν περί ξενιτείας, ή µάλλον µαζί µε αυτά, πρέπει να επακολουθήσουν και να λεχθούν ολίγα περί των ονείρων. Τόσα, όσα χρειάζονται, ώστε ούτε σ΄ αυτόν τον δόλο των δολίων δαιµόνων να είµαστε αµύητοι.

36. Όνειρο είναι µία κίνησις του νου, ενώ το σώµα ευρίσκεται ακίνητο.

37. Φαντασία είναι µία εξαπάτησις των οφθαλµών, όταν το µυαλό κοιµάται. Φαντασία είναι µία παρασάλευσις του νου, ενώ το σώµα είναι ξύπνιο. Φαντασία είναι ένα θέαµα που δεν υπάρχει στην πραγµατικότητα.

38. Είναι φανερή η αιτία που θελήσαµε, µετά τους προηγούµενους λόγους, να οµιλήσωµε για τα όνειρα. Αφού εγκαταλείψωµε για τον Κύριον τα σπίτια µας και τους οικείους µας και µε την ξενιτεία για την αγάπη του Χριστού πωλήσωµε τον εαυτό µας, τότε οι δαίµονες επιχειρούν να µας ταράζουν µε όνειρα. Παρουσιάζουν δε σ΄αυτά τους ιδικούς µας ότι θρηνούν, πεθαίνουν, καταστεναχωρούνται και βασανίζονται εξ αιτίας µας. Εκείνος λοιπόν που πιστεύει στα όνειρα οµοιάζει µ΄ αυτόν που κυνηγά την σκιά του και προσπαθεί να την πιάση (Σοφ. Σειράχ λδ΄ 2).

39. Οι δαίµονες της κενοδοξίας εµφανίζονται στον ύπνο µας σαν προφήτες. Συµπεραίνουν σαν πανούργοι που είναι, µερικά από τα µέλλοντα να συµβούν και µας τα προαναγγέλλουν. Και όταν αυτά πραγµατοποιηθούν, εµείς µένοµε έκθαµβοι, και υπερηφανεύεται ο λογισµός µας µε την ιδέα ότι πλησιάσαµε στο προορατικό χάρισµα.

40. Σε όσους τον πιστεύουν, ο δαίµων αυτός φάνηκε πολλές φορές αληθινός προφήτης. Σε όσους όµως τον περιφρονούν πάντοτε αποδείχθηκε ψεύτης. Διότι, σαν πνευµατική ύπαρξις που είναι, βλέπει όσα συµβαίνουν µέσα στην ατµόσφαιρα, και µόλις αντιληφθή ότι κάποιος πεθαίνει, τρέχει αµέσως σ΄εκείνους πού είναι ελαφρόµυαλοι και τους το προλέγει µε τα όνειρα.

41. Τίποτε µελλοντικό δεν γνωρίζουν οι δαίµονες από προγνωστική δύναµι. Διότι τότε θα µπορούσαν και οι µάγοι να µας προλέγουν τον θάνατό µας.

42. Στον ύπνο µας πολλές φορές οι δαίµονες «µετασχηµατίζονται είς αγγέλους φωτός» (Β΄ Κορ. ια΄ 14) και σε µορφές αγίων Μαρτύρων, τους οποίους παρουσιάζουν να έρχωνται προς το µέρος µας. Έτσι αφού ξυπνήσωµε µας βυθίζουν σε υπερηφάνεια και χαρά.

43. Το σηµείο από το οποίο θα διακρίνης την πλάνη είναι τούτο: Οι άγγελοι µας δείχνουν την κόλασι, την Κρίσι και τον χωρισµό, και έτσι µας κάνουν να ξυπνούµε έντροµοι και περίλυποι.

44. Εάν αρχίσωµε να πιστεύωµε στους δαίµονες κοιµώµενοι, ύστερα θα εµπαιζώµεθα από αυτούς και ξύπνιοι. Εκείνος που πιστεύει στα όνειρα είναι  εντελώς άσοφος και άπειρος, ενώ αυτός που δεν πιστεύει τίποτε είναι πραγµατικά συνετός και σοφός.

45. Πίστευε µόνο σ΄ εκείνα που σου αναγγέλλουν για την κόλασι και την Κρίσι. Εάν όµως δηµιουργήται µέσα σου απόγνωσις, τότε και αυτά τα όνειρα προέρχονται από τους δαίµονες.

Βαθµίς τρίτη!

Δρόµος που οδηγεί στην ισάριθµη Αγία Τριάδα.

Εκείνος που ανέβηκε ας µη κοιτάξη δεξιά ή αριστερά.

 

[1] Ενώ δηλαδή στην πατρίδα µας δεν απελαµβάναµε κάποιας ιδιαιτέρας προσοχής και εκτιµήσεως, ως συνήθεις και γνώριµοι και ασήµαντοι άνθρωποι, στην ξένη χώρα παρουσιαζόµεθα ως σπουδαίοι και αξιόλογοι.

ΛΟΓΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
   Περί υπακοής
(Διά την μακαρίαν και αείμνηστον υπακοήν)

1. Προχωρώντας προς τά εμπρός ο λόγος έφθασε ομαλά και κανονικά στους πύκτας και αθλητάς του Χριστού. Διότι όπως πρίν από τον καρπό αναφαίνεται το άνθος, έτσι και πριν από την υπακοή προηγείται η ξενιτεία, είτε του σώματος είτε του θελήματος. Με τις δύο αυτές αρετές, ωσάν με χρυσές πτέρυγες ανέρχεται άκοπα στον ουρανό η οσία ψυχή. Ίσως μάλιστα γι΄αυτό κάποιος πνευματοφόρος άνθρωπος να έψαλλε: «Τις δώσει μοι πτέρυγας ωσεί περιστεράς, και πετασθήσομαι» -με την πράξι- «και καταπαύσω»- με την θεωρία και την ταπείνωσι; (Ψαλμ. νδ΄ 7).

2. Αν συμφωνήτε και σεις, δεν πρέπει ούτε το εξωτερικό σχήμα των ανδρείων αυτών πολεμιστών να παραβλέψωμε και να μη το παρουσιάσωμε με πλήρη περιγραφή. Πώς δηλαδή κρατούν γερά την ασπίδα της πίστεως και εμπιστοσύνης προς τον Θεόν και τον γυμναστή τους, και με αυτήν, θα ελέγαμε, αποκρούουν κάθε λογισμό απιστίας ή μεταβάσεως και αναχωρήσεως (από την Μονή).

Πώς έχουν ανεσπασμένη συνεχώς την μάχαιρα του Πνεύματος και φονεύουν κάθε ιδικό τους θέλημα που θα αναφανή.

Πώς έχουν φορέσει τους σιδερένιους θώρακες της υπομονής και της πραότητος και μ΄αυτούς αποκρούουν κάθε υβρεολογία, κάθε λέξι πού σουβλίζει και κάθε λόγο που ρίπτεται εαντίον τους σαν βέλος.

Πώς φορούν και την «περικεφαλαίαν του σωτηρίου» (Έφεσ. ς΄ 17), τη σκέπη δηλαδή που τους παρέχει η ευχή του Γέροντος.

Και δεν στέκονται με δεμένα τα πόδια, αλλά το ένα το προβάλλουν – είναι πρόθυμοι δηλαδή για υπηρεσία -, και το άλλο το έχουν ακίνητο – είναι πρόθυμοι δηλαδή για προσευχή.

3. Υπακοή είναι η τελεία απάρνησις της ψυχής μας[1], η οποία φανερώνεται καθαρά με τα έργα του σώματος. Ή και το αντίθετο: Υπακοή είναι νέκρωσις των μελών του σώματος, ενώ ο νους είναι ζωντανός. Υπακοή σημαίνει ενέργεια χωρίς εξέτασι, θάνατος εκούσιος, ζωή χωρίς περιέργεια, αμεριμνία για κάθε σωματικό κίνδυνο, αμεριμνία για το τι θα απολογηθής στον Θεόν, να μη φοβήσαι τον θάνατο, να ταξειδεύης στην θάλασσα χωρίς κίνδυνο, να οδοιπορής στην ξηρά ξέγνοιαστα σαν να κοιμάσαι.
4. Υπακοή σημαίνει ενταφιασμός της ιδικής μας θελήσεως και ανάστασις της ταπεινώσεως. Δεν αντιλέγει ο νεκρός ούτε ξεχωρίζει τα καλά από εκείνα πού του φαίνονται ως πονηρά. Διότι ο Γέροντάς του, πού του εθανάτωσε με τρόπο θεάρεστο την ψυχή, αυτός θα δώση λόγο για όλα. Υπακοή σημαίνει να αποθέσωμε την ιδική μας διάκρισι στην πλούσια διάκρισι του Γέροντος.

5. Η αρχή της νεκρώσεως και κάποιου μέλους του σώματος και κάποιου θελήματος της ψυχής φέρνει πόνο. Στο μέσον της νεκρώσεως, άλλοτε αισθανόμεθα πόνο και άλλοτε όχι. Και στο τέλος επέρχεται παύσις και αναισθησία του πόνου. Τότε μόνο φαίνεται να πονή και να υποφέρη ο ζωντανός αυτός νεκρός και μακαρίτης, όταν βλέπη πώς κάνει το θέλημά του. Και τούτο, διότι φοβείται το βάρος του πταίσματός του.

6. Όλοι εσείς πού επιχειρήσατε να αποδυθήτε και να εισέλθετε στο στάδιο αυτό του ψυχικού μαρτυρίου, όσοι θέλετε να σηκώσετε στον τράχηλό σας τον ζυγό του Χριστού, όσοι φροντίζετε να φορτώσετε στον τράχηλο κάποιου άλλου το ιδικό σας φορτίο, όσοι σπεύδετε να γράψετε σε συμβόλαιο την πώλησί σας και θέλετε αντί αυτής να γραφή σε σας ελευθερία, όσοι, τέλος, υποβαστάζεσθε και ανυψώνεσθε από χέρια άλλων και διανύετε έτσι το μεγάλο τούτο πέλαγος, ας γνωρίζετε ότι επιχειρήσατε να βαδίσετε μία σύντομη, αλλά και τραχεία οδό, η οποία μία και μόνη πλάνη κρύβει: Αυτήν που λέγεται ιδιορρυθμία. Αυτός που απαρνήθηκε εντελώς την ιδιορρυθμία σε όσα του φαίνονται καλά και πνευματικά και θεάρεστα, αυτός έφθασε στο τέρμα της οδού, προτού αρχίση να την βαδίζη. Διότι αυτό ακριβώς είναι η υπακοή: Να μην εμπιστεύεται κανείς τον εαυτόν του σε όλα τα καλά μέχρι τέλους της ζωής του.

7. Όταν πρόκειται να κλίνωμε τον αυχένα μας στον Κύριον, και να εμπιστευθούμε τον εαυτόν μας σε άλλον, με λογισμό ταπεινοφροσύνης και με κύριο σκοπό να εξασφαλίσωμε την σωτηρία μας, πρίν από την είσοδό μας στην ζωή της υπακοής, αν τυχόν διαθέτωμε κάποια πονηρία και σύνεσι, ας εξετάσωμε ερευνητικά και -ας το πώ έτσι- ας δοκιμάσωμε τον κυβερνήτη. Για να μην πέσωμε σε ναύτη αντί σε κυβερνήτη, σε ασθενή αντί σε ιατρό, σε εμπαθή αντί σε απαθή, σε πέλαγος αντί σε λιμάνι, και έτσι προξενήσωμε στον εαυτό μας βέβαιο ναυάγιο.Μετά την είσοδό μας όμως στο στάδιο της ευσεβείας και της υποταγής, ποτέ πλέον και σε τίποτε απολύτως ας μη εξετάζωμε τον καλό αγωνοθέτη μας, έστω και αν παρατηρήσωμε σ΄αυτόν, σαν σε άνθρωπο, μερικά μικρά ίσως σφάλματα. Διότι διαφορετικά τίποτε δεν ωφελούμεθα από την υποταγή, εάν τον εξετάζωμε και τον κρίνωμε.

8. Όσοι θέλουν να τρέφουν πάντοτε αδίστακτη εμπιστοσύνη στους Γέροντες, επιβάλλεται να διατηρούν αλησμόνητα και ανεξάλειπτα στην καρδιά τους τα πνευματικά τους κατορθώματα. Ώστε, όταν οι δαίμονες προσπαθούν να ενσπείρουν μέσα τους αμφιβολία, να τα ενθυμούνται και να τους αποστομώνουν.Όσο δέ η εμπιστοσύνη προς τον Γέροντα θάλλει μέσα στην καρδιά, τόσο το σώμα προθυμοποιείται σε κάθε διακονία. Ενώ, όταν σκοντάψη στην απιστία, θα πέση, διότι «πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν» (Ρωμ. ιδ΄ 23).9. Από τον λογισμό που σου υποβάλλει να εξετάσης ή να κατακρίνης τον Ηγούμενο, τινάξου μακρυά σαν από πορνεία. Μη δώσης καθόλου άδεια στον όφι αυτόν ούτε τόπο ούτε είσοδο ούτε αρχή. Και απάντησε στον δράκοντα: «Ώ απατεών, δεν ανέλαβα εγώ να κρίνω τον Ηγούμενο, αλλά εκείνος να κρίνη εμένα. Δεν διωρίσθηκα εγώ κριτής του, αλλά αυτός ιδικός μου».

10. Οι πατέρες ωνόμασαν την ψαλμωδία όπλο, την προσευχή τείχος, τα καθαρά δάκρυα λουτρό, ενώ την μακαρία υπακοή την εχαρακτήρισαν ως μαρτύριο. Χωρίς αυτήν, κανείς από τους εμπαθείς δεν θα κατορθώση να ιδή τον Κύριον.

11. Ο υποτακτικός καταδικάζει ο ίδιος τον εαυτό του. Και αν μέν για την αγάπη του Κυρίου υπακούη τελείως – έστω και αν αυτό δεν φαίνεται τελείως – τότε έχει απαλλαγή από κάθε καταδίκη. Εάν όμως ικανοποιή σε μερικά πράγματα το θέλημά του – έστω και αν φαίνεται εξωτερικά ότι υπακούει – τότε σηκώνει ο ίδιος το φορτίο του. Στην περίπτωσι αυτή, αν ο Γέροντας δεν παύη να τον ελέγχη, έχει καλώς. Αν όμως εσιώπησε, τότε δεν ξεύρω τι να ειπώ!

12. Όσοι υποτάσσονται έν Κυρίω με απλότητα, αυτοί τελείωνουν καλά τον δρόμο τους, διότι, αποφεύγοντες την λεπτολόγο εξέτασι του Γέροντος, δεν προσελκύουν κατεπάνω τους την πανουργία των δαιμόνων.

13. (Αφού έλθωμε στο Κοινόβιο), πρίν από όλα ας εξομολογηθούμε τις αμαρτίες μας στον καλό μας δικαστή, (τον Γέροντα), και μόνο σ΄αυτόν, αν όμως μας προστάξη, και ενώπιον όλων. Διότι πληγές που φανερώνονται, δεν χειροτερεύουν, αλλά θεραπεύονται.

14. Φθάνοντας κάποτε σ΄ ένα Κοινόβιο παρηκολούθησα μία φοβερή και εκπληκτική κρίσι ενός καλού κριτού και ποιμένος. Ενώ ευρισκόμουν εκεί, έτυχε να έλθη για μοναχός κάποιος πού ήταν προηγουμένως ληστής. Αυτόν λοιπόν ο άριστος εκείνος ιατρός και ποιμήν διέταξε να απολαύση επί επτά ημέρες κάθε ανάπαυσι, και μόνη απασχόλησι να έχη το να παρατηρή την ζωή και την τάξι της Μονής.Μετά δε την εβδόμη ημέρα τον εκάλεσε ιδιαιτέρως ο ποιμήν και τον ερώτησε αν του άρεσε να συγκατοικήση μαζί τους. Όταν δε τον είδε να συγκατατίθεται με όλη του την ειλικρίνεια, τον ερώτησε πάλι τι αμαρτήματα διέπραξε στον κόσμο. Αφού λοιπόν τον είδε να τα εξομολογήται την ίδια στιγμή και με προθυμία όλα, για να τον δοκιμάση του είπε πάλι: «Θέλω όλα αυτά να τα φανερώσης εμπρός σε όλη την αδελφότητα». Και εκείνος έχοντας μισήσει ολωσδιόλου την αμαρτία του και περιφρονώντας κάθε εντροπή του το υποσχέθηκα αδίστακτα. «Και αν θέλης ακόμη, του λέγει, τα εξομολογούμαι και στο κέντρο της Αλεξανδρείας».Ύστερα απ΄αυτό, ο Ποιμήν συναθροίζει στο Κυριακό όλα τα (λογικά του) πρόβατα, διακόσια τριάκοντα τον αριθμό. Και ενώ ετελείτο η θεία Λειτουργία -ήταν ημέρα Κυριακή- μετά την ανάγνωσι του Ευαγγελίου, δίδει εντολή και οδηγείται προς τον Ναό ο αθώος πλέον εκείνος κατάδικος.Τον έσυραν μερικοί αδελφοί κτυπώντας τον ελαφρά, με τα χέρια δεμένα πίσω, φορώντας τρίχινο σάκκο και έχοντας ριγμένη στάχτη στο κεφάλι του. Και μόνη η θέα του δυστυχισμένου αυτού εδημιούργησε κατάπληξι σε όλους, ώστε αμέσως να ξεσπάσουν σε δάκρυα και ολολυγμούς, εφ΄όσον κανείς δεν εγνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε. Έπειτα μόλις επλησίασε στην πύλη της Εκκλησίας, η ιερά εκείνη κεφαλή, ο φιλάνθρωπος κριτής, του εφώναξε με δυνατή φωνή: «Στάσου! Είσαι ανάξιος να εισέλθης εδώ μέσα».Εκείνος τότε εταράχθηκε από την φωνή του Ποιμένος πού την άκουσε από το Ιερό. (Όπως αργότερα μας εβεβαίωνε με όρκους, του εφάνηκε ότι άκουσε βροντή και όχι φωνή ανθρώπου). Πέφτει αμέσως έντρομος με το πρόσωπο στην γη, συγκλονισμένος ολόκληρος από τον φόβο. Ενώ δε εκείτετο κάτω και έβρεχε το χώμα με τα δάκρυά του, εκείνος ο θαυμάσιος ιατρός, ο οποίος μεταχειριζόταν τα πάντα για την σωτηρία του, και συγχρόνως έδιδε σε όλους ένα υπόδειγμα σωτηρίας και αληθινής ταπεινώσεως, τον προστάζει να ειπή εμπρός σε όλους όλα τα αμαρτήματά του ένα-ένα ξεχωριστά.Τότε αυτός άρχισε να εξομολογήται με τρόμο όλα του τα αμαρτήματα ένα-ένα λέγοντας πράγματα που εξένιζαν κάθε ανθρώπινη ακοή. Όχι μόνο σαρκικά αμαρτήματα παρά φύσιν, κατά φύσιν, με ανθρώπους, με ζώα, αλλά ακόμη και μαγείες και φόνους και άλλα, τα οποία δεν πρέπει ούτε να ακούση ούτε να γράψη κανείς. Έπειτα από την εξομολόγησι αυτή, προστάζει ο Ποιμήν να καρή αμέσως μοναχός και να συγκαταριθμηθή στους αδελφούς.

15. Εγώ τότε εθαύμασα την σοφία του Οσίου εκείνου και τον ερώτησα ιδιαιτέρως, για ποιο λόγο προέβη στην παράδοξη αυτή ενέργεια. Εκείνος δε πού ήταν πράγματι ιατρός ψυχών, μου απήντησε ότι το έκανε αυτό για δύο λόγους:«Πρώτον, χάριν αυτού του ιδίου, ώστε με την εντροπή της παρούσης εξομολογήσεως να τον απαλλάξω από την μέλλουσα εντροπή – πράγμα που ασφαλώς έγινε. Διότι, αδελφέ μου Ιωάννη, δεν εσηκώθηκε από το έδαφος, μέχρις ότου επέτυχε την άφεσι όλων των αμαρτιών του. Και μην αμφιβάλλης γι΄αυτό, διότι κάποιος από τους αδελφούς πού παρευρίσκονταν εκεί πήρε θάρρος και μου είπε: «Έβλεπα την ώρα εκείνη κάποιον φοβερό και επιβλητικό άνδρα πού κρατούσε στα χέρια του ένα χαρτί γραμμένο και ένα κοντύλι από καλάμι. Και κάθε φορά πού ο ριγμένος στο έδαφος εξωμολογείτο μία αμαρτία του, εκείνος με το κοντύλι την διέγραφε». Αυτό είναι πολύ φυσικό, σύμφωνα και με τα λόγια (του Δαβίδ): «Είπα, εξαγορεύσω κατ΄εμού την ανομίαν μου τώ Κυρίω, και σύ αφήκας την ασέβειαν της καρδίας μου» (Ψαλμ. λα΄ 5). Δεύτερον, το έκανα αυτό, επειδή έχω μερικούς αδελφούς με ανεξομολόγητες αμαρτίες. Και με το παράδειγμα αυτό τους παρακινώ και εκείνους στην εξομολόγησι, χωρίς την οποία κανείς δεν θα επιτύχη την άφεσι των αμαρτιών του».

16. Είδα και άλλα πολλά αξιοθαύμαστα και αξιομνημόνευτα πράγματα, κοντά στον αείμνηστο εκείνο Ποιμένα και το ποίμνιό του, από τα οποία τα περισσότερα θα προσπαθήσω να σας τα παρουσιάσω. Διότι έμεινα κοντά τους αρκετό καιρό, εξετάζοντας την ζωή τους, η οποία μου προξενούσε υπερβολικό θαυμασμό καθώς έβλεπα πώς οι επίγειοι εκείνοι άγγελοι εμιμούντο τους ουρανίους!Συνδέονταν μεταξύ τους με αδιάρρηκτο δεσμό αγάπης, χωρίς η μεγάλη αυτή αγάπη -πράγμα πολύ θαυμαστό- να έχη δημιουργήσει μεταξύ τους παρρησία ή αργολογία. Πρίν από όλα εφρόντιζαν να μη τραυματίσουν σε τίποτε την συνείδησι του αδελφού. Εάν τυχόν ευρισκόταν κανείς με μίσος προς τους άλλους, ο Ποιμήν τον εξώριζε ως κατάδικο στο ιδιαίτερο και απομονωμένο Μοναστήρι[2].Όταν κάποτε ένας αδελφός ωμίλησε στον Ποιμένα υβριστικά είς βάρος άλλου αδελφού, την ίδια στιγμή διέταξε ο οσιώτατος Ποιμήν να εκδιωχθή. «Δεν ανέχομαι -είπε- να υπάρχη στην Μονή και ορατός και αόρατος διάβολος».Στους οσίους αυτούς μοναχούς είδα ομολογουμένως ωφέλιμα και αξιοθαύμαστα πράγματα. Είδα μία αδελφότητα, έν Κυρίω συναθροισμένη και ενωμένη, πού κατέκτησε σε θαυμαστό βαθμό τόσο την πρακτική εργασία των εντολών, όσο και την θεωρία.Ασκούσαν και εγύμναζαν τον εαυτό τους τόσο πολύ στα πνευματικά, ώστε να περιττεύη η υπόμνησις του Γέροντος. Ο καθένας αυτοπροαίρετα ξυπνούσε και παρακινούσε τον άλλον στην πνευματική επαγρύπνησι. Υπήρχαν μάλιστα στο πρόγραμμα της ζωής τους ωρισμένα ιερά γυμνάσματα καλομελετημένα και παγιωμένα.Έτσι, αν συνέβαινε κάποτε στην απουσία του Γέροντος να παρασυρθή κάποιος στην κακολογία ή στην κατάκρισι ή στην αργολογία, τότε ένας αδελφός κάνοντάς του ένα σχεδόν ανεπαίσθητο νεύμα του υπενθύμιζε την αρετή και τον συνέφερε. Εάν τυχόν δεν έδειχνε συναίσθησι, ο αδελφός πού του έκανε την υπόμνησι έβαζε μετάνοια και έφευγε.Ως προς το θέμα των συνομιλιών, αν χρειαζόταν να ειπούν κάτι, είχαν σαν μοναδική και παντοτεινή συζήτησι την ανάμνησι του θανάτου και την σκέψι της αιωνίου κολάσεως.

17. Δεν θα σας αποσιωπήσω και το ασυνήθιστο και θαυμαστό έργο του μαγείρου τους. Βλέποντάς τον να έχη παντοτεινή περισυλλογή και δάκρυα στο διακόνημά του, τον ικέτευα να μου ειπή πώς αξιώθηκε να λάβη ένα τέτοιο χάρισμα, και εκείνος στην επιμονή μου αποκρίθηκε: «Ποτέ δεν σκέφθηκα ότι υπηρετώ ανθρώπους, αλλά τον Θεόν. Έκρινα τον εαυτόν μου ανάξιο για κάθε είδους ανάπαυσι και η θέα αυτής της φωτιάς μου ενθυμίζει συνεχώς την μελλοντική φλόγα της κολάσεως».

18. Ακούσατε και άλλο παράδοξο κατόρθωμα των μοναχών αυτών: Ακόμη και την ώρα της τραπέζης, δεν διέκοπταν την νοερά εργασία της προσευχής. Με κάποιο συγκεκριμένο αλλά μυστικό νεύμα υπενθύμιζαν οι μακάριοι ο ένας στον άλλον την επιμέλεια της εσωτερικής προσευχής. Και αυτό, όχι μόνο στην τράπεζα, αλλά και σε κάθε συνάντησι και σύναξί τους.Όταν τυχόν έπεφτε κάποιος σε παράπτωμα, τότε τον παρακαλούσαν και τον ικέτευαν πολύ οι άλλοι, να επιτρέψη να μεριμνήσουν αυτοί, να απολογηθούν αυτοί στον Ποιμένα και να δεχθούν την επίπληξι.Ο μέγας εκείνος Ποιμήν το αντελήφθηκε αυτό και τους έβαζε ελαφρότερες τιμωρίες, γνωρίζοντας ότι ο τιμωρούμενος είναι αθώος. Ωστόσο όμως δεν επιζητούσε να μάθη τον πραγματικό ένοχο.Πού να συναντήσης σ΄εκείνους εκδηλώσεις πού να ενθυμίζουν αργολογία ή αστειολογία!
Εάν επίσης άρχιζε κάποιος να φιλονική με τον πλησίον του, ο τρίτος που τύχαινε να περάση από εκεί έβαζε μετάνοια και διέλυε την οργή. Όταν δε αντιλαμβανόταν πώς έμενε μέσα τους μνησικακία, το ανέφερε αμέσως στον Δεύτερο -μετά τον Γέροντα- και αυτός εφρόντιζε να συμφιλιωθούν πρίν δύση ο ήλιος (πρβλ. Έφ. δ΄ 26). Εάν όμως εσκλήρυναν την στάσι τους και επέμεναν, τότε ετιμωρούντο με αποχή από το φαγητό έως ότου συμφιλιωθούν, ή απεβάλλοντο από την Μονή.Η διαγωγή τους αυτή, η τόσο αξιέπαινος και προσεκτική, δεν ήταν πράγμα μάταιο και ανωφελές, αλλά αντιθέτως παρουσίαζε πολλούς εμφανείς καρπούς.Πολλοί από τους οσίους εκείνους αναδείχθηκαν σπουδαίοι στην πρακτική και στην θεωρητική ζωή, στην διάκρισι και στην ταπεινοφροσύνη. Αντίκρυζε δε κανείς σ΄αυτούς ένα θέαμα εκπληκτικό και αγγελοπρεπές: Ολόλευκοι ηλικιωμένοι μοναχοί, σεβάσμιοι και ιεροπρεπείς, να τρέχουν δεξιά και αριστερά, ασκώντας την υπακοή και έχοντας ως μεγαλύτερό τους καύχημα την ταπείνωσί τους.

19. Είδα εκεί άνδρας πού είχαν πενήντα περίπου χρόνια στην υπακοή, και τους ικέτευα να μου ειπούν ποια πνευματική παρηγορία απέκτησαν ύστερα από τόσο κόπο. Άλλοι ωμολογούσαν ότι έφθασαν σε άβυσσο ταπεινοφροσύνης και με αυτήν αποκρούουν επιτυχώς κάθε επίθεσι του εχθρού. Άλλοι έλεγαν ότι υπομένουν αναίσθητα και ανώδυνα κάθε κακολογία και ύβρι.Είδα και άλλους ανάμεσα σ΄αυτούς τους αειμνήστους, οι οποίοι ήταν ολόλευκοι από το γήρας και αγγελοειδείς. Είχαν φθάσει σε βαθύτατη ακακία και απλότητα, απλότητα «σεσοφισμένη», κατωρθωμένη με την αγαθή τους προαίρεσι και την βοήθεια του Θεού, όχι αλογίκευτη και ασύνετη σαν εκείνη ωρισμένων κοσμικών γερόντων, πού τους ονομάζουν φλύαρους και «ξεκουτιασμένους».Εφαίνοντο δε εξωτερικά τελείως ήπιοι, προσηνείς, φαιδροί, χωρίς τίποτε το επίπλαστο και επιτηδευμένο κα νοθευμένο στους λόγους και στην συμπεριφορά τους. Πράγματα πού δεν συναντώνται εύκολα! Εσωτερικά, στα βάθη της ψυχής τους ανέπνεαν σαν άκακα νήπια τον Θεόν και τον Γέροντα. Το δε νοερό τους βλέμμα το είχαν στραμμένο – ωργισμένο και αλύγιστο – εναντίον των δαιμόνων και των παθών.

20. Δεν θα επαρκέση όμως, ώ ιερέ φίλε μετά της θεοφιλούς συνοδίας σου, ο χρόνος της ζωής μου, προκειμένου να εξιστορήσω τις αρετές και την ουρανομίμητη ζωή των μακαρίων εκείνων μοναχών. Αλλά είναι προτιμότερο να κοσμήσω τον ακόσμητο λόγο μου με τους ιδρώτας εκείνων, και να σας διεγείρω έτσι σε θεάρεστο ζήλο και μίμησι, παρά με τις ιδικές μου πτωχές παραινέσεις, διότι «χωρίς πάσης αντιλογίας το έλαττον υπό του κρείττονος κατακοσμείται» (πρβλ. Εβρ. ζ΄ 7).Μόνο σας παρακαλώ, μην υποψιασθήτε καθόλου ότι σας γράφω κάτι πλαστό, διότι μία τέτοια δυσπιστία καταστρέφει την ωφέλεια.

21. Ας συνεχίσωμε λοιπόν την προηγούμενη διήγησι. Στο Κοινόβιο αυτό είχε κοινοβιάσει πριν από μερικά έτη κάποιος Ισίδωρος που καταγόταν από την Αλεξάνδρεια, από αρχοντική τάξι. Αυτόν τον επρόλαβα και εγώ εκεί. Όταν τον υποδέχθηκε ο οσιώτατος εκείνος Ποιμήν, είδε ότι ήταν κακότροπος, σκληρόκαρδος, φοβερός, επιβλητικός και αγέρωχος. Και εσκέφθηκε με ένα ανθρώπινο τέχνασμα να νικήση την πανουργία των δαιμόνων.Λέγει λοιπόν στον Ισίδωρο: «Αν πραγματικά απεφάσισες να σηκώσης τον ζυγό του Χριστού, εκείνο που πρίν απ΄ όλα σου ζητώ είναι να ασκής την υπακοή». «Όπως το σίδερο στον σιδηρουργό, έτσι αγιώτατε πάτερ, παραδίδομαι στην υπακοή», αποκρίθηκε εκείνος. Ικανοποιημένος τότε ο μέγας Ποιμήν από την απάντησι και την παρομοίωσι, προχώρησε αμέσως και έδωσε στον σιδερένιο Ισίδωρο το γύμνασμά του:«Θέλω, αδελφέ, να κάθεσαι στην πύλη της Μονής και με φυσικότητα σε καθέναν πού θα εισέρχεται ή θα εξέρχεται, να βάζης μετάνοια λέγοντας, «προσευχήσου για μένα, πάτερ, διότι είμαι επιληπτικός». Ο Ισίδωρος υπήκουσε σαν άγγελος στον Κύριον.Συνεπλήρωσε επτά χρόνια σ΄αυτήν την άσκησι, και έφθασε έτσι σε βαθύτατη ταπείνωσι και κατάνυξι.Τότε ο αείμνηστος εκείνος Ποιμήν, αφού πέρασε η «νομική επταετία» και μετά από την αφάνταστη υπομονή του Ισιδώρου, απεφάσισε να τον συγκαταριθμήση στους αδελφούς -ήταν υπεράξιος- και επι πλέον να τον χειροτονήση κληρικό.Εκείνος όμως μέσω άλλων αδελφών, καθώς και εμού του ταπεινού, ικέτευσε τον Ποιμένα να τον αφήση να τελειώση τον δρόμο του με την ίδια άσκησι. Στην παράκλησί του αυτή άφινε να υποδηλωθή κάπως αμυδρά ότι έφθανε στο τέλος του, ότι επλησίαζε η ώρα πού θα τον καλούσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι και έγινε. Ο Διδάσκαλος τον άφησε στην ίδια θέσι, και ύστερα από δέκα ημέρες «δι΄αδοξίας ενδόξως εξεδήμησε» προς τον Κύριον. Επτά δε ημέρες μετά την κοίμησί του παρέλαβε κοντά του και τον θυρωρό της Μονής.Του είχε ειπεί, ότι «εάν βρω παρρησία στον Κύριον, σύντομα θα σε έχω κοντά μου, για να είμαστε και εκεί αχώριστοι». Έτσι και έγινε, ώστε να φανερωθή απόλυτα και να επικυρωθή (από τον Θεόν) η ακαταίσχυντος υπακοή και η θεομίμητος ταπείνωσίς του.

22. Όταν ακόμη ζούσε ο μέγας αυτός Ισίδωρος, τον ερώτησα τι εργασία είχε ο νους του, καθώς ευρισκόταν εκεί εμπρός στην πύλη της Μονής. Και δεν μου το απέκρυψε ο αείμνηστος θέλοντας να με ωφελήση.«Στην αρχή μέν, μου είπε, συλλογιζόμουν ότι πωλήθηκα για τις αμαρτίες μου και ως έκ τούτου με πολλή πικρία και βία και αιματηρό αγώνα έκανα τις μετάνοιες. Όταν όμως συμπληρώθηκε ένας χρόνος, τότε πλέον η καρδιά μου δεν αισθανόταν λύπη, αλλά επερίμενα από τον Θεόν τον μισθό της υπομονής μου. Και όταν επέρασε άλλος ένας χρόνος, τότε ένοιωθα τον εαυτό μου με βαθειά συναίσθησι ως ανάξιο να διαμένη στην Μονή, να βλέπη και να συναντά τους πατέρες, να μεταλαμβάνη των θείων Μυστηρίων και να αντικρύζη οποιοδήποτε πρόσωπο. Ρίχνοντας δε κάτω το βλέμμα και πιο κάτω ακόμη την σκέψι περί του εαυτού μου, ικέτευα τους εισερχομένους και εξερχομένους να προσεύχωνται για μένα».

23. Κάποτε, ενώ καθόμαστε μαζί στην τράπεζα, ο μέγας εκείνος Ηγούμενος έγειρε στο αυτί μου το άγιό του στόμα και μου λέγει: «Θέλεις να σου δείξω θεϊκό φρόνημα μέσα σε βαθύτατο γήρας»; Αφού δε εγώ τον παρεκάλεσα γι΄αυτό, φωνάζει ο δίκαιος κάποιον από το δεύτερο τραπέζι, πού ωνομαζόταν Λαυρέντιος και είχε σαράντα οκτώ περίπου χρόνια στο Μοναστήρι -ήταν μάλιστα και ο δεύτερος κατά σειράν πρεσβύτερος στο ιερατείο της Μονής. Ήλθε λοιπόν ο Λαυρέντιος, έβαλε μετάνοια στον Ηγούμενο και εκείνος του έδωσε την ευλογία του. Αφού όμως σηκώθηκε, δεν του είπε τίποτε απολύτως, αλλά τον άφησε να ίσταται όρθιος εμπρός στο τραπέζι και χωρίς να τρώγη (ενώ ευρισκόμεθα ακόμη στην αρχή του γεύματος). Και έμεινε στην θέσι αυτή όρθιος μία ολόκληρη ώρα, ίσως και δύο, ώστε εγώ έφθασα στο σημείο να εντρέπωμαι και να ατενίσω ακόμη κατά πρόσωπον τον εργάτη αυτόν της αρετής, που ήταν ολόλευκος γέρων ογδόντα ετών. Περίμενε εκεί, χωρίς να λάβη απάντησι, μέχρι τέλους του φαγητού, οπότε, όταν εμείς σηκωθήκαμε, τον στέλνει ο Όσιος στον μέγα Ισίδωρο, που ανέφερα ενωρίτερα, να του ειπή την αρχή του τριακοστού ενάτου Ψαλμού, (δηλ.: «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι, και εισήκουσε της δεήσεώς μου»).Ύστερα από αυτό εγώ σαν πονηρότατος δεν παρέλειψα να εξετάσω και να δοκιμάσω τον γέροντα. Τον ερώτησα λοιπόν, τι σκεπτόταν όλη αυτή την ώρα, όρθιος, εμπρός στο τραπέζι. «Ουδέποτε -μου απήντησε- έβαλα στο νου μου ότι με διατάζει ο Ηγούμενος, αλλ΄ ο Θεός, διότι στο πρόσωπο του Ποιμένος ετοποθέτησα την εικόνα του Χριστού. Διά τούτο, πάτερ Ιωάννη, την ώρα εκείνη προσευχόμουν στον Θεόν, σαν να ευρισκόμουν όχι εμπρός σε τραπέζι ανθρώπων, αλλ΄ ενώπιον του θείου θυσιαστηρίου. Δεν δέχθηκα κανέναν πονηρό λογισμό εναντίον του Ποιμένος, εξ αιτίας της εμπιστοσύνης και της αγάπης πού τρέφω απέναντί του, διότι, όπως έχει λεχθή, «η αγάπη ού λογίζεται το κακόν» (Α΄ Κορινθ. ιγ΄ 5). Επί πλέον όμως, γνώριζε και τούτο, πάτερ, ότι αυτός πού θα παραδώση τον εαυτόν του αυτοπροαίρεται στις αρετής της απλότητος και της ακακίας, δεν παραχωρεί πλέον στον πονηρό «χώραν ή ώραν», για να τον βλάψη.

24. Καθώς αληθινά ήταν εκείνος ο δίκαιος ο σωτήρ και ποιμήν των λογικών προβάτων, με την χάρι του Θεού, παρόμοιον του εχάρισε ο Θεός και τον οικονόμο της Μονής, σώφρονα, περισσότερο από κάθε άλλον, και πράο όσο ελάχιστοι. Μία φορά λοιπόν για να ωφεληθούν οι υπόλοιποι αδελφοί, ο μεγάλος (Γέροντας) τον επέπληξε άδικα μέσα στο Κυριακό και διέταξε, άκαιρα, να τον βγάλουν έξω! Εγώ δε, γνωρίζοντας ότι είναι αθώος σε εκείνο πού τον κατηγορούσε ο Ποιμήν, απολογήθηκα υπέρ αυτού ιδιαιτέρως.«Το γνωρίζω και εγώ, πάτερ, ότι είναι αθώος, μου απήντησε ο σοφός. Αλλ΄ όπως είναι πράγμα οικτρό, να αρπάξης το ψωμί από το στόμα του πεινασμένου νηπίου, έτσι αδικεί και τον εαυτό του και τον εργάτη ο υπεύθυνος των ψυχών, όταν δεν του προξενή κάθε ώρα στεφάνους, όσους γνωρίζει ότι μπορεί να υπομείνη είτε με ύβρεις είτε με ατιμίες είτε με εξευτελισμούς και εμπαιγμούς. Διότι έτσι προκαλεί τρεις πολύ μεγάλες αδικίες:Πρώτον, στερείται ο ίδιος τον μισθό από την επιτίμησι.Δεύτερον, ότι ενώ μπορούσε να ωφελήση και άλλους με την αρετή εκείνου, δεν το έπραξε.Και τρίτον -το πιο σοβαρό- ότι πολλές φορές και αυτοί που φαίνονται καλοί και υπομονητικοί, όταν παραμεληθούν πολύν καιρό και ως δήθεν ενάρετοι δεν ελέγχωνται πλέον ούτε ονειδίζωνται από τον Γέροντα, υποβαθμίζονται και χάνουν την πραότητα και την υπομονή που είχαν. Διότι όσο καλό και καρποφόρο και παχύ και αν είναι το έδαφος της ψυχής, όταν του λείψη το πότισμα με το νερό της ατιμίας, τότε θα χορταριάση και θα βλαστήση αγκάθια υπερηφανείας και πορνείας και αφοβίας. Τούτο γνωρίζοντας ο μέγας εκείνος Απόστολος, έγραψε προς τον Τιμόθεο: «Επίστηθι, επενέχθητι, επίπληξον αυτοίς ευκαίρως, ακαίρως» (πρβλ. Β΄ Τιμοθ. δ΄ 2).Εγώ δε έφερνα αντιρρήσεις στον (σοφό αυτόν) οδηγό προβάλλοντας ως δικαιολογία την αδυναμία των ανθρώπων της εποχής μας και συνεπώς τον φόβο μήπως οι πολλοί,, με την άδικη επίπληξι -ακόμη ίσως και με την όχι άδικη- φθάσουν στο σημείο να αποσπασθούν από το Κοινόβιο.Μου απήντησε τότε το κατοικητήριο αυτό της σοφίας:«Η ψυχή, η οποία εδέθηκε χάριν του Χριστού με τον Ποιμένα με αγάπη και εμπιστοσύνη, υπομένει μέχρις αίματος και δεν απομακρύνεται και μάλιστα εάν τυχόν έχη ευεργετηθή από αυτόν στη θεραπεία ψυχικών της τραυμάτων. Και ενθυμείται τους λόγους εκείνου που είπε: «Ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται χωρίσαι ημάς από της αγάπης του Χριστού» (Ρωμ. η΄ 38-39). Την ψυχή όμως η οποία δεν εδέθηκε και δεν ενώθηκε σφικτά και δεν προσκολλήθηκε στον Ποιμένα, θα απορώ πολύ, εάν την ιδώ να μη συνεχίζη άσκοπα την παραμονή της στο Μοναστήρι, εφ΄όσον έχει συνδεθεί με επιφανειακή υποταγή».Και πραγματικά δεν διεψεύσθη ο μέγας αυτός Ποιμήν, αλλά και ωδήγησε και ετελειοποίησε και προσέφερε στον Χριστό καθαρά και άμωμα θύματα.

25. Ας ακούσωμε τώρα και ας θαυμάσωμε θεϊκή σοφία πού ευρέθηκε μέσα σε «οστράκινα» σώματα. Όσο καιρό ήμουν εκεί, εκαμάρωνα την πίστι και την υπομονή και την αδάμαστη καρτερία των νεωτέρων αδελφών στις επιτιμήσεις, στις περιφρονήσεις και στις διώξεις -μερικές φορές- όχι μόνο έκ μέρους του Γέροντος, αλλά και των πολύ μικροτέρων αδελφών. Και χάριν πνευματικής οικοδομής ερώτησα έναν αδελφό, που λεγόταν Αββάκυρος και είχε δεκαπέντε χρόνια στην Μονή.Τον αδελφό αυτόν έβλεπα να τον μαλώνουν όλοι σχεδόν, και μερικές φορές μάλιστα να τον διώχνουν ακόμη και από την τράπεζα οι διακονηταί, επειδή είχε έκ φύσεως το ελάττωμα να είναι ολίγο φλύαρος.Του είπα λοιπόν: «Γιατί, αδελφέ Αββάκυρε, βλέπω κάθε ημέρα να σε διώχνουν από την τράπεζα και πολλές φορές να κοιμάσαι νηστικός»; Εκείνος μου αποκρίθηκε: «Πίστεψέ με, πάτερ, ότι με δοκιμάζουν οι πατέρες μου, αν κάνω για μοναχός. Αλλά δεν το κάνουν στα αληθινά. Και εγώ γνωρίζοντας τον σκοπό του μεγάλου, (δηλαδή του Γέροντος), και των αδελφών, τα υπομένω όλα χωρίς κόπο. Και να, πού συμπλήρωσα δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια με τον λογισμό αυτόν. Έτσι άλλωστε μου είπαν από την πρώτη στιγμή πού ήλθα εδώ, ότι μέχρι τριάντα χρόνια δοκιμάζουν αυτούς που απαρνούνται τον κόσμο και εισέρχονται στην Μονή. Και δικαίως, πάτερ Ιωάννη! Διότι εάν δεν υποβληθή σε δοκιμασία ο χρυσός, δεν θεωρείται καθαρός».Αυτός λοιπόν ο γενναίος Αββάκυρος αγωνίσθηκε δύο ακόμη χρόνια -μετά την επίσκεψί μου στο Μοναστήρι-, και έτσι εξεδήμησε προς Κύριον. Και πρίν ξεψυχήση είπε προς τους πατέρας: «Ευχαριστώ, ευχαριστώ τον Κύριον και σας. Διότι με το να με πειράζετε εσείς για να με σώσετε, δεν με επείραξαν οι δαίμονες δεκαεπτά ολόκληρα έτη»!Ο ποιμήν, που πάντοτε έκρινε δίκαια, διέταξε να τον ενταφιάσουν σαν ομολογητή -του άξιζε- ανάμεσα στους προ αυτού Αγίους της Μονής.

26. Θα ζημιώσω οπωσδήποτε τους ζηλωτάς των καλών, εάν θάψω στο μνήμα της σιωπής το κατόρθωμα και άθλημα του Μακεδονίου, του πρώτου διακόνου της Μονής.Αυτός, ο ιδιαίτερα ηγαπημένος από τον Κύριον, όταν κάποτε επλησίαζε η εορτή των αγίων Θεοφανείων, παρεκάλεσε τον ποιμένα -δύο ημέρες πριν από την εορτή- να μεταβή στην Αλεξάνδρεια για κάποια του ανάγκη, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψη το γρηγορώτερο, για την Ακολουθία και ετοιμασία της εορτής.Ο μισόκαλος όμως διάβολος έφερε εμπόδιο στον αρχιδιάκονο και ωδήγησε τα πράγματα έτσι ώστε, αφού επήρε την ευλογία του Ηγουμένου και έφυγε, να μη προφθάση να επιστρέψη στην Μονή την ημέρα της αγίας εορτής, σύμφωνα με την διορία πού είχε λάβει από τον Γέροντα.Όταν λοιπόν επέστρεψε, μία ημέρα αργότερα, τον βγάζει ο Ποιμήν από την θέσι των διακόνων και τον κατεβάζει στην τάξι των τελευταίων αρχαρίων. Και ο καλός υπηρέτης και διάκονος της υπομονής και αρχιδιάκονος της καρτερίας δέχεται τον ορισμό και την απόφασι του Πατρός χωρίς την παραμικρή λύπη, σαν να επιτιμήθηκε άλλος και όχι αυτός. Και όταν συμπλήρωσε σαράντα ημέρες στην θέση αυτή, ο σοφός Γέροντας τον επανέφερε πάλι στην κανονική του σειρά. Την επομένη όμως ημέρα ο αρχιδιάκονος τον ικετεύει να τον τοποθετήση πάλι στην ίδια τιμωρία και ατιμία, διότι -έλεγε- έπεσε στην Αλεξάνδρεια σε ασυγχώρητο αμάρτημα.Ο Όσιος κατάλαβε βεβαίως ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια και ότι του το ζητούσε από ταπείνωσι, ωστόσο όμως υποχώρησε στην καλή επιθυμία του εργάτου. Έτσι έβλεπε κανείς έναν ολόλευκο και σεβάσμιο γέροντα να ευρίσκεται στην τάξι των αρχαρίων και να τους παρακαλή όλους από καρδίας να προσεύχωνται γι΄αυτόν, επειδή -όπως έλεγε- έπεσε στην πορνεία της παρακοής. Ο μέγας αυτός Μακεδόνιος εμπιστεύθηκε στην ταπεινότητά μου την αιτία για την οποία προσέτρεξε στην ταπεινωτική αυτή κατάστασι: «Ποτέ άλλοτε, μου είπε, δεν αισθάνθηκα μέσα μου, όπως τώρα, τόση ανακούφισι από πολέμους και τόση γλυκύτητα από το θεϊκό φως»!

27. Ίδιον των αγγέλων είναι το να μη πέφτουν, ίσως διότι και δεν μπορούν (πλέον) να πέσουν, όπως λέγουν ωρισμένοι. Των ανθρώπων είναι ίδιον να πέφτουν, αλλά και να σηκώνονται πάλι όταν πέσουν. Μόνο στους δαίμονας συμβαίνει, αφού μια φορά έπεσαν, να μην υπάρχη πλέον περίπτωσις να σηκωθούν.Ο οικονόμος της Μονής αυτής επήρε το θάρρος να μου διηγηθή τα επόμενα: «Όταν ήμουν νέος και είχα διακόνημα να περιποιούμαι τα ζώα, συνέβη να πέσω σε σοβαρό ψυχικό παράπτωμα. Έχοντας όμως την συνήθεια να μην αποκρύπτω ποτέ τον όφι της αμαρτίας στην φωλιά της καρδίας μου, τον άρπαξα από την ουρά και τον εφανέρωσα αμέσως στον ιατρό – λέγοντας ουρά εννοώ την έκβασι της πράξεως. Εκείνος τότε χαμογέλασε και κτυπώντας με ελαφρά στο πρόσωπο, μου λέγει: «Γύρισε πίσω, παιδί μου, συνέχισε το διακόνημά σου όπως και πρίν, και μη φοβείσαι τίποτε». Εγώ έχοντας υπερβολική πίστι στο πρόσωπό του, επείσθηκα στα λόγια του. Ύστερα από λίγες ημέρες έλαβα εσωτερική πληροφορία ότι εθεραπεύθηκα, και συνέχισα την πορεία μου με χαρά, αλλά και με τρόμο».

28. Σε κάθε είδος κτισμάτων παρατηρούνται, όπως λέγουν μερικοί, πολλές διαφορές. Και μεταξύ των αδελφών μιας συνοδίας παρατηρούνται διαφορές στην πνευματική πρόοδο και στον τρόπο της σκέψεως και διαθέσεως. Γι΄αυτόν τον λόγο, όταν ο ιατρός των ψυχών, (ο Γέροντας δηλαδή του Κοινοβίου εκείνου), διέκρινε σε μερικούς αδελφούς την τάσι να επιδεικνύωνται στους κοσμικούς επισκέπτες της Μονής, τους εξευτέλιζε εμπρός σ΄εκείνους και τους ανέθετε περιφρονητικές υπηρεσίες. Με τον τρόπο αυτόν τους έκανε, ώστε να εξαφανίζωνται άλλη φορά, όταν έρχονταν κοσμικοί επισκέπτες. Και μπορούσε να ιδή κανείς ένα πράγμα ανέλπιστο και θαυμαστό: Η κενοδοξία των μοναχών αυτών να εκδιώκη τον εαυτόν της και να τους κάνη να απομακρύνωνται από τους ανθρώπους ολοταχώς.

29. Μη θέλοντας ο Κύριος να μου στερήση την ευχή ενός οσίου μοναχού, μία εβδομάδα πρίν αναχωρήσω από το Μοναστήρι αυτό, εκάλεσε κοντά του τον δεύτερο, μετά τον Ηγούμενο, ένα θαυμάσιο άνδρα που ωνομαζόταν Μηνάς. Αυτός έζησε πενήντα εννέα έτη στο Κοινόβιο και πέρασε από όλα τα διακονήματα.Την Τρίτη λοιπόν ημέρα μετά την κοίμησί του, ενώ ετελούσαμε την καθωρισμένη Ακολουθία, ξαφνικά γεμίζει ευωδία όλος ο χώρος, όπου είχε ενταφιασθή ο Όσιος. Τότε ο μέγας, (ο Ηγούμενος δηλαδή), επέτρεψε να ξεσκεπάσωμε τον τάφο.Και μόλις ανοίξαμε, βλέπομαι να ξεχύνεται από τα ευλογημένα πέλματά του, σαν από δύο πηγές, ευωδιαστό μύρο! Λέγει τότε σ΄όλους ο διδάσκαλος: «Κοιτάτε! Να, οι ιδρώτες από τα πόδια του και τους κόπους του! Σαν μύρο προσεφέρθησαν στον Θεόν και σαν μύρο έγιναν πράγματι δεκτοί»!Και άλλα πολλά κατορθώματα του οσίου τούτου Μηνά μου διηγήθηκαν οι εκεί πατέρες. Μου είπαν και το εξής: «Κάποτε ο Γέροντας θέλησε να δοκιμάση την μεγάλη υπομονή που του είχε χαρίσει ο Θεός. Ένα βράδυ λοιπόν, όταν ανέβηκε στο ηγουμενείο και του έβαλε μετάνοια ζητώντας την καθιερωμένη ευλογία, εκείνος τον άφησε γονατιστό μέχρι την ώρα πού ξύπνησαν οι μοναχοί για τον κανόνα τους. Τότε μόνο του έδωσε την ευλογία του και του επέτρεψε να σηκωθή, αφού τον ωνόμασε υβριστικά φιλενδείκτη και ανυπόμονο! Και όλα αυτά, διότι εγνώριζε ο Όσιος ότι τα υπομένει με γενναιότητα. Γι΄αυτό και του δημιούργησε την σκηνή αυτή, ώστε όλοι να ωφεληθούν. Ο δε μαθητής του οσίου Μηνά γνωρίζοντας καλά την ζωή του διδασκάλου του, μας ανέφερε σχετικώς: «Τον εξέτασα καλά μήπως αποκοιμήθηκε στην θέσι πού είχε βάλει μετάνοια στον Ηγούμενο, και με διαβεβαίωσε ότι -γονατισμένος όπως ήταν- απήγγειλε νοερά ολόκληρο το Ψαλτήριο»!

30. Δεν θα παραλείψω να στολίσω το στεφάνι του λόγου και με τούτο το σμαράγδι: Άνοιξα μία φορά συζήτησι περί ησυχαστικής ζωής με μερικούς από τους ηρωϊκούς εκείνους γέροντες. Και αυτοί με χαμογελαστό πρόσωπο και ιλαρό ύφος μου απήντησαν: «Εμείς, πάτερ Ιωάννη, σαν υλικοί που είμαστε, κάνουμε και μία ζωή υλικώτερη. Διότι έχομε την γνώμη, πώς ανάλογος προς την αδυναμία μας, πρέπει να είναι και ο πόλεμος πού θα διεξάγωμε. Συλλογισθήκαμε, ότι είναι καλύτερο να παλεύωμε με ανθρώπους, οι οποίοι άλλοτε είναι αγριεμένοι και άλλοτε μετανοούν, παρά με τους δαίμονας, οι οποίοι πάντοτε οπλίζονται εναντίον μας γεμάτοι μανία».

31. Ένας άλλος πάλι από τους αειμνήστους εκείνους, ο οποίος έτρεφε απέναντί μου πολλήν κατά Θεόν αγάπη και οικειότητα, μου είπε κάποτε φιλικά:«Εάν πραγματικά, πάνσοφε, υπάρχει μέσα σου και ζη η ψυχή σου την ενέργεια εκείνου πού είπε «πάντα ισχύω έν τω ενδυναμούντί με Χριστώ» (Φιλιπ. δ΄ 13), εάν κατήλθε και σε σένα, όπως και στην Παρθένο, το Άγιον Πνεύμα ως δρόσος αγνείας, εάν δύναμις υπομονής του Υψίστου σε επεσκίασε (πρβλ. Λουκ. α΄ 35), τότε ζώσε σαν άνδρας, όπως ο Χριστός ο Θεός, στην μέση σου την ποδιά της υπακοής, σήκω από το δείπνο της ησυχίας, και νίψε τα πόδια των αδελφών με συντετριμμένο πνεύμα. Ή καλύτερα κυλίσου κάτω από τα πόδια μιας συνοδίας με ταπεινωμένο φρόνημα.» Τοποθέτησε αυστηρούς και άγρυπνους φρουρούς στην πύλη της καρδιάς σου. Συγκράτησε μέσα στο σώμα τον ασυγκράτητο νου πού περισπάται (από τις μέριμνες του Κοινοβίου). Εξάσκησε την «νοεράν ησυχίαν», ενώ τα μέλη του σώματος κινούνται συνεχώς (στα διάφορα διακονήματα) -πράγμα πού είναι το πιο παράδοξο απ΄όλα. Γίνε «απτόητος ψυχή» μέσα στους θορύβους (της κοινοβιακής ζωής).» Χαλίνωσε την γλώσσα σου πού ορμά με πάθος στην αντιλογία. Πάλευε ενάντια στην δέσποινα, (την κοιλία δηλαδή), «εβδομηκοντάκις επτά» κάθε ημέρα. Κάρφωσε επάνω στο ξύλο της ψυχής σου σαν σε άλλο σταυρό το αμόνι, τον νου σου δηλαδή, ούτως ώστε όταν σφυροκοπήται συνεχώς και εμπαίζεται και υβρίζεται και χλευάζεται, να μη βλάπτεται καθόλου, αλλά να παραμένη τελείως καθαρός, άθικτος και αλύγιστος. Ξεντύσου το ιδικό σου θέλημα σαν ρούχο εντροπής και γυμνός προχώρει στο στάδιο του μοναχικού αγώνος –πράγμα πού σπάνια συναντάται. Φόρεσε τον θώρακα της πίστεως προς τον αγωνοθέτη, (τον Γέροντα), θώρακα πού δεν καταστρέφεται και δεν πληγώνεται από την απιστία και την αμφιβολία.» Περιόρισε με το χαλινάρι της αγνότητος την αφή που πηδά εμπρός σου ασυγκράτητη. Χαλίνωσε τους οφθαλμούς πού θέλουν κάθε στιγμή να περιεργάζωνται το παράστημα και το κάλλος των σωμάτων, με την σκέψι του θανάτου. Φίμωσε και κλείσε στην μέριμνα του εαυτού του τον περίεργο νου και εμπόδισέ τον από το να θέλη να κατακρίνη ως αμελή τον αδελφό, και δείχνε χωρίς να το δείχνης κάθε αγάπη και συμπάθεια προς τον πλησίον σου.» Τότε, φίλτατε πάτερ, θα καταλάβουν όλοι ότι είμαστε αληθινοί μαθηταί του Χριστού, όταν μέσα στην συνοδία έχωμε μεταξύ μας αγάπη (πρβλ. Ιωάν. ιγ΄ 35).» Έλα, έλα, μου έλεγε πάλι ο καλός φίλος. Έλα να συγκατοικήσης μαζί μας. Πίνε κάθε στιγμή τον χλευασμο σαν τρεχούμενο και δροσερό νερό. Άλλωστε και ο Δαβίδ, αφού περιεργάσθηκε όλα τα τερπνά πού υπάρχουν κάτω από τον ουρανό, έλεγε με θαυμασμό: «Ποιο είναι ωραιότερο και τερπνότερο; Κανένα άλλο παρά το να συγκατοικούν αδελφοί μαζί!» (πρβλ. Ψαλμ. ρλβ΄ 1). Εάν όμως δεν αξιωθήκαμε ακόμη να αποκτήσωμε το αγαθό μιας τέτοιας υπομονής και υπακοής, τότε θα είναι καλύτερα, συναισθανόμενοι την αδυναμία μας, να ασκητεύωμε μόνοι μας, μακρυά από το αθλητικό στάδιο (του Κοινοβίου). Να μακαρίζωμε δε αυτούς πού αγωνίζονται σ΄αυτό αθλητικά και να τους ευχώμεθα καλή υπομονή».Τα λόγια του καλού πατρός και εξαιρετικού διδασκάλου που επάλαιψε μαζί μου με τρόπο ευαγγελικό και προφητικό, ή καλύτερα φιλικό, με ενίκησαν. Γι΄αυτό και χωρίς καμμία αμφιβολία απεφάσισα να δώσω τα πρωτεία στην μακαρία υπακοή.

32. Ενθυμήθηκα και μία άλλη αξιόλογη αρετή των μακαρίων αυτών μοναχών, και αφού σας την παραθέσω, θα τελειώσω τον περίπατο μέσα στο όμοιο με παραδεισένιο κήπο Κοινόβιό τους, για να σας παρουσιάσω έν συνεχεία τα ιδικά μου λόγια, τα χωρίς κάλλος, τα ανωφελή και ακανθώδη.Συνέβη πολλές φορές να διακρίνη ο Ποιμήν μερικούς αδελφούς που συζητούσαν μεταξύ τους την ώρα της Ακολουθίας. Και τους επέβαλε, μολονότι ήσαν κληρικοί -συγκεκριμένα Ιερείς- να ίστανται έξω από την Εκκλησία μία εβδομάδα και να βάζουν μετάνοια σε όλους όσους εισέρχονταν και εξέρχονταν.Άλλη φορά βλέπω έναν από τους αδελφούς να παρακολουθή την ψαλμωδία με πραγματική συναίσθηση περισσότερη από κάθε άλλον. Μάλιστα στην αρχή των Ακολουθιών έδειχνε από τις κινήσεις και το ύφος του προσώπου του ότι συζητούσε με κάποιον. Εζήτησα λοιπόν από τον μακάριο να μου εξηγήση αυτή του την στάσι. Και εκείνος που δεν συνήθιζε να αποκρύπτη κάτι πού θα ωφελούσε, μου απήντησε: «Έχω την συνήθεια, πάτερ Ιωάννη, να συμμαζεύω στην αρχή της Ακολουθίας τους λογισμούς, τον νου και όλο τον ψυχικό μου κόσμο. Και μόλις τους συγκαλέσω, τους φωνάζω: «Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν Χριστώ τώ βασιλεί και Θεώ ημών».Παρηκολούθησα και τον μάγειρο και ιδού τι τον συνέλαβα να κάνη: Είχε ένα «πτυχίον», (ένα σημειωματάριο δηλαδή), κρεμασμένο στην ζώνη του για να σημειώνη -έτσι μου εξήγησε- καθημερινά τους λογισμούς του και να τους ανακοινώνη όλους στον Γέροντα! Και αυτό όχι μόνο τον μάγειρο, αλλά και πολλούς άλλους αδελφούς της Μονής είδα να το κάνουν. Και αυτή η τακτική ήταν εντολή του μεγάλου, (του Ηγουμένου), όπως άκουσα.

33. Κάποτε ο Ηγούμενος έδιωξε έναν αδελφό, ο οποίος του κατηγόρησε κάποιον άλλον ως φλύαρο και πολυλογά. Αυτός τότε περίμενε καρτερικά στην πύλη της Μονής επτά ημέρες, παρακαλώντας θερμά να συγχωρηθή και να γίνη πάλι δεκτός. Μόλις το έμαθε αυτό ο φιλόψυχος εκείνος Ηγούμενος, εξέτασε καλά και όταν άκουσε ότι δεν είχε φάγει τίποτε στις ημέρες πού πέρασαν, του εδήλωσε ότι, αν ήθελε οπωσδήποτε να παραμείνη στην Μονή, θα τον κατέτασσε στην τάξι των μετανοούντων. Ο μετανοημένος αδελφός το δέχθηκε με ευχαρίστησι. Τότε ο Ποιμήν διέταξε να τον οδηγήσουν στο ιδιαίτερο Μοναστήρι, όπου έμεναν όσοι πενθούσαν για διάφορες πτώσεις τους. Αυτό και έγινε. Και τώρα, αφού ενθυμήθηκα το Μοναστήρι αυτό των μετανοούντων, ας πούμε ολίγα και γι΄αυτό.Σε απόστασι ενός «σημείου», (δηλαδή ενάμισυ χιλιομέτρου), από την μεγάλη Μονή ευρισκόταν ο απαράκλητος εκείνος τόπος πού ωνομαζόταν Φυλακή. Εκεί δεν υπήρχε ποτέ περίπτωσις να ιδής καπνό ή κρασί ή λάδι στο φαγητό ή τίποτε άλλο, εκτός από ψωμί και μερικά χόρτα.Στην Φυλακή αυτή έκλεινε ο Ηγούμενος χωρίς δικαίωμα εξόδου, όσους μετά την κουρά τους έπεφταν σε μεγάλα αμαρτήματα. Δεν τους έκλεινε στο ίδιο δωμάτιο, αλλά χωριστά τον καθένα ή το πολύ ανά δύο. Και τους άφινε εκεί, μέχρις ότου θα τον πληροφορούσε ο Κύριος για τον καθένα. Τους είχε ορίσει και έναν εξαίρετο υπεύθυνο -«τοποποιόν»- ονόματι Ισαάκ, ο οποίος τους υποχρέωνε σε αδιάλειπτο σχεδόν προσευχή, και τους διέθετε μεγάλη ποσότητα θαλλών (κλάδων φοινίκων), για να πλέκουν και να αποδιώκουν την ακηδία.Αυτός ήταν σε γενικές γραμμές ο τρόπος της ζωής, η κατάστασις και η πολιτεία «αυτών πού επιζητούσαν πραγματικά να αντικρύσουν το πρόσωπον του Θεού Ιακώβ» (Ψαλμ. κγ΄ 6).34. Το να θαυμάζη κανείς τους κόπους των Αγίων είναι καλό. Το να ζηλεύη να τους μιμηθή είναι σωτήριο. Αλλά το να θέλη διά μιάς να τους μιμηθή είναι παράλογο και ακατόρθωτο.

35. Όταν μας δαγκώνουν οι έλεγχοι και οι επιπλήξεις των άλλων, ας ενθυμούμεθα τα αμαρτήματά μας. Μέχρις ότου ο Κύριος, πού βλέπει την αγωνιστικότητα των βιαστών του, σβήση τα αμαρτήματά μας και μεταβάλη σε χαρά την οδύνη της καρδιάς μας. Διότι όπως λέγει και ο Ψαλμωδός: «Όσο μεγάλες ήταν οι οδύνες στην καρδιά μου, τόσο δυνατές υπήρξαν και οι παρηγορίες σου, οι οποίες στην κατάλληλη ώρα εύφραναν την ψυχή μου» (Ψαλμ. 93, 19).36. Ας μη λησμονούμε εκείνον πού έλεγε προς τον Κύριον: «Πόσες θλίψεις μου έδειξες! Θλίψεις πολλές και κακές! Δεν με εγκατέλειψες όμως, αλλά με επεσκέφθηκες με στοργή και με εζωογόνησες και με ανύψωσες και πάλι μετά την πτώσι μου από τα βάθη της γης όπου είχα πέσει» (Ψαλμ. ο΄ 20).37. Μακάριος όποιος, ενώ κάθε ημέρα κακολογείται και εξουθενείται για την αγάπη του Κυρίου, βιάζει τον εαυτό του και υπομένει. Μαζί με τους Μάρτυρες αυτός θα χορεύση και μεταξύ των Αγγέλων θα παρουσιασθή με παρρησία.Μακάριος ο μοναχός, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του κάθε ώρα άξιο για κάθε ατιμία και κάθε εξουδένωσι.Μακάριος εκείνος που ενέκρωσε τελείως το θέλημά του και παρέδωσε την φροντίδα της ψυχής τους στον εν Κυρίω οδηγό και διδάσκαλό του. Αυτός θα σταθή στα δεξιά του Σταυρωθέντος.

38. Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε την σωτηρία του. Ενώ εκείνος πού τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχη την άφεσι των πταισμάτων του.

39. Δείχνε νοερώς ενώπιον του Θεού την ειλικρινή πίστι και αγάπη πού τρέφεις προς τον πνευματικό σου Πατέρα και ο Θεός με μυστικό τρόπο θα τον πληροφορήση, ώστε και εκείνος να τρέφη απέναντί σου ανάλογη εύνοια και οικειότητα.Όποιος φανερώνει (στον Γέροντά του) τον όφι πού κρύπτεται μέσα του, αποδεικνύει ότι έχει δυνατή και αληθινή πίστι (προς αυτόν). Όποιος όμως τον αποκρύπτει, αυτός περιπλανάται ακόμη σε δύσβατα μέρη.

40. Εάν κάποιος επιθυμή να διαπιστώση την πραγματική φιλαδελφία και αγάπη πού έχει, ας το βεβαιωθή με το εξής: Να παρατηρήση εάν πενθή για τα σφάλματα του αδελφού του και εάν αγάλλεται για την πρόοδο και τα χαρίσματά του.

41. Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλη την γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζη ότι νοσεί από την νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια). Και εάν μέν αυτό γίνεται στις συζητήσεις με ίσους, ίσως να θεραπευθή κάποτε με την επίπληξι των μεγαλυτέρων. Εάν όμως με μεγαλυτέρους ή πιο σοφούς, τότε το πάθος του είναι ανθρωπίνως αθεράπευτο.

42. Αυτός που δεν υποχωρεί στα λόγια, είναι φανερό πώς δεν υποχωρεί και στα έργα. Διότι «ο έν ολίγω άπιστος, και έν πολλώ άπιστος έστι» (Λουκ. ις΄ 10) και ανένδοτος και μάταια κοπιάζει και από την ευλογημένη υποταγή τίποτε δεν κερδίζει, παρά μόνο ενοχή.

43. Αυτός που απέκτησε τελείως καθαρά συνείδησι στο θέμα της υποταγής στον Γέροντα, δεν φοβείται τον θάνατο, αλλά τον περιμένει κάθε ημέρα σαν ύπνο ή καλύτερα σαν ζωή. Και τούτο, επειδή είναι βέβαιος ότι κατά την ώρα εκείνη του θανάτου όχι αυτός, αλλ΄ ο Γέροντάς του θα δώση λόγο για τα έργα του.

44. Εάν κάποιος αναλάβη έν Κυρίω χωρίς πίεσι έκ μέρους του Ηγουμένου κάποια υπηρεσία και επάνω στην εκτέλεσί της υποστή κάποια ανέλπιστη πτώσι, ας μην αποδίδη την αιτία σ΄αυτόν πού έδωσε το όπλο, αλλά σ΄αυτόν πού το έλαβε. Διότι ενώ επήρε το όπλο για να κτυπήση τον εχθρό, αυτός το έστρεψε κατά της καρδίας του. Αν όμως εδέχθηκε την υπηρεσία για την αγάπη του Κυρίου με πίεσι του Γέροντος, και αν είχε αναφέρει από πρίν στον Γέροντα την αδυναμία του, ας έχη θάρρος, διότι και αν έπεσε, δεν απέθανε.

45. Μου διάφυγε, αγαπητοί, να σας παραθέσω και τούτο το γλυκό ψωμί της αρετής: Είδα σ΄εκείνο το Κοινόβιο υποτακτικούς, οι οποίοι με τρόπο θεάρεστο επαίδευαν οι ίδιοι τον εαυτό τους με ύβρεις και εξευτελισμούς. Έτσι ήταν προετοιμασμένοι να υπομένουν τις ύβρεις, πού τους έρχονταν απ΄έξω, έφ΄όσον συνήθισαν να μη ταράζωνται από τους εξευτελισμούς.

46. Την ψυχή που συνηθίζει να εξομολογήται, η σκέψις της εξομολογήσεως την συγκρατεί σαν χαλινάρι και δεν την αφίνει να αμαρτήση. Αντιθέτως τις αμαρτίες πού δεν σκέπτεται κανείς να τις εξομολογηθή, συνεχώς σαν σε σκοτάδι τις διαπράττει άφοβα.

47. Όταν, στην απουσία του Γέροντος, τον φανταζώμεθα σαν να παρευρίσκεται ανάμεσά μας, και αποφεύγωμε κάθε συζήτησι ή λόγο ή φαγητό ή ύπνο ή ό,τι δήποτε άλλο από εκείνα πού γνωρίζομε ότι τον δυσαρεστούν, τότε εξασκούμε αληθινά ανόθευτη υπακοή. Οι νόθοι μαθηταί χαίρονται για την απουσία του διδασκάλου, ενώ οι γνήσιοι την θεωρούν ζημία τους.

48. Ερώτησα κάποτε έναν από τους καλύτερους μοναχούς, παρακαλώντας τον να μου εξηγήση πώς η υπακοή κρύβει μέσα της την ταπείνωση. Και εκείνος μου απήντησε: «Ο ευγνώμων υποτακτικός και αν ακόμη αναστήση νεκρούς και αν αποκτήση το χάρισμα των δακρύων ή την απαλλαγή από τους πολέμους (των παθών), οπωσδήποτε συλλογίζεται ότι αυτά τα κατόρθωσε η ευχή του Πνευματικού του Πατρός. Και έτσι ο ίδιος παραμένει ξένος από την ματαία οίησι. Διότι πώς θα μπορέση να υπερηφανευθή για εκείνο πού -όπως λέγει- το επέτυχε με την βοήθεια του Πατρός του και όχι με την ιδική του αξία και προσπάθεια»;

49. Ο ησυχαστής που ασκείται μόνος του δεν μπορεί να τα εφαρμόση αυτά. Η δε οίησις ασκεί δικαιώματα επάνω του, και του υποβάλλει τον λογισμό, ότι με την ιδική του αξία και προσπάθεια επέτυχε τα κατορθώματά του. Ενώ ο υποτακτικός νικά και εξουδετερώνει τους δύο δόλους των δαιμόνων [3] και μένει για πάντα δούλος και υπήκοος του Χριστού.

50. Αγωνίζεται σαν πυγμάχος ο δαίμων εναντίον των υποτακτικών και προσπαθεί, άλλοτε να τους ρίχνη σε σαρκικούς μολυσμούς και να τους σκληρύνη την καρδία, άλλοτε σε ξαφνική οργή και ταραχή, σε πνευματική ξηρότητα και ακαρπία, στην λαιμαργία και στην οκνηρία για προσευχή, άλλοτε στον ύπνο και στον σκοτισμό του νου. Και όλα αυτά, για να τους απομακρύνη από την άθλησι της υπακοής, με την ιδέα ότι τίποτε δεν ωφελήθηκαν από αυτήν, αλλά και ότι έμειναν πίσω στα πνευματικά. Και δεν τους αφίνει να εννοήσουν ότι πολλές φορές επιτρέπει σκόπιμα ο Θεός να απομακρυνθούν οι αρετές που νομίζομε ότι έχομε, για να δημιουργηθή μέσα μας βαθύτατη ταπεινοφροσύνη.

51. Αποκρούσθηκε πολλές φορές με την υπομονή η απάτη του προηγουμένου δαίμονος. Κατόπιν «έτι τούτου λαλούντος, ήλθεν έτερος άγγελος» (Ιώβ α΄ 16-18), ήλθε δηλαδή άλλος κακός δαίμων, ο οποίος προσπαθεί να μας εξαπατήση με διαφορετικό τρόπο. (Για τον τρόπο αυτό γίνεται λόγος ευθύς στην συνέχεια).

52. Συνήντησα υποτακτικούς οι οποίοι με την ευχή και σκέπη του Γέροντός των έγιναν ευκατάνυκτοι, γλυκομίλητοι, εγκρατείς, με αγωνιστικό ζήλο, απολέμητοι (από τα πάθη), με πνευματική θερμότητα… Σ΄αυτούς λοιπόν κατέφθασαν οι δαίμονες και τους έσπειραν μυστικά τον λογισμό, ότι είναι ικανοί και άξιοι τώρα για το ανώτερο βραβείο της ησυχαστικής ζωής, η οποία θα τους οδηγήση στην απάθεια. Και έτσι εξαπατήθηκαν και από το λιμάνι ανοίχθηκαν στο πέλαγος. Εκεί όμως τους έπιασε η τρικυμία και, μη έχοντας κυβερνήτη, εκινδύνευσαν να πνιγούν στην αλμυρή και ακάθαρτη θάλασσα (των παθών).

53. Χρειάζεται μερικές φορές να θολώση και να αναταραχθή και να εξαγριωθή η θάλασσα (της ψυχής), για να εκβρασθούν πάλι στην ξηρά ο βούρκος και η σαπρία και τα χορτάρια, πού οι ποταμοί των παθών κατέβασαν μέσα της. Εάν παρατηρήσωμε, θα ιδούμε ότι μετά από την αναταραχή αυτής της θαλάσσης επικρατεί βαθειά γαλήνη.

54. Αυτός πού άλλοτε υπακούει και άλλοτε παρακούει στον πνευματικό του Πατέρα ομοιάζει με άνθρωπο πού βάζει στους οφθαλμούς του άλλοτε κολλύριο και άλλοτε ασβέστη. (Ποίον το όφελος;). Διότι «εάν ένας κτίζη -όπως λέγει η Γραφή- και ένας γκρεμίζη, τι καλό προκύπτει παρά μόνο κόπος»; (Σοφ. Σειρ. λδ΄ 23).55. Μην απατάσαι, ώ υιέ και υπήκοε του Κυρίου, από το πνεύμα της οιήσεως και παρουσιάζεις τα αμαρτήματά σου σαν να τα έπραξε άλλο πρόσωπο και όχι εσύ. Διότι είναι αδύνατο να απαλλαγή κανείς από την αισχύνη χωρίς να αισθανθή αισχύνη. Συνηθίζουν πολλές φορές οι δαίμονες να μας καταφέρνουν ή να μην εξομολογούμεθα ή να παρουσιάζωμε τις αμαρτίες μας σαν να τις διέπραξε κάποιος άλλος ή να επιρρίπτωμε σε άλλους την αιτία.

56. Ξεγύμνωσε, ξεγύμνωσε το τραύμα σου στον ιατρό. Μη εντραπής, αλλά λέγε: «Ιδικό μου, πάτερ, είναι το τραύμα, ιδική μου η πληγή! Η ιδική μου ραθυμία το προξένησε και όχι κάτι άλλο. Κανείς άλλος δεν είναι αίτιος της αμαρτίας μου, ούτε άνθρωπος ούτε διάβολος ούτε σώμα ούτε άλλο τίποτε, παρά μόνο η αμέλειά μου». Την ώρα πού εξομολογείσαι να είσαι και στην συμπεριφορά και στην όψι και στον λογισμό σκυφτός σαν κατάδικος, και αν μπορής βρέχε με δάκρυα τα πόδια του πνευματικού ιατρού και δικαστού σαν να είναι του Χριστού.

57. Εάν όλα εξαρτώνται από την συνήθεια, τότε οπωσδήποτε και τα καλά. Και η καλή συνήθεια έχει περισσότερη δύναμι, διότι δέχεται την ισχυρή συμπαράσταση του Θεού. Δεν θα κοπιάσης, υιέ μου, πολλά έτη για να αντικρύσης μέσα σου την μακαρία ανάπαυσι, εάν από την αρχή παραδώσης ολόψυχα τον εαυτό σου στις ατιμίες.

58. Μη το θεωρήσεις ανάξιο να εξομολογηθής τις αμαρτίες σου στον βοηθό σου, (στον Γέροντά σου δηλαδή), με ταπείνωσι και συντριβή ωσάν στον ίδιο τον Θεόν. Εγώ συνήντησα καταδίκους οι οποίοι με την αξιολύπητη και δακρυσμένη όψι τους και με τις απελπισμένες κραυγές και ικεσίες τους εμαλάκωσαν την αυστηρότητα του δικαστού και μετέτρεψαν την οργή του σε καλωσύνη και ευσπλαγχνία. Γι΄αυτόν τον λόγο και ο Ιωάννης ο Πρόδρομος από εκείνους που τον επλησίαζαν επιζητούσε πρίν από το βάπτισμα την εξομολόγησι, όχι διότι ο ίδιος την χρειαζόταν, αλλά διότι επεδίωκε την σωτηρία τους.

59. Ας μην εκπλαγούμε διότι μας πολεμούν (οι πονηροί λογισμοί που εξωμολογηθήκαμε) και μετά την εξομολόγησι. Είναι προτιμότερο να παλεύουμε με τους λογισμούς παρά με την οίησι.

60. Ας μη σε ελκύουν και ενθουσιάζουν και συνεπαίρνουν οι διηγήσεις για τους ησυχαστάς και αναχωρητάς. Διότι εσύ βαδίζεις στην στρατιωτική πορεία του Πρωτομάρτυρος, (του Χριστού δηλαδή πού «εγένετο υπήκοος μέχρι θανάτου»).

61. Και όταν ακόμη πέσης, μην εγκαταλείπης τον στίβο (του Κοινοβίου), αφού τότε ιδιαιτέρως έχεις μεγαλύτερη ανάγκη από ιατρό. Εκείνος πού ενώ έχει συμπαράστασι εσκόνταψε στις πέτρες, χωρίς συμπαράστασι όχι μόνο θα εσκόνταφτε αλλά και θα εθανατώνετο.

62. Μόλις νικηθούμε από κάποιον πειρασμό στο Κοινόβιο, καταφθάνουν αμέσως οι δαίμονες και αρπάζοντας την εύλογη ή καλύτερα παράλογη αυτή αφορμή μας προτρέπουν (να εγκαταλείψωμε την σύγχυσι της κοινοβιακής ζωής) και να ακολουθήσωμε την ησυχαστική ζωή. Και αυτό, για να προσθέσουν οι εχθροί μας μία πληγή ακόμη στην ήττα μας.

63. Όταν ο ιατρός προβάλη αδυναμία να μας θεραπεύση, τότε είναι ανάγκη να αναζητήσωμε άλλον, διότι σπάνια θεραπεύεται κανείς χωρίς την βοήθεια του ιατρού.

64. Εκείνο το πλοίο πού με έμπειρο κυβερνήτη συνήντησε ναυάγιο, χωρίς κυβερνήτη οπωσδήποτε θα εχάνετο. Σ΄αυτό ποιος άραγε θα διανοηθή να φέρη αντιρρήσεις;

65. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις. Από την ταπείνωσι η απάθεια, αφού, όπως λέγει και ο Ψαλμωδός, «έν τη ταπεινώσει ημών εμνήσθη ημών ο Κύρος και ελυτρώσατο ημάς έκ των εχθρών ημών» (Ψαλμ. ρλε΄ 23-24). Συνεπώς τίποτε δεν εμποδίζει να ειπούμε ότι από την υπακοή γεννάται η απάθεια, η οποία απάθεια προξενεί την τελεία ταπείνωσι. Όπως από τον Μωϋσή αρχίζει ο Νόμος, έτσι από την ταπείνωσι αρχίζει να δημιουργήται η απάθεια. Και όπως η Θεοτόκος Μαρία, η θυγατέρα της συναγωγής, ετελειοποίησε την συναγωγή, έτσι και η απάθεια, η θυγατέρα της ταπεινώσεως, ετελειοποίησε την ταπείνωσι.

66. Αξίζουν κάθε τιμωρία από τον Θεόν οι άρρωστοι πού εγνώρισαν την ικανότητα του ιατρού και ωφελήθηκαν από αυτόν, και έπειτα, πρίν τελειώση η θεραπεία, τον εγκατέλειψαν και εδιάλεξαν άλλον.

67. Μη φεύγης από τα χέρια εκείνου πού σε προσέφερε στον Κύριον. Και σε ολόκληρη την ζωή σου κανέναν άλλο να μη σεβασθής όπως αυτόν.

68. Ένας στρατιώτης χωρίς πολεμική πείρα, είναι επικίνδυνο να ξεχωρίση από την στρατιωτική παράταξι και να πολεμή μόνος του τον εχθρό. Και είναι επίσης επικίνδυνο, ένας μοναχός χωρίς πολλή πείρα και άσκησι στον πόλεμο εναντίον των παθών, να προχωρήση στην ησυχαστική ζωή. Στις περιπτώσεις αυτές ο μέν στρατιώτης κινδυνεύει από σωματικό θάνατο, ο δε μοναχός από ψυχικό. Όπως λέγει η Γραφή, «αγαθοί οι δύο υπέρ τον ένα» (Εκκλ. δ΄ 9). Είναι δηλαδή καλύτερο να ασκούν την ησυχαστική ζωή δύο -υποτακτικός και Γέροντας- και με την χάρι και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να καταπολεμούν τις «προλήψεις».

69. Όποιος αποστερεί τον τυφλό από τον χειραγωγό του, το ποίμνιο από τον ποιμένα του, τον περιπλανώμενο από τον οδηγό του, το νήπιο από τον πατέρα του, τον άρρωστο από τον ιατρό του, το πλοίο από τον κυβερνήτη του, προξενεί και στους δύο κινδύνους. Και όποιος επιχειρήση να παλαίψη αβοήθητος με τα πονηρά πνεύματα, οπωσδήποτε θα θανατωθή.

70. Όσοι πηγαίνουν για πρώτη φορά στο ιατρείο, ας ενθυμούνται και ας σημειώνουν τους πόνους, και όσοι στην ζωή της υπακοής, την ταπείνωσι πού είχαν. Στους πρώτους η ελάττωσις των πόνων θα είναι, όσο καμμία άλλη, η βεβαία απόδειξις ότι βελτιώθηκε η υγεία τους, και στους δευτέρους η αύξησις της αυτομεμψίας.

71. Η συνείδησίς σου ας είναι ο καθρέπτης της υπακοής σου, και αυτό είναι αρκετό.

72. Όποιος ασκεί ησυχαστική ζωή, αυτός και ο Γέροντάς του, έχει ως αντιπάλους μόνο τους δαίμονες. Όποιος ασκείται στο Κοινόβιο παλεύει και με δαίμονες και με ανθρώπους. Ο πρώτος παρατηρώντας συνεχώς τον διδάσκαλό του, τηρεί με περισσότερη ακρίβεια τις εντολές του. Ο δεύτερος πολλές φορές τις παραβιάζει κάπως με την απουσία του Ηγουμένου. Εκείνοι όμως οι κοινοβιάτες οι οποίοι θα δείξουν ζήλο και καρτερία, με την υπομονητική αντιμετώπισι των προσκομμάτων, θα αναπληρώσουν με το παραπάνω την έλλειψι και θα κερδήσουν διπλούς στεφάνους.

73. Ας προφυλάττωμε τον εαυτό μας με κάθε προσοχή και επαγρύπνησι. Διότι το λιμάνι πού είναι γεμάτο με πλοία, συνήθως τά συντρίβει με ευκολία, και μάλιστα εάν έχουν κρυφές φθορές από το σαράκι του θυμού.

74. Εμπρός στον Γέροντα ας δείχνουμε τελεία σιωπή και άγνοια. Ο σιωπηλός άνδρας είναι υιός της φιλοσοφίας, πού πάντοτε (με την σιωπή) αυξάνει τις γνώσεις του. Είδα υποτακτικό πού άρπαξε την ομιλία από το στόμα του Γέροντος και απελπίσθηκα για την υποταγή του, βλέποντας ότι αποκτά από αυτήν υπερηφάνεια και όχι ταπείνωσι.

75. Με όλη μας την προσοχή ας σταθούμε άγρυπνοι και προσεκτικοί για να διακρίνωμε το πότε και πώς πρέπει να προτιμάται το διακόνημα από την προσευχή, διότι αυτό δεν επιτρέπεται να γίνεται πάντοτε. «Πρόσεχε σεαυτώ» (Δευτ. ιε΄ 9), όταν ευρίσκεσαι με άλλους αδελφούς και μη βιάζεσαι να φανής σε κανένα πράγμα δικαιότερος και καλύτερος από αυτούς. Διότι έτσι διαπράττεις δύο κακά: Εκείνους τους προσβάλλεις με τον ψεύτικο και επιφανειακό ζήλο σου, και στον εαυτό σου δημιουργείς οπωσδήποτε υψηλοφροσύνη.

76. Εργάζου με ζήλο στο εσωτερικό της ψυχής σου, χωρίς να το δείχνης καθόλου εξωτερικά, ούτε με το ύφος και τις κινήσεις ούτε με λόγο ούτε με κάποια νύξι. Και τούτο βεβαίως, εφ΄όσον έχεις παύσει να εξουδενώνης τον πλησίον σου. Εάν όμως είσαι επιρρεπής σ΄αυτό, τότε γίνε όμοιος με τους αδελφούς σου (χωρίς δηλαδή ιδιαίτερη εσωτερική εργασία), και όχι ανόμοιος με την οίηση (πού σου προξενεί η εσωτερική σου εργασία).

77. Είδα έναν απρόκοφτο μαθητή που εκαυχάτο εμπρός σε άλλους για τα κατορθώματα του διδασκάλου του. Ενόμιζε ότι θα δοξαζόταν με το σιτάρι, (τον πνευματικό πλούτο δηλαδή), του Γέροντός του. Αλλά μάλλον απεδοκιμάσθη, διότι όλοι του είπαν: «Και πώς ένα τόσο καλό δένδρο έβγαλε άκαρπο κλωνάρι»;

78. Δεν αποδεικνυόμαστε υπομονητικοί, όταν υποφέρωμε γενναία τους εξευτελισμούς του Γέροντος, αλλάόχι όταν μας καταφρονή και μας υβρίζη ο οιοσδήποτε άνθρωπος. Διότι τον πνευματικό μας πατέρα τον υπομένομε και από σεβασμό και από υποχρέωσι.

79. Πίνε πρόθυμα τον εξευτελισμό από κάθε άνθρωπο σαν να είναι «ύδωρ ζωής». Να νομίζης ότι θέλει να σε ποτίση με φάρμακο καθαρτικό της λαγνείας. Διότι τότε θα προβάλη στην ψυχή σου αγνότης αναφαίρετη και το φως του Θεού δεν θα λείψη από την καρδιά σου.

80. Αν κανείς βλέπη αναπαυμένους έκ μέρους του τους αδελφούς του Κοινοβίου, ας μη καυχάται με τον λογισμό του, διότι οι κλέπτες ευρίσκονται γύρω του.

81. Μνημόνευε συνεχώς τον λόγο του Κυρίου: «Όταν πάντα ποιήσητε τα προστεταγμένα, λέγετε ότι αχρείοι δουλοί έσμεν, ό οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν» (Λουκ. ιζ΄ 10). Την αξία δε των κόπων μας κατά την ώρα του θανάτου θα την καταλάβωμε.

82. Το Κοινόβιο είναι επίγειος ουρανός. Γι΄αυτό ας κάνουμε την καρδιά μας να αισθάνεται όπως οι άγγελοι που υπηρετούν τον Κύριον.Όσοι ευρίσκονται μέσα στον ουρανό αυτόν, άλλοτε μέν αισθάνονται σκληρή σαν πέτρα την καρδιά τους και άλλοτε πάλι παρηγορούνται με την κατάνυξι. Έτσι και την οίησι αποφεύγουν και από τους κόπους των παρηγορούνται με την χάρι των δακρύων.

83. Ολίγη φωτιά έχει την δύναμι να μαλακώση πολύ κερί. Και πολλές φορές μία μικρή ατιμία πού γευθήκαμε, όλη την αγριότητα της καρδιάς και την αναισθησία και την πώρωσι αμέσως την κατεπράϋνε και την κατεγλύκανε και την εξαφάνισε.

84. Αντελήφθηκα κάποτε δύο μοναχούς, πού κάθονταν και παρατηρούσαν κρυφά και άκουγαν τους στεναγμούς και τους κόπους των αγωνιστών. Αλλά ο μέν ένας το έκανε για να μιμηθή τον ζήλο τους, ο δε άλλος για να τα αποκαλύψη ειρωνικά και εμπαικτικά, όταν θα εδίδετο ευκαιρία, και έτσι να ανακόψη τον εργάτη του Θεού από τον καλόν αγώνα του.

85. Μην ασκής την «άλογον σιωπήν» και δημιουργής έτσι ταραχή και πικρία στους άλλους. Ούτε να είσαι νωθρός στους τρόπους και στο βάδισμά σου, την στιγμή πού σε προστάζουν να δείξης προθυμία και ενεργητικότητα. Διότι έτσι καταντάς χειρότερος από τους μανιακούς και τους ταραχοποιούς.

86. Όπως λέγει και ο Ιώβ, είδα τέτοια φαινόμενα πολλές φορές (πρβλ. Ιώβ ιγ΄1): Ψυχές δηλαδή πού διακρίνονταν για φυσική νωθρότητα ή ακόμη και για φυσική «σβελτάδα», οι οποίες επαινέθηκαν ως δήθεν ειρηνικές ή δραστήριες και αμέσως συγκινήθηκαν και υπερηφανεύθηκαν. Βλέποντας αυτό εθαύμασα για τις πολυποίκιλες μορφές της κακίας!

87. Όποιος ζή σε Κοινόβιο δεν ωφελείται τόσο από την ψαλμωδία, όσο από την (εσωτερική) προσευχή. Διότι οι φωνές των ψαλτών δημιουργούν σύγχυσι και εμποδίζουν την κατανόησι των ύμνων.

88. Πάλευε συνεχώς να συγκεντρώνης τον νου σου πού σκορπίζεται σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δεν ζητεί από τους υποτακτικούς του Κοινοβίου (όπως από τους ησυχαστάς) προσευχή αρρέμβαστη. Γι΄αυτό να μην αθυμής, επειδή κλέπτεται ο νους σου. Αντίθετα να ευθυμής πού πάντοτε τον επαναφέρεις. Άλλωστε μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το «άσυλον», το να μην κλέπτεται δηλαδή ο νους των.

89. Όποιος είναι αποφασισμένος εσωτερικά να μην φύγη από το στάδιο της πάλης μέχρι τελευταίας αναπνοής, ύστερα και από χίλιους ακόμη σωματικούς και ψυχικούς θανάτους, αυτός δεν θα πέση εύκολα σε κάτι τέτοιο, (στο να εγκαταλείψη δηλαδή το Μοναστήρι του). Εκείνο πού συνήθως δημιουργεί τα σκάνδαλα και τις συμφορές αυτές είναι ο εσωτερικός δισταγμός της καρδιάς και η έλλειψις εμπιστοσύνης προς τον τόπο όπου ευρίσκεται.

90. Εκείνοι πού αλλάζουν εύκολα Μοναστήρι είναι τελείως απρόκοφτοι. Διότι τίποτε δεν συντελεί τόσο στην ακαρπία, όσο η έλλειψις υπομονής.

91. Εάν ευρέθηκες σε ένα άγνωστο ιατρείο και ιατρό, ας συμπεριφέρεσαι σαν περαστικός και ας πλουτήσης αθόρυβα την πείρα σου με όλα όσα θα παρατηρήσης εκεί. Και όταν βλέπης ότι θεραπεύονται εκεί οι ασθένειές σου και μάλιστα ο όγκος της υπερηφανείας σου – το πιο σπουδαίο και περιζήτητο – τότε αποφάσισε να παραμείνης. Τότε πούλησε τον εαυτό σου με τον χρυσό της ταπεινώσεως, το συμβόλαιο της υπακοής, τα γράμματα της διακονίας (υπηρεσίας) και με μάρτυρες τους αγγέλους.

92. Σχίσε τελείως εμπρός σ΄αυτούς το χαρτί του ιδικού σου θελήματος. Αν γυρίζης ακόμη από το ένα Μοναστήρι στο άλλο, αθετείς το συμβόλαιο και το τίμημα με το οποίο σε εξηγόρασε ο Χριστός.

93. Ο τόπος της ασκήσεώς σου ας είναι για σένα μνήμα πρίν από το μνήμα. Να σκέπτεσαι ότι κανείς δεν βγαίνει από το μνήμα πρίν από την κοινή ανάστασι. Μερικοί οι οποίοι βγήκαν, θυμήσου ότι απέθαναν. Ας ικετεύσωμε τον Κύριον να μη το πάθωμε κι εμείς.

94. Οι πιο οκνηροί μοναχοί, όταν αντιληφθούν βαρειά την εντολή της εργασίας, κοιτάζουν να προτιμήσουν την προσευχή. Όταν όμως την αντιληφθούν ξεκούραστη, αποφεύγουν την προσευχή σαν να είναι φωτιά.

95. Συμβαίνει να εγκαταλείψη ένας μοναχός την εργασία του, για να ξεκουράση κάποιον αδελφό, ο οποίος του το ζήτησε. Συμβαίνει όμως αυτό και από οκνηρία. Άλλες φορές πάλι, δεν την εγκαταλείπει από κενοδοξία, και άλλες από προθυμία.

96. Εάν εβιάσθηκες και συνωμολόγησες να εγκαταβιώσης (σε μία Μονή), και βλέπεις έν τω μεταξύ ότι δεν προοδεύεις σ΄αυτήν πνευματικά, μη διστάζης να την αποχωρισθής. Πλήν όμως γνώριζε ότι ο εκλεκτός μοναχός παντού είναι εκλεκτός και ο απρόκοφτος παντού είναι απρόκοφτος.

97. Τα υβριστικά λόγια προξενούν στους κοσμικούς πολλούς χωρισμούς και διασπάσεις. Ομοίως και στα Κοινόβια οι γαστριμαργίες δημιουργούν όλες τις πτώσεις και τις αθετήσεις των υποσχέσεων.

98. Εάν κυριαρχήσης επάνω στην δέσποινα, (στην κοιλία), τότε ο οποιοσδήποτε ασκητικός τόπος σε οδηγεί στην απάθεια. Εάν όμως κυριαρχή αυτή επάνω σου, τότε παντού κινδυνεύεις, εκτός από το μνήμα (όπου θα σε θάψουν).

99. «Ο Κύριος δίδει σοφία στους τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε΄ 8). Δηλαδή τους οφθαλμούς των υποτακτικών τους φωτίζει, ώστε να βλέπουν τις αρετές του διδασκάλου, και τους σκοτίζει, ώστε να μη βλέπουν τα ελαττώματά του. Ενώ ο μισόκαλος διάβολος κάνει το αντίθετο.

100. Ας έχωμε, αγαπητοί, ως υπόδειγμα τελείας υποταγής τον υδράργυρο, ο οποίος και όταν κυλιέται κάτω απ΄όλα, μένει εντελώς άθικτος από ακαθαρσίες. Οι επιμελείς μοναχοί ας προσέχουν ιδιαίτερα τον εαυτό τους, μήπως κατακρίνοντας τους αμελείς, καταδικασθούν περισσότερο από αυτούς. Εάν ο Λώτ ανεδείχθη δίκαιος, νομίζω πώς οφείλεται στο ότι, ενώ ζούσε ανάμεσα σε τόσο αμαρτωλούς, δεν φάνηκε ποτέ να τους κατακρίνη.

101. Πάντοτε βέβαια, περισσότερο όμως κατά την ώρα της ψαλμωδίας, ας διατηρήσωμε ησυχία και αταραξία. Διότι οι δαίμονες προσπαθούν με τις ταραχές να χαλούν την προσευχή.

102. «Διακονητής» σημαίνει, να ευρίσκεσαι σωματικά εμπρός σε ανθρώπους και με τον νου σου να κτυπάς την πύλη του ουρανού διά της προσευχής.

103. Οι ύβρεις και οι εξουδενώσεις και τα παρόμοια είναι για την ψυχή του υποτακτικού σαν την πικρή αψιθιά. Ενώ οι έπαινοι, οι τιμές και τα εγκώμια ομοιάζουν με το μέλι, και προξενούν στους ηδυπαθείς υπερβολική γλυκύτητα. Ας εξετάσωμε όμως την φύσι και την ενέργεια του καθενός. Τα πρώτα καθαρίζουν όλη την εσωτερική λάσπη, ενώ τα δεύτερα αυξάνουν την χολή των παθών.

104. Ας είμεθα αμέριμνοι και άς έχωμε εμπιστοσύνη σε εκείνους οι οποίοι ανέλαβαν έν Κυρίω την φροντίδα των ψυχών μας, έστω και αν μερικά προστάγματά τους φαίνωνται επιζήμια στην ψυχή μας. Τότε, τότε ακριβώς δοκιμάζεται η πίστις μας πρός αυτούς μέσα στο χωνευτήριο της ταπεινώσεως. Το γνώρισμα της τελείας εμπιστοσύνης είναι αυτό: Ενώ βλέπομε πράγματα αντίθετα από ό,τι περιμένουμε, υποτασσόμεθα αδίστακτα σε εκείνους πού μας προστάζουν.

105. Από την υπακοή γεννάται η ταπείνωσις, όπως άλλωστε το είπαμε προηγουμένως. Από την ταπείνωσι γεννάται η διάκρισις. Περί αυτού ομιλεί πολύ έξοχα και βαθυστόχαστα και ο μέγας Κασσιανός στον λόγο του «περί διακρίσεως» [4]. Από την διάκρισι γεννάται η  διόρασις και από αυτήν η πρόορασις.Ποιος άραγε δεν θα θελήση να τρέξη στον ωραίο αυτό δρόμο της υπακοής, βλέποντας ετοιμασμένα εμπρός του τόσο σπουδαία αγαθά! Για την μεγάλη αυτή αρετή έλεγε και ο εκλεκτός εκείνος ψαλμωδός: «Ετοίμασες, ώ Θεέ, από καλωσύνη την παρουσία σου μέσα στην καρδιά του πτωχού υποτακτικού» (πρβλ. Ψαλμ. ξζ΄ 11).106. Μη λησμονήσης ποτέ στη ζωή σου τον μεγάλο εκείνο αθλητή, που δεκαοκτώ ολόκληρα έτη δεν άκουσε μία φορά με τα εξωτερικά του αυτιά από τον Γέροντά του την ευχή «σ ω θ ε ί η ς» (είθε να σωθής). Με τα εσωτερικά του όμως αυτιά άκουε καθημερινά από τον Κύριον όχι το «σωθείης» που είναι ευχή αβεβαία, αλλά το «εσώθης» πού είναι κάτι το οριστικό και βέβαιο [5].

107. Απατούν τον εαυτό τους μερικοί υποτακτικοί, οι οποίοι βλέποντας τον Γέροντα πειθήνιο και συγκαταβατικό, ζητούν εντολές σύμφωνες με τα θελήματά τους. Όταν όμως το επιτυγχάνουν αυτό, ας γνωρίζουν ότι έχασαν τελείως τον στέφανο της μαρτυρικής ομολογίας. Διότι υπακοή σημαίνει αποξένωσις από την υποκρισία και από κάθε προσωπική επιθυμία.

108. Συμβαίνει να δεχθή ένας υποτακτικός κάποια εντολή από τον Γέροντα. Αντιλαμβάνεται όμως ότι ο Γέροντας δεν είναι ευχαριστημένος με αυτό που επρόσταξε, και γι΄αυτό δεν την εκτελεί. Ένας άλλος όμως υποτακτικός πού και αυτός το αντιλαμβάνεται, υπακούει και την εκτελεί αδιακρίτως. Εδώ αξίζει να εξετάσωμε ποιος από τους δύο ενήργησε περισσότερο θεάρεστα [6].

109. Είναι πράγμα αδύνατον το να πολεμήση ο διάβολος (όσους πράττουν) το θέλημά του. Ας σε πείσουν σ΄αυτό οι αμελείς μοναχοί, οι οποίοι μπορούν και παραμένουν στο ησυχαστήριό τους ή το Κοινόβιό τους (χωρίς να πολεμούνται καθόλου από λογισμούς φυγής).

110. Το ότι πολεμούμεθα να αναχωρήσωμε από τον τόπο της ασκήσεώς μας, αποδεικνύει ότι εκεί ευαρεστούμε τον Θεόν, εφ΄όσον το να μας πολεμή ο εχθρός σημαίνει βέβαια ότι και εμείς τον πολεμούμε.

111. Δεν θα τα αποκρύψω κατά τρόπον άδικο ούτε θα τα κρατήσω για τον εαυτό μου κατά τρόπον απάνθρωπο. Δεν θα αποσιωπήσω αυτά πού δεν επιτρέπεται να αποσιωπηθούν. Εκείνος ο φίλος μου, ο μέγας Ιωάννης ο Σαββαΐτης μου διηγήθηκε πολλά αξιάκουστα πράγματα. Πόσο δε ήταν ο άνδρας αυτός απαθής και ειλικρινής και ακέραιος στα λόγια και στα έργα, το γνωρίζεις και σύ, όσιε πάτερ, από ιδική σου πείρα. Αυτός λοιπόν μου διηγήθηκε τα επόμενα:«Στο Μοναστήρι μου, στην Ασία -από εκεί προερχόταν ο ενάρετος αυτός- ευρισκόταν ένα ηλικιωμένος μοναχός πολύ αμελής και ακόλαστος. Αυτό το λέγω όχι για να τον κρίνω, αλλά για να παρουσιάσω την αλήθεια. Αυτός λοιπόν -δεν γνωρίζω πώς- απέκτησε έναν νεαρό υποτακτικό, ονόματι Ακάκιο, με απλότητα ψυχής, αλλά και σύνεσι λογισμού. Τα όσα δε υπέφερε από τον Γέροντα αυτόν θα φανούν στους πολλούς απίστευτα. Όχι μόνο με ύβρεις και ατιμίες αλλά και με κτυπήματα δυνατά τον εβασάνιζε κάθε ημέρα. Η υπομονή πού έδειχνε ο Ακάκιος φαινόταν ανόητη, αλλά δεν ήταν. Είχε την θέσι της.» Βλέποντας τον εγώ να ταλαιπωρήται τόσο πολύ καθημερινά σαν αγορασμένος δούλος, τον ερωτούσα πολλές φορές όταν τον συναντούσα: «Πώς είσαι, αδελφέ Ακάκιε; Πώς πέρασες σήμερα;» Και αμέσως μου έδειχνε άλλοτε το μάτι του μελανιασμένο, άλλοτε πρησμένο τον τράχηλο και άλλοτε κτυπημένο το κεφάλι του. Εγώ γνωρίζοντας ότι είναι εργάτης της αρετής, του έλεγα: «Καλά πηγαίνομε! Καλά! Κάνε υπομονή και θα ωφεληθής».» Αφού πέρασε εννέα έτη στην υπακοή του σκληρού Γέροντα, εξεδήμησε προς Κύριον. Πέντε ημέρες μετά από την ταφή του στο κοιμητήριο των πατέρων, ο Γέροντας του Ακακίου επήγε σ΄ένα μεγάλο Γέροντα, εκεί πλησίον, και του λέγει: «Πάτερ, ο αδελφός Ακάκιος απέθανε»! Εκείνος μόλις το άκουσε, του αποκρίνεται: «Πίστεψέ με, Γέροντα! Δεν το πιστεύω». Αυτός τότε του λέγει: «Έλα να ιδής»! Σηκώνεται τότε γρήγορα και μαζί με τον Γέροντα του «μακαρίου πύκτου», φθάνει στο κοιμητήριο και φωνάζει στον νεκρό σαν σε ζωντανό -και πράγματι, αν και νεκρός ζούσε- και του λέγει: «Αδελφέ Ακάκιε, απέθανες»; Εκείνος δε ο καλός υποτακτικός, δείχνοντας υπακοή και μετά θάνατον, αποκρίθηκε στον μεγάλο Γέροντα: «Πώς είναι δυνατόν, πάτερ, να πεθάνη ο άνθρωπος πού είναι εργάτης της υπακοής»;» Τότε ο Γέροντας που εθεωρείτο πνευματικός πατήρ του, κυριεύθηκε από φόβο και έπεσε κατά πρόσωπον στη γη γεμάτος δάκρυα. Έν συνεχεία εζήτησε από τον Ηγούμενο της Λαύρας ένα κελλί κοντά στο μνήμα και έζησε με καθαρότητα την υπόλοιπη ζωή του, ομολογώντας συνεχώς στους πατέρες ότι διέπραξε φόνο».Εμένα μου φαίνεται, πάτερ Ιωάννη, ότι εκείνος που ωμίλησε στον νεκρό ήταν ο ίδιος ο μέγας Ιωάννης. Η μακαρία αυτή ψυχή και ένα άλλο περιστατικό μου διηγήθηκε σαν να επρόκειτο για κάποιον άλλο. Ήταν όμως αυτός ο ίδιος, όπως κατώρθωσα να το εξακριβώσω αργότερα.

112. Μου διηγήθηκε ότι στο ίδιο αυτό Μοναστήρι της Ασίας έγινε κάποιος υποτακτικός σ΄έναν μοναχό πράο, επιεική και ήσυχο. Επειδή λοιπόν έβλεπε ότι ο Γέροντάς του τον ετιμούσε και τον ανέπαυε, επήρε μία καλή απόφαση -για τους πολλούς όμως επικίνδυνη- και παρεκάλεσε τον Γέροντα να τον απολύση. Είχε άλλωστε και άλλον υποτακτικό και το πράγμα δεν ήταν κάτι το πολύ θλιβερό.Αναχωρεί λοιπόν και με συστατική επιστολή του Γέροντός του γίνεται δεκτός σε ένα από τα Κοινόβια του Πόντου. Την πρώτη νύκτα της εισόδου του στο Κοινόβιο βλέπει στον ύπνο του ότι λογοδοτούσε σε κάποιους. Μετά το τέλος της τόσο φοβερής αυτής λογοδοσίας, είδε ότι του έμενε ένα υπόλοιπον χρέους πού ήταν εκατό λίτρες χρυσού. Ξυπνώντας ερμήνευσε το όραμα και είπε: «Ταπεινέ Αντίοχε -έτσι ωνομαζόταν- έχομε πράγματι πολύ χρέος ακόμη»!» Συνεπλήρωσα -διηγείται ο Αντίοχος- τρία έτη σ΄αυτό το Κοινόβιο, κάνοντας αδιάκριτο υπακοή και δεχόμενος από όλους θλίψεις και περιφρονήσεις σαν ξένος – άλλος ξένος μοναχός εκτός από εμένα δεν υπήρχε εκεί. Τότε λοιπόν βλέπω πάλι στον ύπνο μου κάποιον, ο οποίο μου έδωσε απόδειξι ότι εξώφλησα δέκα λίτρες από το χρέος μου. Όταν ξύπνησα, κατάλαβα την σημασία του οράματος, και είπα: «Μόνο δέκα; Και πότε άραγε θα κατορθώσω να εξοφλήσω όλο το χρέος μου»; Και τότε είπα στον εαυτό μου: «Ταπεινέ Αντίοχε, χρειάζεσαι ακόμη περισσότερο κόπο και ατιμία»! Και άρχισα από τότε να υποκρίνωμαι τον τρελλό, χωρίς όμως να αμελώ καθόλου το διακόνημά μου. Οπότε και οι σκληροί εκείνοι πατέρες, επειδή με έβλεπαν σ΄αυτήν την κατάστασι και προθυμία, μου επέβαλλαν όλα τα βαρύτερα έργα της Μονής.» Αφού λοιπόν επέμενα σ΄ένα τέτοιον αγώνα δέκα τρία έτη, είδα και πάλι στον ύπνο μου εκείνους πού είχαν έλθει στην αρχή, να μου υπογράφουν την τελειωτική εξόφλησι του χρέους μου. Και από τότε όταν οι πατέρες της Μονής αυτής με στεναχωρούσαν σε κάτι, το υπέφερα με γενναιότητα ενθυμούμενος το χρέος μου».Αυτά, πάτερ Ιωάννη, μου διηγήθηκε ο πάνσοφος Ιωάννης (ο Σαββαΐτης), σαν να συνέβησαν σε κάποιον άλλο. Γι΄αυτό και άλλαξε το όνομά του σε Αντίοχο. Αυτός ήταν πού έσχισε πραγματικά το χειρόγραφο του χρέους του με την γενναία υπομονή του.

113. Ας ακούσωμε τώρα καί πόσο διακριτικός έγινε ο Όσιος από την τελεία υπακοή του: Όταν έμενε στην Μονή του Αγίου Σάββα, προσήλθον τρεις νεαροί μοναχοί, που ήθελαν να γίνουν υποτακτικοί του. Αμέσως τους δέχθηκε με χαρά και τους προσέφερε φιλοξενία, για να τους αναπαύση από τον κόπο της οδοιπορίας. Αφού πέρασαν τρεις ημέρες, τους λέγει ο Γέροντας:» Εγώ, αδελφοί μου, είμαι έκ φύσεως άνθρωπος πόρνος και δεν μπορώ να δεχθώ κανένα από σας»! Εκείνοι όμως δεν εσκανδαλίσθηκαν, διότι εγνώριζαν πόσο καλλιεργούσε ο Γέροντας την αρετή. Επειδή λοιπόν, αν και πολύ τον παρεκάλεσαν, δεν κατώρθωσαν διόλου να τον πείσουν, πέφτουν στα πόδια του και τον ικετεύουν, να τους ορίση έστω, πώς και πού πρέπει να μονάσουν.Υπεχώρησε τότε ο Γέροντας επειδή κατάλαβε, πώς ό,τι θα τους ειπή θα το δεχθούν με ταπείνωσι και υπακοή, και λέγει στον πρώτο:«Εσένα τέκνο μου, ο Κύριος σε θέλει να μονάσης σε τόπο ησυχαστικό, με υποταγή σε πνευματικό πατέρα».Έπειτα λέγει στον δεύτερο:«Πήγαινε, πούλησε τα θελήματά σου και παράδωσέ τα στον Θεόν. Σήκωσε στους ώμους τον σταυρό σου, ζήσε με υπομονή σε κοινοβιακή αδελφότητα, και οπωσδήποτε θα βρής θησαυρό στους ουρανούς».Τέλος λέγει και στον τρίτο:«Ας έχης συνεχώς αχώριστο μαζί με την αναπνοή σου το ρητό που λέγει: «Ο υπομείνας είς τέλος ούτος σωθήσεται» (Ματθ. ι΄ 22). Και πήγαινε να βρής για Γέροντά σου, εί δυνατόν, τον πιο ελεγκτικό και απότομο άνθρωπο. Κάνε σ΄αυτόν υπομονή και πίνε καθημερινά τις περιφρονήσεις και τις ύβρεις σαν μέλι και γάλα».Τότε ο αδελφός ερώτησε τον μέγα Ιωάννη: «Εάν όμως, πάτερ, ζή με αμέλεια; Τι να κάνω σ΄αυτήν την περίπτωση»; Και ο Γέροντας του απήντησε: «Και εάν ακόμη τον ιδής να πορνεύη, και τότε μη φύγης, αλλά λέγε μέσα σου: «Εταίρε, έφ΄ώ πάρει»; (Ματθ. κς΄ 50) -δηλαδή, «φίλε μου, γιατί ήλθες εδώ; για να εξετάζης τις αμαρτίες των άλλων»; Κάνοντας έτσι θα ιδής να σβύνη μέσα σου η υπερηφάνεια και να μαραίνεται η σαρκική πύρωσις.

114. Όλοι όσοι ποθούμε τον φόβο του Κυρίου, ας αγωνισθούμε με όλη μας την δύναμι (εναντίον των παθών μας), για να μην αποκτήσωμε μέσα στο γυμναστήριο της αρετής πονηρία και κακία και σκληρότητα και πανουργία και κακεντρέχεια και οργή. Συμβαίνει αυτό! Δεν είναι κάτι το παράδοξο! Διότι όσο είναι ο άνθρωπος απλούς πολίτης ή απλούς ναύτης ή γεωργός, δεν τον πολεμούν και τόσο οι εχθροί του βασιλέως. Μόλις ιδούν όμως ότι έλαβε το χρίσμα και την ασπίδα και την μάχαιρα και το ξίφος και το τόξο, και φόρεσε την στρατιωτική στολή, τότε τρίζουν τα δόντια τους εναντίον του και με κάθε τρόπο προσπαθούν να τον φονεύσουν. Γι΄αυτό ας μη κοιμηθούμε.

115. Είδα μικρά παιδιά αθώα και εκλεκτά πού επήγαν στο σχολείο για σοφία και μόρφωσι και ωφέλεια, και δυστυχώς σε τίποτε δεν επρόκοψαν, παρά μόνο στην σκληρότητα και πονηρία και κακία εξ αιτίας της συναναστροφής με τους άλλους μαθητάς! Όποιος έχει νού, ας εννοήση τι θέλω να ειπώ.Είναι αδύνατον αυτοί πού επιδίδονται ολόψυχα στην εκμάθησι μιας τέχνης, να μη προοδεύουν ημέρα με την ημέρα. Άλλοι αντιλαμβάνονται την πρόοδό τους. Σε άλλους όμως προς ωφέλειάν τους δεν επιτρέπει ο Θεός να την γνωρίζουν.

116. Ο καλός έμπορος μετρά κάθε βράδυ το κέρδος ή την ζημία της ημέρας. Και δεν μπορεί να έχει ακριβή γνώσι του πράγματος, εάν δεν κρατά κάθε τόσο σημειώσεις. Η εξέτασις της κάθε ώρας παρουσιάζει έτοιμο τον λογαριασμό της ημέρας.

117. Ο ανόητος μοναχός δαγκώνεται, όταν τον περιφρονούν ή τον επιπλήττουν, και προσπαθεί να φέρη αντίρρησι και να δικαιολογηθή ή αντίθετα βάζει γρήγορα μετάνοια σ΄αυτόν πού τον επιπλήττει, όχι από ταπείνωσι, αλλά διότι θέλει να σταματήσουν οι ονειδισμοί.Γι΄αυτό, όταν σε περιγελούν να σιωπάς και να δέχεσαι με ευχαρίστησι τους καυστήρες αυτούς πού προξενούν στην ψυχή ολόλαμπρη αγνότητα. Δείξε την μετάνοιά σου στον ιατρό, όταν σταματήση να σε ελέγχη, διότι κατά την διάρκεια του θυμού του ίσως να μη δέχεται την μετάνοιά σου.

118. Οι κοινοβιάτες προς όλα βέβαια τα πάθη, αλλά περισσότερο προς τα εξής δύο πρέπει συνεχώς να αγωνιζόμαστε: την κοιλιοδουλεία και τον θυμό. Διότι μέσα στο πλήθος αφθονούν οι αφορμές των παθών αυτών.Όσους ασκούν την υπακοή, ο διάβολος τους παρακινεί να επιθυμούν αρετές πού δεν ταιριάζουν σ΄αυτούς, (αλλά στους ησυχαστάς). Και τους ησυχαστάς πάλι τους παρακινεί σε όσα δεν ταιριάζουν σ΄αυτούς, (αλλά στους κοινοβιάτες).

119. Στους απρόκοφτους υποτακτικούς, εάν ανοίξης τον νου τους, θα βρής σκέψεις πλανεμένες.Θα βρής δηλαδή να επιθυμούν την ησυχαστική ζωή, την πιο αυστηρή νηστεία, την αρέμβαστη προσευχή, την τελεία ακενοδοξία, την διαρκή μνήμη του θανάτου, την συνεχή κατάνυξι, την απόλυτη αοργησία, την βαθειά σιωπή, την πιο υψηλή αγνότητα. Όλα αυτά πού επιθυμούσαν οικονόμησε ο Θεός να μη τα γευθούν στην αρχή της κοινοβιακής τους ζωής. Και αυτοί απατήθηκαν και μετεπήδησαν (στην ησυχαστική ζωή), για να τα αναζητήσουν ματαίως εκεί. Τους παρεκίνησε ο εχθρός να τα αναζητήσουν πρίν από την ώρα τους, για να μην υπομείνουν και τα κατορθώσουν στην ώρα τους.

120. Στους ησυχαστάς ο απατεών διάβολος μακαρίζει τις αρετές των κοινοβιατών: την φιλοξενία δηλαδή, την εξυπηρετικότητα, την αδελφοσύνη και την συμβίωσι και την περιποίησι των αρρώστων. Και τούτο για να επιτύχη ο πλάνος να τους οδηγήση -όπως και τους προηγουμένους- στην ανυπομονησία (και στην αποτυχία).

121. Είναι πράγματι σπάνιοι εκείνοι πού ασκούν όπως πρέπει την ησυχαστική ζωή. Αυτοί είναι όσοι απέκ

τησαν την παρηγορία της θείας χάριτος, η οποία τους ξεκουράζει στους κόπους και τους βοηθεί στους πολέμους.

122. Ανάλογα με τα πάθη πού υπάρχουν μέσα μας, πρέπει να κοιτάξωμε και να εκλέξωμε τους Γέροντες, όπου θα υποταγούμε.Δηλαδή: Αν είσαι επιρρεπής στην λαγνεία, διάλεξε ως γυμναστή σου έναν ασκητικό και αυστηρότατο στην νηστεία Γέροντα. Μη διαλέξης κανέναν σπουδαίο και θαυματουργό, ο οποίος όμως φιλοξενεί πρόθυμα και στρώνει τραπέζι στον καθένα. Εάν πάλι είσαι υψαύχην (υπερήφανος), διάλεξε Γέροντα απότομο και ανυποχώρητο, και όχι κανέναν πράο και φιλεύσπλαχνο.

123. Ας μη ζητούμε Γέροντες προγνωστικούς και προορατικούς, αλλά πρό πάντων και οπωσδήποτε ταπεινούς και κατάλληλους για την θεραπεία των ασθενειών μας – πράγματα πού θα φαίνωνται και από τον τρόπο της ζωής τους και από τον τόπο και την κατάστασι της ασκήσεώς τους.

124. Ας έχης σαν καλό παράδειγμα υπακοής τον δίκαιο και ενάρετο Αββάκυρο πού αναφέραμε προηγουμένως, και ας σκέπτεσαι πάντοτε, όπως εκείνος, ότι σε δοκιμάζει ο Γέροντας, (όταν σε αντιμετωπίζη σκληρά ή περιφρονητικά), και έτσι ποτέ δεν θα αστοχήσης.

125. Όταν, ενώ ο πατήρ σε επιπλήττει ακατάπαυστα, εσύ αποκτάς περισσότερη εμπιστοσύνη και αγάπη απέναντί του, γνώριζε ότι το Άγιον Πνεύμα κατώκησε αόρατα στην ψυχή σου και η δύναμις του Υψίστου σε επεσκίασε. Πλήν όμως εσύ να μη καυχάσαι ούτε να χαίρεσαι, διότι υπομένεις με γενναιότητα τις ύβρεις και τις ατιμίες, αλλά μάλλον να θρηνής, και να σκέπτεσαι ότι οπωσδήποτε κάτι άσχημο διέπραξες και τον έκανες να ταραχθή και να κινηθή εναντίον σου.

126. Μη παραξενευθής για ό,τι πρόκειται να ειπώ. Έχω σ΄αυτό συνήγορο τον ίδιο τον Μωϋσή. Είναι προτιμότερο να αμαρτήσωμε στον Θεόν, παρά στον Γέροντά μας. Διότι εάν παροργίσωμε τον Θεόν, έχει την δύναμι ο διδάσκαλός μας να μας σιμφιλιώση με αυτόν. Εάν όμως εξοργίσωμε τον διδάσκαλό μας, δεν έχομε πλέον κανένα για να μεσιτεύση σ΄αυτόν προς χάριν μας. Εγώ έχω και την γνώμη ότι και τα δύο (και ο παροργισμός του Θεού και ο παροργισμός του Γέροντος) έχουν την ίδια βαρύτητα, (αφού ο Γέροντας είναι αντιπρόσωπος του Θεού).

127. Ας εξετάσωμε και ας δείξωμε διάκρισι και προσοχή στο εξής σημείο: Σε ποιες περιπτώσεις, ενώ μας κατηγορεί ο Ποιμήν πρέπει να υπομένωμε ευχάριστα και σιωπηλά, και σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να του δίδωμε εξηγήσεις. Η γνώμη μου είναι: Σε όσα προξενούν στον εαυτό μας ατιμία, να σιωπούμε, διότι η ώρα αυτή είναι ώρα πνευματικού κέρδους. Όταν όμως οι κατηγορίες αναφέρωνται και σε άλλο πρόσωπο, να απολογούμεθα για να μη σαλευθή ο δεσμός της αγάπης και της ειρήνης.

128. Όσοι απεχώρησαν από την υπακοή, αυτοί θα σου παραστήσουν καλύτερα την ωφέλειά της. Διότι τότε κατάλαβαν σε ποιο ουρανό εζούσαν.

129. Εκείνος που τρέχει να φθάση την απάθεια και τον Θεόν, κάθε ημέρα πού δεν συνέβη να τον κακολογήσουν, σκέπτεται ότι ζημιώθηκε πολύ.

130. Όπως τα δένδρα πού σείονται από τους ανέμους ρίχνουν βαθειές ρίζες, έτσι και όσοι ζούν σε υπακοή αποκτούν δυνατές και ακλόνητες ψυχές.

131. Εκείνος πού ζούσε ησυχαστική ζωή και αντελήφθηκε την αδυναμία του, και έν συνεχεία επήγε και πουλήθηκε στην υπακοή, ήταν άνθρωπος τυφλός πού χωρίς κόπο βρήκε το φώς του και αντίκρυσε τον Χριστόν.

132. Μείνατε σταθεροί, μείνατε σταθεροί, και πάλι σας λέγω, μείνατε σταθεροί στον δρόμο πού τρέχετε, αδελφοί μου αθληταί. Και ας ηχούν στα αυτιά σας τα λόγια εκείνου του σοφού πού τονίζουν για σας: «Ο Κύριος τους εδοκίμασε σαν χρυσάφι στο χωνευτήριο, ή καλύτερα στο Κοινόβιο, και σαν ολοκαύτωμα θυσίας τους δέχθηκε στους κόλπους του» (πρβλ. Σοφ. Σολομ. γ΄ 6).

Βαθμίς ισάριθμη με τους Ευαγγελιστάς.

Σύ, αθλητά, πού έφθασες σ΄αυτήν, μείνε σταθερός και τρέχε χωρίς φόβο.

Από το βιβλίο «Κλίμαξ»Ι.Μ.Παρακλήτου

[1] Παλαιός σχολιαστής σημειώνει: «Άρνησι της ψυχής εννοεί το να εγκαταλείψη κανείς τα φυσικά του θελήματα, κατά τον λόγο του Κυρίου, «εί τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν» κλπ. Διότι αν αφήση τα αμαρτωλά και παρά φύσιν θελήματά του, δε αφίνει τίποτε για τον Θεόν, εφ΄όσον αυτά δεν ήταν ιδικά του. Αφίνοντας όμως τα φυσικά, απαρνήθηκε πράγματι τον εαυτό του».

[2] Πρόκειται για την Μονή των μετανοούντων, την γνωστή ως «Φυλακή». Περί αυτού ομιλεί και στο Δ΄ 33 και περισσότερο εκτενώς στο Ε΄ 5.

[3] Ο ένας δόλος αφορά την πτώσι στην οίησι και ο άλλος στην σύγχυσι και στην συνεχή αμφιταλάντευσι του ησυχαστού, εάν το επιτελούμενο είναι σύμφωνο με το θέλημα του Θεού ή όχι.

[4] Ο πλήρης τίτλος του λόγου είναι: «Διάλεξις Δευτέρα μετά του αββά Μωϋσέως, περί διακρίσεως». Έχει περιληφθή σχεδόν ολόκληρος σε ελληνική μετάφρασι στην Φιλοκαλία (Α΄, 81-93, έκδ. Αστέρος). Το χωρίο στο οποίο αναφέρεται η Κλίμαξ έχει ως εξής: «Τότε ο αββάς Μωϋσής είπεν, αληθής διάκρισις ού προσγίνεται, εί μη έξ αληθινής ταπεινώσεως» (σελ. 89).[5] Ο επαινούμενος μοναχός είναι ο Ιωάννης ο Θηβαίος, υποτακτικός του αββά Αμμώη. Το έν λόγω διήγημα μνημονεύεται και στο «Γεροντικό» (έκδ. Π. Πάσχου, σελ. 56-57).[6] Και ο ένας και ο άλλος είναι άξιοι επαίνου. Αξιόλογη είναι και η επόμενη γνώμη: Εάν πρόκειται για αρχάριο υποτακτικό, είναι πιο συμφέρον να τηρήση κατά γράμμα την εντολή. Εάν για προχωρημένο και δοκιμασμένο, είναι καλύτερο να ανταποκριθή στην εσωτερική επιθυμία του Γέροντος.

 

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι %CE%BA%CE%BB%CE%AF%CE%BC%CE%B1%CE%BE.jpg

ΛΟΓΟΣ ΠΕΜΠΤΟΣ
Περί μετανοίας
(Διά την πραγματικήν και γνησίαν μετάνοια και διά τους

αγίους καταδίκους και διά την Φυλακήν)
1. Ο Ιωάννης κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πρίν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πρίν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως, αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη.Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχής με υπερβολική συναίσθησι.
3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά πού μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μια διήγησι πού αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής πού ζούσαν χωρίς τιμή.4. Όσοι ανέλπιστα επέσαμε σε κάποια αμαρτία, ας τα ακούσωμε αυτά και ας τα κρατήσωμε και ας τα μιμηθούμε. Σηκωθήτε και καθήσατε (να ακούσετε) εσείς πού είσθε πεσμένοι από τις αμαρτίες. Δώστε προσοχή στον λόγο μου, αδελφοί μου. Ανοίξατε τα αυτιά σας όλοι εσείς πού θέλετε με πραγματική επιστροφή να συμφιλιωθήτε πάλι με τον Θεόν.5. Όταν άκουσα εγώ ο μικρός και αδύνατος ότι ήταν σπουδαίος και θαυμαστός ο τρόπος της ζωής και η ταπείνωσις αυτών πού έμεναν στην απομονωμένη Μονή, την λεγόμενη Φυλακή, η οποία υπαγόταν στον εξαίρετο εκείνο φωστήρα πού προαναφέραμε, παρεκάλεσα τον όσιο να την επισκεφθώ. Και πράγματι υπεχώρησε στην παράκλησί μου ο μέγας Ποιμήν, μη θέλοντας ποτέ να λυπήση άνθρωπο.Μόλις έφθασα λοιπόν στη Μονή αυτών πού μετανοούσαν, και στον τόπο αυτών πού αληθινά πενθούσαν, αντίκρυσα πραγματικά, αν μπορούμε να το ειπούμε, πράγματα πού οφθαλμός αμελούς ανθρώπου δεν είδε και αυτί ραθύμου δεν άκουσε και νους ανθρώπου οκνηρού δεν εφαντάσθηκε (πρβλ. Α΄ Κορ. β΄ 9). Είδα και άκουσα πράγματα και λόγια πού έχουν την δύναμι να εκβιάσουν το έλεος του Θεού, τρόπους και μορφές ασκήσεως πού μπορούσαν να κάμψουν σύντομα την φιλανθρωπία Του.Άλλους από τους ενόχους αυτούς και όχι πλέον ενόχους, τους είδα να ίστανται όλη την νύκτα μέχρι το πρωί στην ύπαιθρο. Να έχουν τα πόδια ακίνητα. Από την πίεσι του ύπνου και την βία πού εξασκούσαν επάνω στην φύσι τους να πηγαίνουν πέρα-δώθε κατά τρόπο αξιολύπητο. Να μη προσφέρουν στον εαυτό τους καμμία ανάπαυσι. Αντίθετα δε να τον επιπλήττουν, να τον ξυπνούν και να του επιτίθενται με «ατιμίες» και ύβρεις. Άλλους τους είδα να ατενίζουν τον ουρανό με ύφος αξιολύπητο, και με οδυρμούς και κραυγές να επικαλούνται από εκεί την βοήθεια.Άλλους να ίστανται στην προσευχή δένοντας τά χέρια πίσω σαν τους καταδίκους, σκύβοντας το σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας και καταδικάζοντας τον εαυτό τους ανάξιο να ατενίση προς τον ουρανό. Να μην έχουν να ειπούν ή να προσφέρουν κάτι στον Θεόν, από την αμηχανία πού τους προκαλούσε η σκέψις και η συναίσθησις της αμαρτωλότητός των. Να μην ευρίσκουν πώς ή από πού να αρχίσουν την ικεσία. Να παρουσιάζουν μόνο στον Θεό μία ψυχή αμίλητη και έναν νου άφωνο γεμάτο από σκοτισμό και από κάποια απελπισία.Άλλοι πάλι να κάθωνται στο έδαφος σε σάκκο και σποδό, να έχουν το πρόσωπο χωμένο στα γόνατα και να κτυπούν το μέτωπο στη γη. Άλλοι να κτυπούν συνεχώς το στήθος τους, να καταδικάζουν και να ανακαλούν την αμαρτωλή τους ψυχή και ζωή. Μερικοί από αυτούς έβρεχαν το έδαφος με τα δάκρυά τους. Και μερικοί πού δεν είχαν δάκρυα επλήγωναν το σώμα τους με δυνατά κτυπήματα. Άλλοι, πού δεν μπορούσαν να υποφέρουν την πίεση της καρδιάς, ωλόλυζαν για την ψυχή τους ωσάν για νεκρό. Και άλλοι εβογγούσαν εσωτερικά και εμπόδιζαν να εξέλθη από το στόμα το βογγητό. Μερικές όμως φορές, μη μπορώντας να συγκρατηθούν, αναστέναζαν απότομα.Είδα εκεί μερικούς που έδειχναν σαν παράφρονες, τόσο με τα φερσίματά τους, όσο και με το κλείσιμο στον εαυτό τους. Έδειχναν σαν αποσβολωμένοι από την πολλή αδημονία, γεμάτοι σκοτισμό και σχεδόν αναίσθητοι για κάθε πράγμα της παρούσης ζωής. Είχαν πλέον βυθίσει τον νους τους στην άβυσσο της ταπεινώσεως, και με το πύρ της θλίψεως είχαν τηγανίσει και καταξηράνει τά δάκρυα των οφθαλμών τους. Άλλους να κάθωνται με σύννοια, να σκύβουν στην γη, να κινούν αδιάκοπα το κεφάλι τους, να αναστενάζουν και να μουγκρίζουν ωσάν λεόντες μέσα από τα βάθη της καρδιάς των, μέσα από τα δόντια τους.Μερικοί από αυτούς προσεύχονταν γεμάτοι ελπίδα και επιζητούσαν τελεία άφεσι. Άλλοι από ανέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν και έκριναν τον εαυτό τους ανάξιο συγχωρήσες, και έκραζαν πώς δεν μπορούν να απολογηθούν στον Θεόν. Μερικοί εκλιπαρούσαν να τιμωρηθούν εδώ, για να ελεηθούν εκεί. Άλλοι πού ήταν συντετριμμένοι από το βάρος της συνειδήσεως, έλεγαν με ειλικρινή πόθο: «Είμαστε ευχαριστημένοι, εάν ούτε κολασθούμε ούτε αξιωθούμε της επουρανίου βασιλείας».Είδα εκεί μέσα ψυχές ταπεινές και συντετριμμένες πού ελύγιζαν από το βάρος του φορτίου των αμαρτιών και με τις κραυγές τους προς τον Θεόν μπορούσαν να κάνουν και τις αναίσθητες πέτρες να ραγίσουν. Σκυμμένοι προς την γή εκραύγαζαν: «Το γνωρίζομε. Το γνωρίζομε. Μας αξίζει κάθε τιμωρία και κάθε κόλασις. Και δικαίως. Και αν ακόμη συναθροίζαμε όλη την οικουμένη να πενθή για εμάς, δεν θα ήταν αρκετό να μας δικαιώση για τα τόσα μας χρέη. Ένα όμως μόνο παρακαλούμε, ένα δυσωπούμε, ένα ικετεύουμε: «Μη τώ θυμώ σου ελέγξης ημάς, μηδέ τη οργή σου παιδεύσης ημάς» (Ψαλμ. στ΄ 2). Μήτε να μας τιμωρήσης με την δικαία κρίσι σου. Αλλά να μας αντιμετωπίσης με την επιείκειά σου και αρκεί αυτή να μας απαλλάξη ολίγο από την βαρειά απειλή σου και από τις κρυφές και άγνωστες τιμωρίες της κολάσεως. Δεν τολμούμε να ζητήσουμε τελεία άφεσι, διότι πώς να το κάνουμε αυτό; Άνθρωποι, πού δεν εφυλάξαμε καθαρό το μοναχικό μας επάγγελμα, αλλά το εμολύναμε και μάλιστα μετά από την φιλανθρωπία και συγχώρησι πού προηγήθηκε, (την συγχώρησι των μετά το βάπτισμα και πρό της κουράς αμαρτιών).Μπορούσε εκεί, αγαπητοί μου, μπορούσε εκεί να ιδή κανείς να πραγματοποιούνται πλήρως τα λόγια του Δαβίδ. Μπορούμε να ιδή «ανθρώπους πού ήταν ταλαιπωρημένοι και κυρτωμένοι συνεχώς μέχρι το τέλος της ζωής τους, πού όλη την ημέρα περπατούσαν σκυθρωποί, που ανέδιδαν δυσοσμία από τις σαπισμένες πληγές του σώματός τους, ανθρώπους πού δεν εφρόντιζαν τον εαυτόν τους, πού ξεχνούσαν να φάγουν τον άρτο τους, πού έπιναν το ύδωρ αναμεμειγμένο με δάκρυα, και έτρωγαν χώμα και στάχτη μαζί με τον άρτο, πού είχαν τα οστά κολλημένα στο δέρμα και ωμοίαζαν με ξηρό χορτάρι» (Ψαλμ. λζ΄ 7, 6, ρα΄ 5, 10, 6, 12). Τίποτε άλλο δεν μπορούσες να ακούσης από αυτούς, παρά μόνο τούτα τα λόγια: ουαί – ουαί, αλλοίμονο – αλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Άλλοι έλεγαν: ελέησέ μας – ελέησέ μας. Και άλλοι ακόμη πιο λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, εάν είναι δυνατόν.Μπορούσες να ιδής εκεί φλογισμένες γλώσσες πού εκρέμονταν έξω από το στόμα όπως των σκύλων. Άλλοι ετιμωρούσαν τον εαυτό τους στον καύσωνα, και άλλοι τον εβασάνιζαν στο ψύχος. Μερικοί εδοκίμαζαν από το ύδωρ τόσο, όσο μόνο για να μην αποθάνουν από την δίψα. Και μερικοί αφού έτρωγαν ολίγο από τον άρτο, τον υπόλοιπο τον επετούσαν με το χέρι μακρυά, λέγοντας πώς είναι ανάξιοι να γευθούν την τροφή των λογικών ανθρώπων, αφού διέπραξαν τα έργα των άλογων ζώων.Πού να εμφανισθή ανάμεσα σ΄αυτούς γέλιο; Πού αργολογία; Πού θυμός; Πού οργή; Αυτοί δεν εγνώριζαν αν υπάρχη ακόμη οργή μεταξύ των ανθρώπων, διότι το πένθος είχε σβήσει τελείως τον θυμό μέσα τους. Πού να συναντήσεις την αντιλογία; Πού εορτή; Πού παρρησία; Πού ευχαρίστησι και περιποίησι του σώματος; Πού ίχνος κενοδοξίας; Πού ελπίδα τρυφής; Πού ενθύμησις οίνου; Πού γεύσι φρούτων; Πού παρηγορία χύτρας; Πού γλύκισμα για τον λάρυγγα; Όλων τούτων η ελπίδα είχε σβήσει γι΄αυτούς. Πού να συναντήσης σ΄αυτούς μέριμνα για επίγεια πράγματα; Πού κατάκρισι κάποιου ανθρώπου; Πουθενά!Όσα έλεγαν και εκραύγαζαν αυτοί προς τον Κύριον ήταν τα εξής: Μερικοί, ωσάν να ίσταντο εμπρός στην πύλη του ουρανού, εκτυπούσαν δυνατά το στήθος και έλεγαν προς τον Θεόν: «Άνοιξέ μας, άνοιξε, ώ δικαστά, άνοιξέ μας, αφού εμείς με τις αμαρτίες μας εκλείσαμε για τον εαυτό μας την πύλη». Άλλοι έλεγαν: «Επίφανον το πρόσωπόν σου μόνον, και σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ΄ 4). Ένας έλεγε: «Επίφανον τοίς έν σκότει και σκιά θανάτου καθημένοις ταπεινοίς» (Ησ. θ΄ 2). Άλλος πάλι: «Ας μας προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οι οικτιρμοί σου, διότι εχαθήκαμε, διότι απελπισθήκαμε, διότι εσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη΄ 8).Μερικοί από αυτούς έλεγαν: «Θα φανερωθή άραγε πλέον σ΄εμάς ο Κύριος»; Και άλλοι: «Εξώφλησε άραγε η ψυχή μας το χρέος το ανυπέρβλητο»; Άλλος: «Θα καταπραϋνθή άραγε τώρα πλέον από εμάς ο Κύριος; Θα τον ακούσωμε άραγε να λέγη σ΄εμάς τους δεμένους μ΄άλυτα δεσμά, «εξέλθετε»; Και σ΄εμάς πού ευρισκόμαστε στον άδη της μετανοίας, «είσθε συγχωρημένοι»; Έφθασε άραγε η κραυγή μας στα αυτιά του Κυρίου»;Όλοι επερνούσαν τον καιρό τους έχοντας συνεχώς εμπρός στους οφθαλμούς των τον θάνατο και λέγοντας:«Άραγε ποια θα είναι η κατάληξις; Άραγε ποια θα είναι η απόφασις; Άραγε ποιο θα είναι το τέλος μας; Άραγε υπάρχει επαναφορά; Άραγε υπάρχει συγχώρησις σ΄εμάς τους σκοτεινούς, τους ταπεινούς, τους καταδίκους; Άραγε μπόρεσε η δέησίς μας να φθάση ενώπιον του Κυρίου ή εγύρισε πίσω ταπεινωμένη και ντροπιασμένη; Άραγε, αν έφθασε, τι κατώρθωσε; πόσο Τον εξευμένισε; πόσο ωφέλησε; πόσο ενήργησε; διότι εβγήκε από ακάθαρτα στόματα και σώματα και δεν έχει πολλή δύναμι. Άραγε μας συμφιλίωσε τελείως με τον Κριτή; Άραγε έν μέρει; Άραγε για τα μισά τραύματά μας; επειδή είναι πράγματι μεγάλα και χρειάζονται πολλούς ιδρώτες και μόχθους. Άραγε μας επλησίασαν καθόλου οι φύλακές μας (άγγελοι) ή ίστανται ακόμη μακρυά; Εάν εκείνοι δεν μας πλησιάσουν, όλοι μας οι κόποι είναι μάταιοι και ανωφελείς, διότι η προσευχή μας, εάν δεν την πάρουν οι προστάτες μας άγγελοι, ερχόμενοι πλησίον μας, και την προσφέρουν στον Κύριον, δεν έχει δύναμη παρρησίας ούτε φτερά καθαρότητος για να φθάση σ΄Αυτόν».Γι΄αυτά πολλές φορές και μεταξύ τους απορούσαν και έλεγαν: «Άραγε, αδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Άραγε επιτυγχάνωμε αυτό πού ζητούμε; Άραγε μας δέχεται πάλι ο Θεός; Άραγε μας ανοίγει την θύρα»;Και οι άλλοι απαντούσαν:«Ποιος ξέρει -όπως το είπαν οι αδελφοί μας οι Νινευίτες- μήπως μεταμεληθή ο Κύριος και μας λυτρώση από την μεγάλη έστω τιμωρία; (Ιωνά γ΄ 9). Εμείς όμως ας πράξωμε ό,τι εξαρτάται από εμάς. Και αν μέν μας ανοίξη, πολύ καλά, ειδεμή «ευλογητός Κύριος ο Θεός», ο οποίος δίκαια μας έκλεισε έξω. Πλήν όμως ας επιμείνωμε κτυπώντας μέχρι το τέλος της ζωής μας, και ίσως, βλέποντας την πολλή μας αναίδεια και επιμονή, μας ανοίξη ο Αγαθός».Γι΄αυτό και έλεγαν παρακινώντας τους εαυτούς των:« Δράμωμεν, αδελφοί, δράμωμεν. Έχομεν ανάγκη δρόμου και μάλιστα δρόμου σκληρού, διότι έχομε μείνει πίσω από την καλή μας συνοδία. Ας τρέξωμε χωρίς να λογαριάζωμε την ακάθαρτη και ταλαίπωρη σάρκα μας. Αν την φονεύσωμε και εμείς, όπως μας εφόνευσε και αυτή».Έτσι και έκαναν οι μακάριοι εκείνοι υπόδικοι.Έβλεπες σ΄αυτούς γόνατα αποσκληρυμένα από τις πολλές μετάνοιες. Οφθαλμούς λυωμένους και βυθισμένους στο βάθος των κόγχων. Απογυμνωμένοι από τρίχες, με μάγουλα πληγωμένα και φλογισμένα από την φλόγα των θερμών δακρύων.Έβλεπες πρόσωπα ωχρά και καταμαραμένα πού δεν ξεχώριζαν καθόλου από πρόσωπα νεκρών. Στήθη που επονούσαν από τα κτυπήματα και αιματηρά πτύελα που προέρχονταν από τα γρονθοκοπήματα του στήθους.Πού να ευρεθή εκεί στρώμα; Πού καθαρό ή στερεό ένδυμα; Όλα ήταν σχισμένα, ακάθαρτα και σκεπασμένα με ψείρες. Πού να συγκριθή με την ιδική τους ταλαιπωρία η ταλαιπωρία των δαιμονισμένων; Πού εκείνων που θρηνούν τους νεκρούς; Πού εκείνων πού ζούν εξόριστοι; Πού η τιμωρία των καταδικασμένων για φόνο; Ούτε συγκρίνεται η αθέλητη παίδευσις και τιμωρία αυτών με την ιδική τους την θεληματική.Και σας παρακαλώ, αδελφοί, να μη τα θεωρήσετε σαν μύθους όσα σας είπα. Ικέτευαν οι άνθρωποι αυτοί πολλές φορές τον μεγάλο εκείνο δικαστή -τον Ποιμένα τους εννοώ, τον άγγελο πού ζούσε μεταξύ των ανθρώπων- να περισφίγξη τα χέρια και τον τράχηλό τους με σιδερένια δεσμά, και να δέση τα πόδια τους στο τιμωρητικό ξύλο, και να μη λυθούν από αυτά πρίν τους δεχθή το μνήμα. Ακόμη δε ούτε και σε μνήμα να τους βάλουν!Δεν θα κρύψω καθόλου ούτε την ελεημένη ταπείνωσι αυτών των πραγματικά μακαρίων ούτε την συντετριμμένη προς τον Θεόν αγάπη και μετάνοιά τους.Καθ΄όν χρόνον οι καλοί αυτοί κάτοικοι της χώρας της μετανοίας επρόκειτο να αναχωρήσουν προς τον Κύριον και να παρασταθούν εμπρός στο αδέκαστο βήμα, βλέποντας ότι τελειώνει πλέον η ζωή τους, μέσω του προϊσταμένου τους εκλιπαρούσαν με όρκους τον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή), να μην αξιωθούν ανθρωπίνης ταφής, αλλά να πεταχθούν σαν άλογα ζώα ή στο ρεύμα του ποταμού ή στα θηρία του αγρού.Και πολλές φορές υπήκουσε και το έκανε ο λύχνος εκείνος της διακρίσεως, δίδοντας εντολή να τους κηδεύσουν χωρίς καμμία τιμή και ψαλμωδία.Πόσο δε φοβερό και οικτρό ήταν το θέαμα της τελευταίας ώρας τους! Όταν δηλαδή οι συγκατάδικοι αντελαμβάνονταν πώς κάποιος πρίν από αυτούς επρόκειτο να αποθάνη, ενώ ακόμη είχε τις αισθήσεις του, τον περικύκλωναν. Και με δίψα, με πένθος, με επιθυμία, με αξιολύπητο ύφος και λυπητερά λόγια, κουνώντας το κεφάλι, υπέβαλλαν ερωτήσεις σ΄αυτόν πού έφευγε και με θερμή συμπάθεια του έλεγαν:«Τι γίνεται αδελφέ και συγκατάδικε; Πώς βλέπεις τα πράγματα; Τι λέγεις; Τι ελπίζεις; Τι καταλαβαίνεις; Επέτυχες με τους κόπους σου αυτό πού εζητούσες ή δεν το κατόρθωσες; Άνοιξες ή ακόμη αισθάνεσαι ως ένοχος; Έφθασες ή απέτυχες; Έλαβες κάποια πληροφορία ή έχεις αβεβαία ελπίδα; Έλαβες άνεσι και ελευθερία ή ταλαντεύεται και αμφιβάλλει ακόμη ο λογισμός σου; Αισθάνθηκες μέσα στην καρδιά σου κάποιο φωτισμό ή βλέπεις ότι παραμένει ακόμη στο σκότος και στην ατιμία; Άκουσες μέσα σου καμμία φωνή να σου λέγη: «Ίδε υγιής γέγονας»; (Ιωάν. ε΄ 14) ή «αφέωνταί σοι αί αμαρτίαι»; (Λουκ. ζ΄ 48) ή «η πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ΄ 50). Ή μήπως αισθάνεσαι πώς ακούεις ακόμη την φωνή: «Αποστραφήτωσαν οι αμαρτωλοί είς τον άδην» (Ψαλμ. θ΄ 18) και «δήσαντες αυτού (=αφού του δέσετε) χείρας και πόδας εμβάλετε είς το σκότος» (Ματθ. κβ΄ 13) και «αρθήτω (=ας εκδιωχθή) ο ασεβής, ίνα μη ίδη την δόξαν Κυρίου»; (Ησ. κστ΄ 10). Τι λέγεις, αλήθεια, αδελφέ; Πές μας, σε ικετεύουμε, για να μάθωμε κι εμείς τι πρόκειται να συναντήσωμε. Για σένα πλέον έκλεισε η προθεσμία και δεν θα σου δοθή άλλη είς τον αιώνα».Σ΄αυτά τα ερωτήματα άλλοι από τους ετοιμοθανάτους απαντούσαν: «Ευλογητός Κύριος, ός ούκ απέστησε (= απεμάκρυνε) την προσευχήν ημών, και το έλεος αυτού άφ΄ ημών» (Ψαλμ. ξε΄ 20). Άλλοι πάλι έλεγαν «Ευλογητός ο Κύριος πού δεν μας παρέδωσε στα δόντια τους να μας φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ΄ 6). Άλλοι γεμάτοι οδύνη έλεγαν: «Άραγε θα κατορθώση η ψυχή μας να περάση το αδιαπέραστο ύδωρ, δηλαδή το πλήθος των πονηρών πνευμάτων του αέρος»; (πρβλ. Ψαλ. ρκγ΄ 5). Δεν ετολμούσαν ακόμη να ξεθαρρέψουν, αλλά εσκέπτονταν συνεχώς τί γίνεται σ΄εκείνο το κριτήριο.Και άλλοι από αυτούς απαντούσαν με άλλα πιο οδυνηρά λόγια: «Αλλοίμονο στην ψυχή πού δεν εφύλαξε το μοναχικό επάγγελμα άσπιλο. Αυτή και μόνο την ώρα θα καταλάβη τι την περιμένει».Εγώ δε πού είδα σ΄ αυτούς και άκουσα τούτα, παρ΄ ολίγο θα απελπιζόμουν βλέποντας και συγκρίνοντας την αδιαφορία μου με την ιδική τους κακοπάθεια.Αλλά και η διαμονή και η διαρρύθμισις του τόπου αυτού ποια ήταν! Ήταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, εντελώς ρυπαρά και ξηρά. Γι΄αυτό και πολύ σωστά ωνομάσθηκε Φυλακή και καταδίκη. Έτσι και μόνη η θέας της τοποθεσίας έφθανε για να διδάσκη την πλήρη μετάνοια και το πένθος.Αυτά όμως πού για τους άλλους είναι δύσκολα, απαράδεκτα και ανεπιθύμητα, σε αυτούς που εξέπεσαν από την αρετή και τον πνευματικό πλούτο γίνονται ευχάριστα και ευπρόσδεκτα. Διότι η ψυχή πού εστερήθηκε την προηγουμένη παρρησία προς τον Θεόν, πού έχασε την ελπίδα της απαθείας, πού διέρρηξε την σφραγίδα της αγνότητος, πού της έκλεψαν τον πλούτο των χαρισμάτων, πού αποξενώθηκε από την θεία παρηγορία, πού αθέτησε το συμβόλαιό της με τον Κύριον, πού έσβησε μέσα της το χαριτωμένο πύρ των δακρύων, και πού πληγώνεται αναπολώντας αυτά και κεντάται οδυνηρά… όχι μόνο τους προηγουμένους κόπους τους δέχεται ολοπρόθυμα, αλλά, πολύ περισσότερο, επινοεί με ευσεβείς ασκήσεις να οδηγηθή στον θάνατον –εάν βέβαια απέμεινε μέσα της κάποιος σπινθήρ αγάπης ή φόβου του Κυρίου, όπως ακριβώς συνέβαινε σ΄αυτούς τους μακαρίους.Έχοντας στον νου τους αυτά και αναλογιζόμενοι το ύψος από το οποίο εξέπεσαν, έλεγαν: «Εμνήσθημεν ημερών αρχαίων (Ψαλμ. ρμβ΄ 5), την πρώτη δηλαδή φλόγα του ζήλου μας». Άλλοι εφώναζαν προς τον Θεόν: «Πού είσι τα ελέη σου τα αρχαία Κύριε, ά έδειξας τη ψυχή ημών έν τη αληθεία σου; Μνήσθητι του ονειδισμού και του μόχθου των δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη΄ 50-51).Άλλος: «Ποιος να με εγύριζε στον παρελθόντα καιρό, στις ημέρες πού με επροστάτευε ο Θεός, τότε πού ο φωτεινός λύχνος Του έφεγγε επάνω από την κεφαλή μου, την κεφαλή της καρδιάς μου»; (Ιώβ κθ΄ 2-3).Με πόση νοσταλγία ενθυμούντο τα προηγούμενα κατορθώματά τους, και κλαίοντας γι΄ αυτά σαν μικρά παιδιά, έλεγαν:«Πού είναι η καθαρότης της προσευχής; Πού το θάρρος και η παρρησία της; Πού το γλυκύ δάκρυ αντί του τωρινού πικρού; Πού η ελπίς της τελείας αγνότητος και καθάρσεως; Πού η προσδοκία της μακαρίας απαθείας; Πού η πίστις προς τον Γέροντα; Πού η ενέργεια της προσευχής του σ΄εμάς; Εχάθηκαν όλα αυτά, εξέλιπαν σαν να μην υπήρξαν καθόλου, εξαφανίσθηκαν σαν ανύπαρκτα και διελύθησαν».Ενώ έλεγαν αυτά και εθρηνούσαν, μερικοί προσεύχονταν να καταληφθούν από δαιμόνιο. Άλλοι ικέτευαν τον Κύριον να αποκτήσουν λέπρα. Άλλοι, να χάσουν την όρασί τους, και να γίνουν σ΄ όλους αξιολύπητο θέαμα. Άλλοι, να πέσουν παράλυτοι στο κρεββάτι, αρκεί μόνο να μη δοκιμάσου τά (μελλοντικά) εκείνα κολαστήρια.Εγώ τότε, αγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εισήλθα ολόκληρος μέσα στο πένθος τους, και ο νούς μου αιχμαλωτίσθηκε εντελώς, χωρίς να μπορώ να τον επαναφέρω. Ας επιστρέψωμε όμως πάλι στην σειρά του λόγου.Αφού παρέμεινα τριάντα ημέρες σ΄αυτήν την φυλακή, επιστρέφω ο ανυπομόνητος στο μεγάλο Κοινόβιο, στον Μέγαν, (τον Ηγούμενο δηλαδή). Αυτός δε ο πάνσοφος βλέποντάς με σαν να είμαι άλλος άνθρωπος και σαν να τα έχω χαμένα, κατάλαβε την αιτία και μου λέγει: «Τι συμβαίνει, πάτερ Ιωάννη; Είδες τους άθλους των αγωνιζομένων»;Και εγώ του απήντησα: «Τους είδα, πάτερ μου, και τους εθαύμασα και εμακάρισα αυτούς πού έπεσαν και πενθούν, περισσότερο από εκείνους πού δεν έπεσαν και δεν πενθούν για τον εαυτό τους, διότι με την πτώσι τους εσηκώθηκαν και εστάθηκαν σε μία κατάστασι πού δεν κινδυνεύουν πλέον». Εκείνος δε μου είπε: «Πραγματικά, έτσι είναι».Και έν συνεχεία με την αψευδή του γλώσσα μου διηγήθηκε: «Πρό δεκαετίας είχα εδώ έναν αδελφό με υπερβολικό ζήλο, αγωνιστή, και τόσο σπουδαίο, ώστε, καθώς τον έβλεπα να καίη μέσα του τέτοια φλόγα, έτρεμα και εφοβόμουν υπερβολικά τον φθόνο του διαβόλου, μήπως με την μεγάλη ταχύτητα που έτρεχε σκοντάψη σε κάποια πέτρα το πόδι του, πράγμα που συμβαίνει συνήθως σ΄αυτούς πού προχωρούν με ταχύτητα. Και αυτό (δυστυχώς) έγινε.» Και αμέσως μετά την πτώσι του, αργά το βράδυ, έρχεται σε μένα, μου αποκαλύπτει γυμνό το τραύμα του, ζητεί έμπλαστρο, παρακαλείνα το καυτηριάσω, ανησυχεί υπερβολικά. Βλέποντας όμως τον ιατρό να μη θέλη να του φερθή απότομα -εφ΄ όσον άλλωστε άξιζε να τον συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στο έδαφος, αγκαλιάζει τα πόδια μου, τα λούζει με άφθονα δάκρυα και ζητεί να καταδικασθή στην φυλακή αυτή που είδες.«Είναι αδύνατο, εφώναζε, να μην πάω εκεί».» Έτσι αναγκάζει να μεταβληθή η ευσπλαγχνία του ιατρού σε σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξύ των αρρώστων και εντελώς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα και παίρνει θέσι ανάμεσα στους μετανοούντας, συμμερίζεται το πένθος τους και συμμετέχει σ΄αυτό πρόθυμα. Πληγώθηκε δε στην καρδιά από την λύπη για την αγάπη του Θεού σαν με ξίφος, με αποτέλεσμα να αποδημήση σε οκτώ ημέρες προς τον Κύριον, αφού προηγουμένως εζήτησε να μην αξιωθή ενταφιασμού. Εγώ όμως αντιθέτως, ως άξιο, και εδώ στο Κοινόβιο τον έφερα, και τον έθαψα μαζί με τους άλλους πατέρας. Έτσι μετά την εβδόμη ημέρα της σκλαβιάς, την ογδόη ημέρα ελύθηκε από τα δεσμά και ελευθερώθηκε [1].Υπάρχει δε κάποιος [2] που αντελήφθηκε πολύ καλά, πώς ο προηγούμενος μοναχός δεν σηκώθηκε από τα ταπεινά πόδια μου, πρίν εξευμενίση τον Θεόν. Και δεν είναι άξιον απορίας. Διότι μέσα στην καρδιά του έβαλε την πίστι της πόρνης εκείνης του Ευαγγελίου, και με μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε και αυτός με τα δάκρυά του τα δικά μου αχρεία πόδια. Όπως δε είπε ο Κύριος, «πάντα δυνατά τώ πιστεύοντι» (Μαρκ. θ΄ 23).6. Είδα ψυχές πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού. Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.7. Δεν το αγνοώ, θαυμαστοί μου φίλοι, ότι σε μερικούς τα κατορθώματα των μακαρίων αυτών ανθρώπων πού σας διηγήθηκα θα φανούν απίστευτα, σε άλλους δύσπιστα και σε άλλους ότι δημιουργούν απόγνωσι. Ο γενναίος όμως άνδρας μάλλον θα ωφεληθή. Θα πάρη από αυτά ένα κεντρί και ένα πυρωμένο βέλος και θα φύγη με φλογερό ζήλο στην καρδιά του. Αλλά και αυτός πού έχει ολιγώτερη προθυμία, θα καταλάβη την αδυναμία του, θα αποκτήση εύκολα ταπεινοφροσύνη με την αυτομεμψία και θα τρέξη πίσω από τον προηγούμενο. Δεν γνωρίζω μάλιστα μήπως και τον προφθάση. Αντίθετα ο αμελής άνδρας δεν πρέπει ούτε να πλησιάση (και να ακούση) αυτά που διηγήθηκα, μη τυχόν πέση σε τελεία απόγνωσι και σκορπίση και αυτό (το ολίγο) πού μέχρι τώρα κατορθώνει, και εφαρμοσθή έτσι σ΄ αυτόν ο λόγος της Γραφής: «Από αυτόν πού δεν έχει -προθυμία- και αυτό που νομίζει ότι έχει θα του αφαιρεθή» (Ματθ. κε΄ 29).8. Δεν είναι δυνατόν σ΄εμάς πού επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών πού ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (πού ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. Είναι δύσκολο να γνωρίζωμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιές από αποστροφή του Θεού. Το μόνο πού κάποιος μου εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός πού μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγουμένη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.12. Μη τρομάξης όταν πέφτης κάθε ημέρα, και μη εγκαταλείψης τον αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείως και οπωσδήποτε να ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα πού εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, έν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).13. Πολλά ψυχικά τραύματα πού εχρόνισαν είναι ανίατα. Στον Θεόν όμως όλα είναι δυνατά.Πρίν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ΄εκείνο το μεγάλο, τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα πού δεν επένθησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ΄αυτήν μερικά άλλα καλά έργα.16. Κανείς από τους πενθούντας άς μη περιμένη την πληροφορία της συγχωρήσεως την στιγμή του θανάτου. Διότι κάτι πού είναι άγνωστο είναι και αβέβαιο. Γι΄αυτό και κάποιος έλεγε: «Άφησέ με να αισθανθώ αναψυχή με την πληροφορία της συγχωρήσεως, πρίν αποθάνω και πρίν απέλθω από την ζωή αυτή απληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη΄ 14).17. Όπου εμφανισθή το Πνεύμα του Κυρίου, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όπου εμφανισθή απέραντη ταπείνωσις, ο δεσμός για τις αμαρτίες ελύθηκε. Όσοι τυχόν (έφυγαν από την ζωή) χωρίς αυτά τα δύο, άς μη πλανώνται. Είναι δεμένοι.18. Μόνο αυτοί που ζούν στον κόσμο, μένουν ξένοι προς τις πληροφορίες πού ανέφερα, και μάλιστα στην πρώτη, (στην εμφάνισι της χάριτος του Αγίου Πνεύματος). Μερικοί από τους κοσμικούς αγωνίζονται με την ελεημοσύνη, και καταλαβαίνουν την ωφέλειά της την ώρα του θανάτου των.19. Όποιος θρηνεί τον εαυτό του, δεν βλέπει τον θρήνο ή την πτώσι ή την επίπληξι του άλλου.20. Ο σκύλος που εδαγκώθηκε από κάποιο θηρίο, εξαγριώνεται περισσότερο προς αυτό και από τον πόνο της πληγής μαίνεται σφοδρότερα εναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται προς τους δαίμονες ο μοναχός που επληγώθηκε από αυτούς).21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξωμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι΄αυτό όποιος απελπίζεται σφάζη ο ίδιος τον εαυτό του.24. Σημείο της πραγματικής και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις πού μας συμβαίνουν -τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (πού προέρχονται από τους δαίμονας) – και για πολύ περισσότερες.25. Ο Μωϋσής αφού αξιώθηκε να ιδή τον Θεόν στην βάτο, επέστρεψε πάλι στην Αίγυπτο, η οποία υποδηλοί το πνευματικό σκότος, και ίσως υποχρεώθηκε να κατασκευάζη πλίνθους στον Φαραώ, ο οποίος υποδηλοί τον διάβολο. Πλήν όμως πάλι ανέβηκε στην βάτο, και όχι μόνο σ΄αυτήν, αλλά και στο όρος Σινά, (το οποίο υποδηλοί τα ύψη των αρετών). Όποιος εννόησε το παράδειγμα, ποτέ δεν θα απελπισθή για την σωτηρία του. Επτώχευσε και ο μέγας Ιώβ, αλλ΄ έπειτα απέκτησε διπλάσιο πλούτο.26. Στους ραθύμους οι πτώσεις μετά την μοναχική τους κλήσι είναι πολύ σοβαρές. Διότι πλήττουν την ελπίδα (της πνευματικής προόδου και κατακτήσεως) της απαθείας. Και διότι τους δημιουργούν την ιδέα ότι θα θεωρούνται ευτυχείς, εάν έστω κατορθώσουν και σηκωθούν από τον λάκκο (της αμαρτίας).27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο πού επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομώτερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).28. Είδα δύο πού εβάδιζαν (πρόν τον Θεόν) καθ΄ όμοιο τρόπο και είς τον ίδιο καιρό. Ο ένας ήταν ηλικιωμένος και με περισσότερους ασκητικούς κόπους. Ο άλλος ήταν ένας νεαρός μαθητής, και «προέδραμε τάχιον» (= έτρεξε γρηγορότερα) από τον ηλικιωμένο, και «ήλθε πρώτος είς το μνημείον» (Ιωάν. κ΄ 4) της ταπεινώσεως.29. Ας προσέξωμε όλοι, και ιδιαίτερα όσοι εγνωρίσαμε πτώσεις, να μη προσβληθή η καρδιά μας από την νόσο του ασεβούς Ωριγένους[3]. Διότι η βδελυκτή αυτή νόσος, προβάλλοντας την φιλανθρωπία του Θεού, γίνεται ευπρόσδεκτη στους φιληδόνους.«Με την μελέτη μου και την περισυλλογή μου θα ανάψη μέσα μου πυρ» (Ψαλμ. λη΄ 4). Μάλλον με την μετάνοιά μου θα ανάψη μέσα μου το πύρ της προσευχής, και αυτό θα κάψη κάθε αμαρτία [4].30. Όρος για σένα και τύπος και υπογραμμός και παράδειγμα μετανοίας ας είναι οι προηγούμενοι άγιοι κατάδικοι, και δεν θα σου χρειασθή σε όλη την ζωή κανένα άλλο βιβλιο, έως ότου λάμψη εμπρός σου ο Χριστός, ο Υιός του Θεού και Θεός, κατά την ημέρα της αναστάσεως – εννοώ της πνευματικής αναστάσεως πού θα σου φέρη η πραγματική και επιμελής μετάνοια.Εσύ πού μετανόησες, ανέβηκες στην Πέμπτη βαθμίδα.Εκαθάρισες με την μετάνοια τις πέντε αισθήσεις και με την εκουσία τιμωρία και κόλασι εγλύτωσες την ακουσία.
από το βιβλίο «Κλίμαξ»Ι.Μ.Παρακλήτου
[1] Η εβδόμη ημέρα, αντίστοιχη προς το «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει την παρούσα ζωή των πειρασμών και θλίψεων. Η δε ογδόη υπερέχει του Σαββάτου και εικονίζει την μέλλουσα μακαριότητα και αιωνιότητα, εφ΄ όσον ευρίσκεται έξω από τον χρόνο πού ανακυκλείται με τις ημέρες της εβδομάδος και εφ΄ όσον είναι η ημέρα της Αναστάσεως του Κυρίου.[2] Κατά πάσα πιθανότητα αυτός θα είναι ο ίδιος ο Ηγούμενος και το αποκρύπτει από ταπεινοφροσύνη, για να μη φανή ως διορατικός.[3] Ο Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) υπήρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερός στην πίστι, μεγαλοφυής στην διάνοια, βαθύς και συναρπαστικός στην ερμηνεία της Γραφής, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος και πατήρ της θεολογικής επιστήμης. Οι μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολύ τον εκτιμούσαν. Δυστυχώς όμως περιέπεσε σε ωρισμένες πλάνες (αιωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχών, μη αιωνιότης κολάσεως κ.λ.π.) Τον έκτο μ.Χ. αιώνα, στους χρόνους δηλαδή της Κλίμακος, ετάρασσε την Εκκλησία και ιδιαίτερα τον μοναχισμό η λεγομένη Τρίτη φάσις των ωριγενιστικών ερίδων, οπότε η Ε΄Οικουμενική Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε επισήμως τις κακοδοξίες του. Έτσι μέσα σ΄ αυτό το δυσμενές κλίμα δικαιολογείται η βαρειά αυτή έκφρασις της Κλίμακος για τον Ωριγένη.[4] Η έννοια του χωρίου είναι, ότι θα εξαλειφθούν οι αμαρτίες μόνο κατά την διάρκεια της παρούσης ζωής με το πύρ της έν μετανοία προσευχής και όχι στην μέλλουσα ζωή με το πύρ της δικαιοκρισίας του Θεού, όπως εσφαλμένα υπεστήριζε ο Ωριγένης ομιλώντας περί μη αιωνιότητος της κολάσεως και περί αποκαταστάσεως των πάντων.

Σχολιάστε